.
| 21 Οκτωβρίου 1969 |
Κυκλοφορεί στα ελληνικά δισκοπωλεία
ο δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου «Το περιβόλι του τρελλού»
| Η κυκλοφορία του, συνδυάστηκε με τις ιστορικές εμφανίσεις στο κλαμπ Rodeo (Οκτώβριος 1969 με Μάιο 1970).
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Διονύση Σαββόπουλου, τον Απρίλιο του 2003
στο Μανώλη Νταλούκα, η σύνθεσή τους άρχισε στο Παρίσι και ολοκληρώθηκε στο Μιλάνο |
——————————————————————————————–
Να μας πάρεις μακριά | να μας πας στα πέρα μέρη
Φύσα θάλασσα πλατιά | Φύσα αγέρι, φύσα αγέρι
[ Το Περιβόλι του τρελού ]
Τον δίσκο ηχογράφησε το συγκρότημα «Μπουρμπούλια»
με το οποίο εκείνη τη σεζόν, ο Σαββόπουλος
εμφανιζόταν στο ιστορικό Rodeo της Πλάκας
[ Τα« Μπουρμπούλια» ήταν οι: Τάκης Ανδρούτσος (κιθάρα), Νίκος Τσιλογιάννης (ντραμς),
Βασίλης Ντάλλας (μπάσο) και Άρης Τασούλης (πλήκτρα)]
Τον Οκτώβριο του 1967, ο Διονύσης Σαββόπουλος, παντρεύεται την Άσπα και αποφασίζει να φύγει από την Ελλάδα. Οι νεόνυμφοι, φθάνουν στο Παρίσι τις πρώτες μέρες του 1968 όπου και παραμένουν μέχρι και τις τελευταίες ημέρες του Μάη. Για να ζήσουν, τραγουδούν στο δρόμο και ακόμη βγάζουν πιατάκι στο Μετρό. Στο Παρίσι λοιπόν, ως μπητνίκος, ο Σαββόπουλος, αρχίζει να γράφει τα νέα τραγούδια, και το «Περιβόλι του Τρελλού», απηχεί όλα όσα τώρα κυριαρχούν στην ψυχή του: αηδία για την κατάσταση στην χουντοκρατούμενη Ελλάδα, η μαγική ατμόσφαιρα του Παρισιού, η Άσπα και η ψυχεδελική ελευθερία…

»
«

Δεν είναι παράξενο που ο δίσκος, εξέφρασε τόσους πολλούς στον καιρό του : Ωτοστοπατζήδες που ξεκινούσαν να γνωρίσουν τον κόσμο, χίπηδες και άλλους κυνικούς, φοιτητές και ποιητές, εργάτες που δεν κρατούσαν μόνο το κομματικό συμφέρον, επαναστάτες που γίνονταν εμιγκρέδες, μικρούς που κουβαλούσαν τεράστια όνειρα…όλοι, έβρισκαν κάπου τον εαυτό τους, στο μαγικό «Περιβόλι του τρελού». Ο δίσκος αυτός, δικαιώνει την αιώνια παιδική αναζήτηση και δημιουργεί την ψυχεδελική επανάσταση στην Ελλάδα. (Από το blog του Μανώλη Νταλούκα)
Διονύσης Σαββόπουλος:
Πώς έγραψα «Το Περιβόλι του Τρελού»
Αποσπάσματα από μια παλιότερη αφήγηση του Έλληνα τραγουδοποιού στη LIFO,
για όσα τον ενέπνευσαν για ένα από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ της νεολαίας της εποχής
Στη φυλακή για να περνάει η ώρα, έγραψα τη «Δημοσθένους λέξη», τη «Θεία Μάνου», και τη «Θαλασσογραφία». Πολλοί απορούσαν. «Μα πώς βρε παιδί μου μέσα σε ‘κείνον το ζόφο εσύ έγραφες τραγούδια;». Μα γι’ αυτό χρειάζονται τα τραγούδια, για να μπορούμε να ξεπερνάμε τον ζόφο. Μετά, όταν βγήκα, συνέχισα να γράφω, έγραψα το «Είδα την Άννα κάποτε», τις «Πίσω μου σελίδες».
Η «Θαλασσογραφία» είναι τραγούδι φυγής. Είναι ενδιαφέρον το ότι γράφτηκε μέσα σε μια φυλακή.
Το τραγούδι «Δημοσθένους λέξη» είναι για έναν άνθρωπο που ενώ είναι φυλακισμένος, μέσα του νιώθει ελεύθερος. Η «Θεία Μάνου» είναι υπαρκτό πρόσωπο, ήτανε κρατούμενη μεγαλύτερης ηλικίας από μας -που ήμασταν νέα παιδιά- και λόγω πείρας, επειδή είχε φυλακιστεί πολλάκις -ήταν μέλος του ΚΚΕ η θεία Μάνου- κυριολεκτικώς μας περιέθαλψε, μας ενθάρρυνε και μας έδινε συμβουλές για το πώς να τα βγάλουμε πέρα μέσα στη φυλακή. Τη σκέφτομαι πάντα με μεγάλη αγάπη.
