Το Ολοκαύτωμα της Μακρυνείας το 1944

«Πύρινες γλώσσες και κολώνες μαύρου καπνού
ανεβαίνουν στον ουρανό της Μακρυνείας»

 

– του Δημήτρη Αλεξανδρή

Άγριος ο χειμώνας του 1943-44. Πολύ δύσκολες οι νύκτες και οι οικογένειες κοιμούνται πλάι στα ζωντανά τους. Μαζί με τους εξαθλιωμένους Μακρύνειους τώρα βρίσκονται και πολλοί Ιταλοί, υπολείμματα μιας Μεραρχίας που προσχώρησε στον ΕΛΑΣ, ύστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1943. Οι χωρικοί όμως δείχνοντας την μεγαλοψυχία του Έλληνα, συγχώρεσαν τους πρώην εχθρούς τους, που ερείπωσαν τα χωριά τους και άρπαξαν την περιουσία τους και τους πρόσφεραν από το υστέρημά τους, στέγη και ένα κομμάτι ψωμί χρησιμοποιώντας τους, ως εργάτες στα κτήματά τους.

Έτσι πέρασε η Άνοιξη του 1944. Στις 4 Αυγούστου 1944, φήμες κυκλοφορούσαν, λόγω μεγάλης κίνησης των Γερμανών στο δρόμο Αγρινίου – Μεσολογγίου, για νέες επιχειρήσεις των κατακτητών κατά των ανταρτών και για άλλους προετοιμασία των Γερμανών, για να φύγουν από την Ελλάδα. Ο κόσμος ανησυχούσε. Πράγματι τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Αυγούστου οι καμπάνες άρχισαν να κτυπούν και οι Μακρύνειοι πήραν πάλι το δρόμο προς τις χαράδρες του Αράκυνθου έχοντας μαζί τους ό,τι πρόλαβαν να πάρουν. Τα υπόλοιπα λιγοστά υπάρχοντά τους, τα «πλιατσικολογούν» οι Γερμανοί, οι οποίοι από τα χαράματα πυροβολώ-ντας μπήκανε ξανά στην Μακρυνεία. Καίνε πάλι ό,τι είχε απομενει από τον προηγούμενο χρόνο. Παραπήγματα, ταράτσες, αποθήκες. Πύρινες γλώσσες και κολώνες μαύρου καπνού ανεβαίνουν στον ουρανό της Μακρυνείας. Η Γερμανική φάλαγγα διασχίζει τη Μακρυνεία με ανοικτά φορτηγά γεμάτα με ρούχα, σκεύη, εργαλεία, άλλα με ζώα, από κοτόπουλα μέχρι μοσχάρια, και άλλα με τσουβάλια με σιτάρι και καλαμπόκι ακόμη και δοχεία με λάδι. Ό,τι δεν μπορούσαν να πάρουν το έχυναν ή το παρέδιδαν στη φωτιά.

Δυστυχώς τη Γερμανική αυτή φάλαγγα που διέσχιζε το σωρό ερειπίων και την πλήρη καταστροφή κατά μήκος του δρόμου της Μακρυνείας, ακολουθούσαν μερικές δεκάδες Έλληνες, άλλοι με στολή τσολιά, άλλοι με πολιτικά, «οικτροί ουραγοί και συνεργάτες των δημίων της πατρίδας των», όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο γιατρός ΑΥΡΗΛΙΩΝΗΣ και διερωτάται: «Είναι άραγε Έλληνες αυτοί; Είναι γέννημα και θρέμμα του ηρωικού και αιματοβαμμένου τόπου που στενάζει κάτω από την Χιτλερική μπότα; Είναι δυνατόν το μίσος τους και μόνο προς τους αντάρτες κομμουνιστές, όπως ισχυρίζονται, να τους οδήγησε σ’ αυτή την προδοτική και πανάθλια πράξη, ώστε να γίνουν ουραγοί και συμπαραστάτες του κατακτητή, σ’ αυτό το ξεθεμέλιωμα των ανθρώπινων ψυχών, του εθνικού μας πλούτου, των σπιτιών και της περιουσίας των Ελλήνων; Οι ανθρώπινες ψυχές που χάθηκαν, οι περιουσίες των κατοίκων δεν ανήκουν σε κόμματα ή ιδεολογικές παρατάξεις, αλλά στο έθνος ολόκληρο. Είναι η ζωή, το αίμα και ο τίμιος ιδρώτας πολλών γενεών Ελλήνων.

