Τι ακριβώς είναι μια κοινωνία που μισεί και τρέμει τους Ρομά;

Αν καταπιούμε την popular opinion που αυτή τη στιγμή λέει
«ε, ας πεθάνουν οι Ρομά που μας κλέβουν»,
εκχωρούμε ένα κομμάτι των ελευθεριών μας (ναι, και των δικών μας)
στην πιο ύπουλη και χυδαία μορφή εκφασισμού του δημόσιου λόγου

  • της Χριστίνας Γαλανοπούλου

Από την «Παναγία των Παρισίων» του Βίκτωρος Ουγκώ που εκδόθηκε το 1832 μέχρι την «Κάτυ του τελευταίου θρανίου» της Μαρίας Χαλάσι που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1963, η εικόνα που επικρατεί για τους Ρομά -ως τσιγγάνοι αναφέρονται και στα δύο βιβλία, τα οποία απέχουν γύρω στα 130 χρόνια- είναι απελπιστικά, αμετακίνητα η ίδια: αποσυνάγωγοι και εξωτικοί, ταραξίες και ληστές, περιθωριακοί και περιθωριοποιημένοι, δαιμόνιοι, έμποροι και καλλιτέχνες, αποστάτες.

Όμως, η ζωή δεν είναι ούτε λογοτεχνία ούτε κινηματογράφος. Και τίποτα το ωραιοποιημένο δεν υπάρχει στις ζωές των Ρομά της Ελλάδας του 2022. Στην ξεχαρβαλωμένη διαδικτυακή δημόσια σφαίρα, αν θέλεις να μετρήσεις τα δόντια του ρατσισμού, απλώς τολμάς να εκφράσεις τον πικρό φόβο ότι η Αθήνα είναι στη θέση της (είναι;), επειδή πριν από λίγες μέρες ο ανήλικος που πυροβολήθηκε ήταν Ρομά.

 Η συνέχεια εκτείνεται από τα μοχθηρά αμοιβαδικά συμπεράσματα «καλά να πάθει» ή «ας πρόσεχε», περνά από τις παρυφές του φαινομενικά ορθού «ας μην έκλεβε», «τι γύρευε ανήλικος να οδηγεί φορτηγάκι», και, τελικά, καρφώνεται με φόρα στον συνήθη χυδαίο συμψηφισμό «πόσες ζωές αστυνομικών – τόσες ζωές παραβατικών».

Όμως, η ουσία της υπόθεσης κρύβεται στο «Ρομά», στη μοναδική μειονότητα που εδώ και δεκαετίες δεν πέτυχε ορατότητα, εκπροσώπηση, σεβασμό, σοβαρές διαδικασίες ένταξης στο κοινωνικό σώμα.

Στη μοναδική μειονότητα που δεν κατάφερε να «επικοινωνήσει» όλες τις αδικίες, τις φθορές, τα παράπονα, τον απροκάλυπτο ρατσισμό, την απομόνωση, τη χλεύη που βιώνει σχεδόν σε όλες τις φάσεις της ζωής της, χωρίς διακοπή και κάποια αξιοσημείωτη αλλαγή.

Ακόμα και τα τραγούδια μας (άντε πάλι με την Τέχνη), ευθέως ή πλαγίως υπονοούν το περιθώριο στο οποίο παραδοσιακά κατοικούν οι Ρομά, παρά τις προσπάθειές τους, όταν και όπου συμβαίνουν: από το «Είμαι γυφτάκι» του Πανούση, μέχρι το «Γύφτισσα τον εβύζαξε» του Ρασούλη, οι απόψεις περί εξαθλίωσης και μποεμίας πάνε χέρι – χέρι και καταλήγουν στην ίδια αφετηρία. Στο ότι δεν εκπαιδευτήκαμε ποτέ ως πολίτες, επισήμως δε από καμία κυβέρνηση, στην ιδέα της συνύπαρξης, της βοήθειας προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης, στη συμπάθεια έστω μίας μειονότητας, στην οποία ξεμπουκώνουμε, με όλα τα φύλλα συκής πεσμένα, όλα τα -υποτίθεται- ξεριζωμένα ρατσιστικά ένστικτα.

Και πώς να συμβεί αυτό; Οι σημερινοί 40άρηδες μεγάλωσαν με την απειλή του «θα έρθει ο γύφτος να σε πάρει αν δεν φας / κάτσεις φρόνιμα / είσαι καλό παιδί», γενικώς. Το στερεότυπο του «τσιγγάνου» που ζει σε ανάκτορα με χρήμα που απέκτησε από τις έκνομες δραστηριότητές του, ενώ παράλληλα συντηρεί «τσαντήρι» στην αυλή το γνωρίζουν όλοι και το πιστεύουν οι περισσότεροι, ασχέτως αν ο δρόμος δεν τους έχει βγάλει ποτέ προς Αγία Βαρβάρα, Ζεφύρι, Φυλή.

