Λευτέρης Τηλιγάδας
Ο Μαυροκορδάτος «κατεβαίνει» στο Μεσολόγγι
Οι Μεσολογγίτες ζητωκραύγαζαν ενθουσιασμένοι,
καθώς για πρώτη φορά υποδέχονταν έναν δικό τους πρίγκιπα
ντυμένο με φράγκικα ρούχα, συνοδευόμενο από αξιωματικούς με εντυπωσιακές στολές
Μέχρι τα τέλη Ιουνίου 1821, όλες οι περιοχές της Δυτικής Ελλάδας είχαν περάσει στα χέρια των χριστιανών αρματολών του Αλή Πασά, οι οποίοι, σε συνεργασία και με Αλβανούς αξιωματικούς του, είχαν καταφέρει να καταλάβουν και να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους τα σημαντικότερα διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα των Οθωμανών στην περιοχή. Όλα αυτά, παρά την παρουσία του Χουρσήτ Πασά, τον οποίο είχε στείλει η Πύλη για να καταστείλει την ανταρσία του Αλή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την παρουσία του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, ήταν εκείνο που οδήγησε τον πρίγκιπα της Μολδοβλαχίας, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, να επιλέξει τη Δυτική Ελλάδα —και ειδικότερα το Μεσολόγγι— ως βάση των στρατιωτικών και πολιτικών του επιδιώξεων.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μαυροκορδάτος γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1791 στο Μέγα Ρεύμα (σημερινό Αρναούτκιοϊ – Arnavutköy), ένα από τα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του λογίου και αξιωματούχου στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου (1744–1818) και της Σμαράγδας Καρατζά.[1] Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα από οικοδιδάσκαλο και από νεαρή ηλικία μιλούσε με άνεση την τουρκική και τη γαλλική. Την περίοδο 1807–1811 φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Το 1812, ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανήλθε στο αξίωμα του ηγεμόνα της Βλαχίας και διόρισε τον Μαυροκορδάτο γραμματέα του. Σύντομα εκείνος διακρίθηκε σε πολλούς τομείς και προήχθη στο αξίωμα του ποστέλνικου.[2]

Το 1818, φοβούμενος για τη ζωή του εξαιτίας της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, ο Ιωάννης Καρατζάς εγκατέλειψε το Βουκουρέστι, συνοδευόμενος από την οικογένειά του και αυλικούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Μαυροκορδάτος. Πρώτος τους σταθμός ήταν η Γενεύη της Ελβετίας, όπου παρέμειναν για περίπου έξι μήνες. Εκεί ο Μαυροκορδάτος παρακολούθησε μαθήματα οχυρωματικής. Λόγω των στενών σχέσεων του Καρατζά με τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, κατέληξαν στην κατοικία του τελευταίου, στην Πίζα της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, ο Μαυροκορδάτος παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Τσακάλωφ το 1819 και συμμετείχε στις επαναστατικές διεργασίες, συγκροτώντας τον αποκαλούμενο «Κύκλο της Πίζας».[3] Ο εν λόγω κύκλος έπαιξε παρασκηνιακό ρόλο στην εξέλιξη της Επανάστασης του 1821, υποστηρίζοντας πως απαιτείται περισσότερος χρόνος και καλύτερη προετοιμασία για την έναρξή της. Όσοι συμμετείχαν σε αυτόν, αντιτάχθηκαν στην τοποθέτηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη ως αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας.
Παρά τις απόψεις του, μόλις πληροφορήθηκε την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, φέρεται να φόρτωσε – κατά μία εκδοχή – στο λιμάνι του Λιβόρνο πλοίο με όπλα και πολεμοφόδια, τα οποία είχε αγοράσει με δικά του χρήματα αλλά και με συνεισφορές ομογενών και ξένων φιλελλήνων. Στη Μασσαλία επιβιβάστηκε και ομάδα φιλελλήνων, κυρίως Γάλλων, με επιπλέον οπλισμό, και αναχώρησε για την Πελοπόννησο στις 5 Ιουλίου 1821. (Το γεγονός της φόρτωσης του πολεμικού υλικού αμφισβητείται από αρκετούς· γι’ αυτό και η χρήση του παρενθετικού λόγου στην προηγούμενη πρόταση.)