Ήταν ακριβώς στο τέλος του ’68. Γυρίσαμε στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, Οκτώβρη. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε δηλαδή, να κάνουμε το πρώτο μας παιδί, να κάνουμε σπίτι και δουλειά.
Πριν ακόμη βέβαια μπω στη φυλακή χώρισα με το τότε κορίτσι μου και το ερωτεύτηκα μόλις χωρίσαμε. Το τραγούδι «Είδα την Άννα κάποτε» είναι τραγούδι έρωτος, αλλά μετά τον χωρισμό. Χωρίσαμε τελειωτικά, αλλά πολλές φορές ένας χωρισμός φέγγει, φωταγωγεί όλη την ιστορία. Δίνει το αληθινό νόημα μιας σχέσης και βοηθιέται αν υπάρχει και κανένα καλό τραγουδάκι από δίπλα.
Μετά έφυγα στο Παρίσι. Έφυγα μαζί με την Άσπα. Η Άσπα είχε χαρτιά, εμένα μού απαγόρευσαν την έξοδο. Πήγα στο υπουργείο Εσωτερικών μαζί με την Άσπα και είπα «Κοιτάξτε, παντρευτήκαμε και θέλουμε να κάνουμε ένα ταξίδι του μέλιτος. Εγώ εξάλλου είμαι φοιτητής και πρέπει να γυρίσω για τις εξετάσεις μου». «Το παντρευτήκαμε» το είπα λιγάκι σαν να έκανα δήλωση μετάνοιας, σαν να έλεγα «κοιτάξτε, έγινα καλό παιδί». Και κάπως έτσι ίσως το εισέπραξε και ο γενικός γραμματέας γιατί μου έδωσε τελικά ένα χαρτί που μου έδινε την άδεια να ταξιδέψω για δεκαπέντε μέρες μόνο. Βγήκα στο εξωτερικό με αυτό και το πλαστογράφησα μετά για να μπορώ να κινούμαι. Δεν είχα σκοπό να γυρίσω.
Έμεινα έναν χρόνο έξω. Εκεί πέρα έγραψα τα τραγούδια «Το Περιβόλι», «Οι πίσω μου σελίδες», ξαναέγραψα τη «Συννεφούλα». Έκανα μάλλον μια διασκευή, την έκανα σαρκαστικό στρατιωτικό εμβατήριο. Έγραψα επίσης τα «Παιδιά που χάθηκαν». Γιατί εμείς, κάποια στιγμή, γυρίσαμε με την Άσπα στην Ελλάδα, αλλά πολλά παιδιά της ηλικίας μου παρέμειναν στην παρανομία, στις χημικές παραισθήσεις και στην περιπέτεια – γι’ αυτούς είναι γραμμένο το τραγούδι.
Την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» την έγραψα επίσης εκεί. Το τραγούδι ήταν γραμμένο στην αρχή για τον Τσε, αλλά μετά το ξαναδούλεψα για να μπορέσω να αντιμετωπίσω τη λογοκρισία και νομίζω ότι δεν θα δυσαρεστηθεί ο στρατηγός Καραϊσκάκης που τον δάνεισα στον Τσε, ούτε και το ανάποδο, ο ένας περιέχει τον άλλο κατά κάποιο τρόπο. Νομίζω γράφτηκε και τελευταίο στη σειρά, στο Μιλάνο πια.
«Οι Πίσω μου σελίδες» γράφτηκαν στο Παρίσι. Με πείραζε κάποτε όταν ερμηνεύαν τα τραγούδια μου τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι τα σκέφτηκα εγώ. Ήμουν καινούργιος στη δουλειά, δεν ήξερα ότι αυτό συμβαίνει πάντα. Μετά από κάποιες ταλαιπωρίες που πέρασα στο Παρίσι και μετά τη φυλακή, σαν να ωρίμασα κάπως και σκέφτηκα ότι τα τραγούδια που γράφω είναι κάτι ανεξάρτητο από μένα. Σαν να ‘ναι παιδιά δηλαδή, που μάλιστα μπορεί να μουντζώσουνε και αυτόν που τα έγραψε, όπως τα παιδιά τον μπαμπά τους, ας πούμε, και βροντάν την πόρτα πίσω. Τα έργα μας έχουν μια δικιά τους ζωή, δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε.