Αν συνθηκολογήσουμε με το βορβορώδες «κανείς δεν στενοχωριέται για τους τσιγγάνους», αν καταπιούμε την popular opinion που αυτή τη στιγμή λέει «ε, ας πεθάνουν αυτοί που μας κλέβουν», εκχωρούμε ένα κομμάτι των ελευθεριών μας (ναι, και των δικών μας) στην πιο ύπουλη και χυδαία μορφή εκφασισμού του δημόσιου λόγου και κρετινισμού της κοινωνίας.Και πού αλλού το είδαμε αυτό, όπου δεν χύθηκε ούτε μισό δάκρυ, γιατί «σκοτώθηκε επειδή μπήκε για να κλέψει»; Στην υπόθεση της μικρούλας που πριν από περίπου ένα χρόνο συνεθλίβη από τις πόρτες μεγάλου εργοστασίου μπισκότων. Και ναι: και αυτό το παιδί Ρομά ήταν, αλλά σήμερα αυτό το περιστατικό κι αυτό το παιδί το θυμούνται ελάχιστοι.

Κι αν η τσιγγανοφοβία θέλει να επιχειρηματολογήσει στην ίδια δημόσια σφαίρα, θα επικαλεστεί τους γάμους ανηλίκων, τις ανήλικες μάνες, τα άρρωστα μωρά, χωρίς ωστόσο καμία εικόνα για το «πώς», «γιατί» και από «ποιους» συντηρούνται αυτές οι βάρβαρες παραδόσεις που κρατούν δέσμιους τους πληθυσμούς των καταυλισμών.

Για τη συντήρηση αυτών των μύθων και τις πρακτικές δαιμονοποίησης των Ρομά τα εξήγησε με επάρκεια και ανθρωπιά χθες στη LiFO, η Ρομά δικηγόρος Αλεξάνδρα Καραγιάννη, όμως, για την ώρα, απλώς δεν θέλουμε να ακούσουμε και η δημόσια συζήτηση μετά τον πυροβολισμό του 16χρονου διεξάγεται με ιαχές, μικροπολιτικά επιχειρήματα και ακροδεξιές κορώνες. Ακριβώς δηλαδή με ό,τι γαλουχήθηκε και μεγάλωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που διδάχθηκε να φοβάται και να μισεί σε εναλλασσόμενες δόσεις τους Ρομά.

 Παρ’ όλα αυτά, είτε μιλάμε για το περιστατικό του 16χρονου, είτε για την υπόθεση του θανάσιμου τραυματισμού του Νίκου Σαμπάνη πριν από μερικούς μήνες, το ουσιώδες είναι να μην αφήνουμε να μετατοπιστεί η κουβέντα (και είναι πανεύκολο) από τα όρια της αστυνομικής αρμοδιότητας στην παραβατικότητα των Ρομά. Αφήνοντας τη συζήτηση να κατρακυλήσει εκεί, είναι σα να ευλογούμε και με τα δύο χέρια πράξεις αντι-ανθρώπινες, ενέργειες κατά της ζωής.

Αν συνθηκολογήσουμε με το βορβορώδες «κανείς δεν στενοχωριέται για τους τσιγγάνους», αν καταπιούμε την popular opinion που αυτή τη στιγμή λέει «ε, ας πεθάνουν αυτοί που μας κλέβουν», εκχωρούμε ένα κομμάτι των ελευθεριών μας (ναι, και των δικών μας) στην πιο ύπουλη και χυδαία μορφή εκφασισμού του δημόσιου λόγου και κρετινισμού της κοινωνίας. Και πού αλλού το είδαμε αυτό, όπου δεν χύθηκε ούτε μισό δάκρυ, γιατί «σκοτώθηκε επειδή μπήκε για να κλέψει»;

Στην υπόθεση της μικρούλας που πριν από περίπου ένα χρόνο συνεθλίβη από τις πόρτες μεγάλου εργοστασίου μπισκότων. Και ναι: και αυτό το παιδί Ρομά ήταν, αλλά σήμερα αυτό το περιστατικό κι αυτό το παιδί το θυμούνται ελάχιστοι. 

Στο εμβληματικό παιδικό βιβλίο της Χαλάσι, σε κάποια στιγμή η δασκάλα του σχολείου επιπλήττει την Κάτυ, ρωτώντας τη γιατί ξέσπασε έτσι, γιατί συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα στη σχολική γιορτή (όλα αυτά ενώ το παιδί είναι νηστικό και ξυπόλητο…) για να πάρει απάντηση μεταξύ λυγμών «επειδή είμαι τσιγγάνα, κυρία». Η απάντηση αυτή απλώς δεν αρκεί πια, οποιαδήποτε κι αν είναι η ερώτηση.

 


AgrinioStories