Στις 17 Ιουλίου, ύστερα από δωδεκαήμερο ταξίδι, το πλοίο μπήκε στο Ιόνιο[4] και προσέγγισε τις ακτές του κάμπου της Γαστούνης με κατεύθυνση προς την Πάτρα, για την οποία οι γαλλικές εφημερίδες ανέφεραν πως είχε ήδη πέσει στα χέρια των επαναστατών, μαζί με την Τριπολιτσά. Ο Μαυροκορδάτος και οι φιλέλληνες που τον συνόδευαν, όμως, δεν εμπιστεύονταν ιδιαίτερα τις εφημερίδες, καθώς οι πληροφορίες τους στηρίζονταν συχνά σε φήμες, επιστολές και μαρτυρίες επιβατών, των οποίων η φαντασία και ο ενθουσιασμός παρουσίαζαν ως γεγονός ό,τι ακόμα ήταν επιθυμία ή ελπίδα.
Την επόμενη ημέρα (18 Ιουλίου 1821), ενώ το πλοίο έπλεε μεταξύ Γλαρέτζας[5] και Κεφαλονιάς, πληροφορήθηκαν ότι πάνω στο φρούριο της Πάτρας κυμάτιζε ακόμη η οθωμανική σημαία. Την πληροφορία αυτή παραδίδει στα απομνημονεύματά του ο Μαξίμ Ρεμπώ, ένας από τους Γάλλους φιλέλληνες επιβάτες. Κατόπιν αυτού, ο Μαυροκορδάτος και οι συνοδοιπόροι του, μολονότι σκόπευαν να αποβιβαστούν στην Πάτρα για να συναντήσουν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό —ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από τον Ιγνάτιο να τους αναμένει— αποφάσισαν τελικά να αποβιβαστούν προσωρινά στο Μεσολόγγι και να εξετάσουν αργότερα το πώς θα κατευθυνθούν στην Πελοπόννησο.
Στις 20 Ιουλίου το πλοίο αγκυροβόλησε σε απόσταση δύο λευγών από τις ακτές του Μεσολογγίου. Ο Μαυροκορδάτος έστειλε με βάρκα τον Πραΐδη και τον Ψύλλα για να ειδοποιήσουν τους προκρίτους για την άφιξή του, να ζητήσουν βοήθεια για την εκφόρτωση των πολεμοφοδίων και να συλλέξουν πληροφορίες για την πορεία της Επανάστασης στην περιοχή. Το ίδιο βράδυ, οι απεσταλμένοι του τον ενημέρωσαν πως στο Μεσολόγγι η εξέγερση είχε πραγματοποιηθεί χωρίς αιματοχυσία και ότι ο Τούρκος διοικητής, μαζί με την οθωμανική φρουρά, είχε συλληφθεί.
Το πρωί της 21ης Ιουλίου, ορισμένοι προεστοί της πόλης πλησίασαν με μικρά πλοιάρια και υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τους επιβάτες. Τους μετέφεραν στην ακτή μαζί με τις αποσκευές τους, όπου τους επιφυλάχθηκε θερμότατη υποδοχή από ολόκληρη την πόλη. Οι Μεσολογγίτες ζητωκραύγαζαν ενθουσιασμένοι, καθώς για πρώτη φορά υποδέχονταν έναν δικό τους πρίγκιπα, ντυμένο με φράγκικα ρούχα, συνοδευόμενο από αξιωματικούς με εντυπωσιακές στολές.
Ωστόσο, τα πολεμοφόδια που μετέφερε το πλοίο δεν ξεφορτώθηκαν ποτέ. Κατά μία εκδοχή[7], αμέσως μετά την αποβίβαση των επιβατών και των αποσκευών τους, εμφανίστηκαν δύο τουρκικά πλοία, τα οποία πλησίαζαν απειλητικά. Για να μην πέσει το πολύτιμο φορτίο στα χέρια των Οθωμανών, ο Μαυρομιχάλης διέταξε όσους παρέμειναν στο πλοίο να το βυθίσουν. Άλλοι[8] όμως αναφέρουν πως η βύθιση του πλοίου δεν έγινε για τον παραπάνω λόγο· κανένας από τους φιλέλληνες που ταξίδευαν με τον Μαυροκορδάτο δεν κάνει σχετική αναφορά. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η βύθιση έγινε σκόπιμα και με εντολή του Μαυροκορδάτου, ώστε να μην αποκαλυφθεί πως στα αμπάρια του πλοίου δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα πολεμοφόδια ή άλλα υλικά για τον Αγώνα.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Μεσολόγγι, ο Μαυροκορδάτος άρχισε να ανιχνεύει το πολιτικό τοπίο, με μοναδικό στόχο την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών. Διορατικός και ικανός στην εκτίμηση ανθρώπων και καταστάσεων, κατάλαβε γρήγορα ότι η Δυτική Ελλάδα αποτελούσε ένα πολιτικά «παρθένο» έδαφος, το οποίο, εφόσον το αξιοποιούσε, θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για την οργάνωση αντιπολίτευσης προς τον Υψηλάντη — ο οποίος ήδη είχε αρχίσει να συμμαχεί με τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου, με πρώτο τον Κολοκοτρώνη.