Οι δολοφονηθέντες και οι έντρομοι κυνηγημένοι, κομμουνιστές ή μη, κρύβονται όλοι στα βουνά με καρδιά σφιγμένη και πόνο στην ψυχή, βλέποντας τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους και τις φιλοδοξίες τους που θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια αυτά, της Μακρυνείας, που άφησε στο πέρασμά του ο Βάρβαρος Κατακτητής. Και οι ελάχιστοι αυτοί Έλληνες αντί να συγκινηθούν και να περιορίσουν την καταστροφή, βοηθούν. Με πωρωμένη την Ελληνική τους συνείδηση θεώνται, ως άλλοι Νέρωνες, την καταστροφή  του Εθνικού Πλούτου. Μέσα στην κόλαση του μίσους που δημιούργησαν οι ιδεολογικές μας αντιθέσεις στο θερμόαιμο και παράφορο χαρακτήρα μας, παραφρονήσαμε και καταξεσχίζουμε μόνοι μας τις σάρκες μας…».

Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της καταγραφής, που περιλαμβάνεται στο άρθρο, είναι και ένας ακόμα κατάλογος που αναφέρει τα σπίτια που κάηκαν συνολικά σε όλη την περιοχή. Σύμφωνα με αυτόν, από τα 100 περίπου σπίτια που είχε το Ζευγαράκι, κατακάηκαν  τα 80. Από τα 120 του Κάτω Κεράσοβου πυρπολήθηκαν  ολικώς τα 10 και μερικώς τα 3. Και συνεχίζει η απαρίθμηση ως εξής:

 

 

 

Το «κάψιμο της Μακρυνείας» βέβαια δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Αμέσως σχεδόν μετά την εισβολή τους στη χώρα, οι δυνάμεις κατοχής επιδόθηκαν στη λεηλασία των παραγωγικών μονάδων της Ελλάδας. Ο γερμανικός στρατός μη έχοντας εκ των προτέρων φροντίσει για την κάλυψη των αναγκών του, υποχρέωσε διά της βίας την κατακτημένη χώρα να αναλάβει τα έξοδα. Τον πρώτο καιρό, οι άνδρες του έτρωγαν ακόμη και σε εστιατόρια, ενώ μεγάλος αριθμός κτιρίων επιτάχθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καταλύματα. Το πλιάτσικο στο οποίο επιδόθηκαν οι Γερμανοί στρατιώτες ελάχιστα συμβάδιζε με την πολυθρυλημένη και πολυδιαφημισμένη πειθαρχία τους. Οι έφοδοί τους σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες, στάνες και κοτέτσια, από τα οποία ο καθένας τους άρπαζε ό,τι τον ευχαριστούσε, οδήγησαν το γενικό διοικητή τους Γκύντερ Άλτενμπουργκ να συστήσει αυτοσυγκράτηση.

Στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλιστικού ολοκληρωτισμού η εξυπηρέτηση του στόχου αφενός ήταν αυτοσκοπός, αφετέρου αγίαζε τα μέσα. Επομένως, από τη στιγμή που η ελληνική επικράτεια βρέθηκε υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα, όφειλε να δώσει το maximum των δυνατοτήτων της για την επίτευξη των μεγαλεπήβολων σχεδίων του Γ΄ Ράιχ.

Μια έρευνα σε σχετικό αρχειακό υλικό καταδεικνύει το μέγεθος της οικονομικής αφαίμαξης: Το σύνολο της αγροτικής, κτηνοτροφικής και βιομηχανικής παραγωγής δημεύθηκε για λογαριασμό των δυνάμεων κατοχής. Βαμβάκι, καπνός, σιτάρι, εμπορεύματα καταστημάτων και τελωνείων, μεταλλεύματα (η Ελλάδα κάλυπτε το 30% των αναγκών του Άξονα σε χρώμιο). Η λειτουργία των εργοστασίων επιτράπηκε μόνο και εφόσον κάλυπτε τις ανάγκες του γερμανικού στρατού. Ο εξοπλισμός των υπολοίπων καταστράφηκε και μέρος αυτού μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Τα αποθεματικά των ελληνικών τραπεζών καταληστεύθηκαν. Οι συγκοινωνίες: λεωφορεία, τραμ, σιδηρόδρομος, μεγάλα πλοία επιτάχθηκαν, τα υλικά συντήρησής τους, που υπήρχαν σε αποθήκες, στάλθηκαν και αυτά στην έδρα του Ράιχ.

Εδώ τελειώνει το ιστορικό του ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΡΥΝΕΙΑΣ, το οποίο γράφτηκε με το σκεπτικό, «συγχωρούμε αλλά δεν ξεχνούμε» αναφέρει ο κ. Αλεξανδρής καταλήγοντας.

 

Πηγή κειμένου: Τριμηνιαία Ιστορική – Λαογραφική – ενημερωτική εφημερίδα του Εξωραϊστικού – Φιλοδασικού – Φιλαθλητικού Συλλόγου Άκρων (Λιθοβουνίου) Αιτωλοακαρνανίας το «Πανόραμα», αρ. φυλ. 43, Μάιος – Ιούνιος 2015, Το ολοκαύτωμα της Μακρυνείας, σελ. 3 και 4
Φωτογραφία: Μνημείο στη Γαβαλού