Το «Σαν ρεμπέτικο παλιό» λέει «Τα ξεπούλησα φθηνά /το χαλί μου, τα ρούχα και το μπρίκι». Είχα διαβάσει εκείνο τον καιρό τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες του Βασίλη Βασιλικού, που τελείωναν με ένα στιχάκι: «Δεν είδα τίποτε στις ΗΠΑ και είπα γεια χαρά σου στον Αντύπα». Από κει το πήρα και έγραψα το τραγούδι με την έννοια ότι εγκαταλείπω την Ελλάδα. Μαζί με τη «Θεία Μάνου» και το «Βιετνάμ γιε γιε» είναι οι πρώτες μου αμερικανιές. Από την άποψη του ρυθμού δηλαδή. Μάλιστα στο «Βιετνάμ» αυτή η μελωδία στο στίχο «Τώρα κρυμμένος στο ποτάμι/ ανασαίνεις» είναι κλεμμένο από Ντίλαν, κάποιο τραγούδι του Ντίλαν που δεν θυμάμαι τώρα. Έτσι ασυναίσθητα το έκανα.
Το «Ντιρλαντά» είναι ένα τραγούδι το οποίο άκουσα για πρώτη φορά πολλά χρόνια πριν βγει, από τους ψαράδες στη Θάσο, και εν συνεχεία το άκουσα ηχογραφημένο στις συλλογές από 45άρια που έκανε η Δόμνα Σαμίου. Λοιπόν, έκανα μια διασκευή του. Πρέπει να σας πω ότι εκείνα τα χρόνια υπήρξε ένα ενδιαφέρον από πολλούς -και από τη μεριά μου- για παραδοσιακά τραγούδια.
Μια μέρα παρουσιάστηκε ένας άνθρωπος από την Κάλυμνο και ισχυρίστηκε ότι το τραγούδι είναι δικό του. Η Δόμνα, την οποία άκουγα, το απέκλειε, είναι παραδοσιακό τραγούδι, και μάλιστα πήγα στο λαογραφικό αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών που μου το δώσανε ως καταχωρημένο στα παραδοσιακά νησιώτικα τραγούδια. Σε κείνη την πρώτη φάση την κέρδισα τη δίκη. Δεν είπα ποτέ ότι είναι δικό μου το τραγούδι. Στο εξώφυλλο γράφει ότι είναι μια διασκευή δημοτικού τραγουδιού. Παραδοσιακό το ανακήρυξε και το δικαστήριο και έκτοτε δεν έδωσα σημασία.
Όμως ο Καπετάν Γκίνης, που ισχυριζόταν ότι είναι ο συνθέτης του τραγουδιού, κουβάλησε όλο το νησί στο δικαστήριο σε μιαν άλλη φάση, ως μάρτυρες που λέγανε «ήμουν εκεί όταν το έγραφε» και τα λοιπά. Το επιχείρημά όσων με υποστήριζαν ήταν ότι δεν γίνεται ένας άνθρωπος να γράψει ένα τραγούδι μόνο και μάλιστα ένα τέτοιο τραγούδι, πού είναι τα άλλα; Δεν υπήρχαν άλλα τραγούδια. Όμως το δικαστήριο δεν το δέχτηκε αυτό το επιχείρημα. Λένε τώρα αρβύλα ότι μεσολάβησε ο Πατακός, αλλά δεν ξέρω να σας πω αν αυτά είναι αλήθεια.
Υπάρχει ένα διασκεδαστικό περιστατικό στη δίκη με τον Γιάννη τον Παπαϊωάννου. Λέει ο Παπαϊωάννου «Εγώ το θυμάμαι από έφηβος που το τραγουδούσαμε». «Πού το τραγουδούσατε;» ρωτάει το δικαστήριο. «Στον Πειραιά, στην ξυλομηχανή». «Ποια ξυλομηχανή;». Ήθελε να πει δεν είχαμε μηχανή, κουπιά μόνο. Ονόμαζε ξυλομηχανή το ψάρεμα με βάρκα. Και του λέει ο δικηγόρος «Έχετε άδεια αλιείας;». Οπότε εδώ γελάνε όλοι, τι άδεια αλιείας να έχει ο κυρ Γιάννης τώρα; Και λέει «βεβαίως», γιατί δεν ξέρανε ότι ο λαϊκός άνθρωπος όλα τα έγγραφα της ζωής του τα κουβαλάει επάνω του. Και ανασύρει από την τσέπη το στεφανοχάρτι, το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού, το απολυτήριο του στρατού, το πιστοποιητικό γεννήσεως και άδεια αλιείας του 1930! Τον τάπωσε τον δικηγόρο. Όμως, τη δίκη τη χάσαμε.
————————————————————————————
Πηγή φωτογραφιών: 1 & 2 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ – To blog του Μανώλη Νταλούκα
——————————————————————————————————————————————————–
Πηγές: Το blog του Μανώλη Νταλούκα | LIFO