Το έργο του Μαυροκορδάτου διευκολύνθηκε από την παρουσία του Ήβου Ρήγα στο Μεσολόγγι. Ο Ρήγας, ως απεσταλμένος του Υψηλάντη για την οργάνωση της περιοχής, αποδείχθηκε ανεπαρκής. Παρότι είχε διοριστεί πρόεδρος της Διοικητικής Εφορείας του Μεσολογγίου, δεν κατάφερε να επιβληθεί στους τοπικούς οπλαρχηγούς.[9]
———————————————————————————————————————————————————
Υποσημείωση: Οι χρονολογίες που καταγράφονται πριν την 16η Φεβρουαρίου 1923 είναι σύμφωνες με την χρονολόγηση των πηγών. Για την αντιστοίχιση με τη σημερινή χρονολόγηση πρέπει στην αντίστοιχη χρονολογία να προστεθούν 13 μέρες
Παραπομπές: 1. Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, πέμπτη έκδοση, Αθήνα 2001, σελ. 151. | 2. Αντίστοιχο με το σημερινό αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών. | 3. Μέλη του ίδιου κύκλου ήταν επίσης ο Γκαλίνα, ο Γεώργιος Σέκερης, οι Ανδρέας και Νικόλαος Λουριώτης, καθώς και ο Γεώργιος Πραΐδης. (Παπαγιώργης Κωστής, Τα Καπάκια, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σελ.38) | 4. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδόσεις Μέλισσα, Έκδοση 6η, σελ. 61 | 5. Η Γλαρέντζα ή Clarentia ή Clarence ήταν σημαντική οχυρωμένη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας. Τα ερείπιά της βρίσκονται πλησίον της Κυλλήνης. | 6. Το Σαράι είναι ένα από τα λίγα προεπαναστατικά κτίρια που κατάφεραν να σωθούν από το μένος των Οθωμανών και των Αιγυπτίων για τον λόγο ότι εκεί στεγάζονταν το Τούρκικο Διοικητήριο. Ανήκε μετά την απελευθέρωση του Μεσολογγίου στην οικογένεια του Ν. Μπότσαρη. Το 1924 το αγόρασε ο Αριστείδης Καβάγιας από την Ματαράγκα για την εγκατάστασή της οικογένειάς του στο Μεσολόγγι. Δυστυχώς το 1948 σε μια πυρκαγιά που ξέσπασε από τον στάβλο, κάηκε μεγάλο μέρος του. Πληροφορίες από οικογένειες που ζούσαν παραπλεύρως, αναφέρουν πως ένας αξιωματικός του στρατού που ζούσε απέναντι από το Σαράι, όταν είδε την πυρκαγιά πυροβόλησε πέντε φορές στον αέρα ώστε να ειδοποιηθούν οι φαντάροι που βρίσκονταν στην πόλη. Με το που έφθασαν αμέσως μπήκαν στο κτίριο και έπειτα από λίγα λεπτά βγήκαν κρατώντας μια κασέλα η οποία και εξαφανίστηκε. Εικάζεται πως στην κασέλα υπήρχαν αρκετές λίρες και τις οποίες καρπώθηκε ο αξιωματικός επωφελούμενος της ευκαιρίας. | 7. Την ιστορία αυτή μεταξύ άλλων την καταγράφει και ο Σπ. Τρικούπης και ο Δ. Κόκκινος στην ιστορία τους. | 8. Την ιστορία την αμφισβητούν αρκετοί, ένας εκ των οποίων είναι και ο αντισυνταγματάρχης πεζικού και φρούραρχος του Παλαμηδίου Κάρπος Παπαδόπουλος. Η αμφισβήτηση αυτή ισχυροποιείται και από το γεγονός ότι ο Μαξίμ Ρεμπώ, ο οποίος περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια το ταξίδια αυτό του πλοίου, δεν αναφέρει ούτε μία γραμμή για ένα τόσο σημαντικό γεγονός | 9. Π. Χιώτου, Ιστορία του Ιόνιου Κράτους (1815 – 1864), Εν Ζακύνθω, 1874, τόμος 1ος, σελ. 396.
Φωτογραφία: Κολάζ γκραβούρας του Μεσολογγίου και του πορτραίτου του Μαυροκορδάτου
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


