Πέτρας Λόγοι, του Παύλου Κοκορόσκου
σήμερα, 8 Δεκεμβρίου, η τελαυταία μέρα
στην Photo Studio – gallery «Ταξιδεύουσα»
«Ο χρόνος παγωμένος στην πέτρα που μοιάζει εύπλαστη, γίνεται σάρκα. Ο φύλακας δημιουργεί κατοίκους στο εγκαταλειμμένο χωριό. Ελευθερώνει τις κρυμμένες μορφές, τις σκόρπιες στην φύση ή στην χρήση. Τα πρόσωπα έκπληκτα, με θυμό, γέλιο, απόγνωση, κέφι, ειρωνεία… Συνωστισμός συναισθημάτων αφημένων στα ράφια σε μια πιθανή χώρα πατατοφάγων. Ή ένα πέρασμα ανάμεσα στα βουνά για την πολιτεία της πέτρας. Πρόσκληση στους περαστικούς να σταθούν για ένα κέρασμα στο αόρατο καφενείο. Επίκληση για την μεταμόρφωση. Εντοπίζει έναν κόσμο μαγεμένο και αποκαλύπτει με δέος την ύπαρξή του.» – Ιωάννα Μανούσακα
Βιογραφικό
Ο Παύλος Κοκορόσκος γεννήθηκε το 1972 στο χωριό Δρομίστα του ορεινού Βάλτου, ένα χωριό που την εποχή εκείνη έσφιζε από ζωή. Το σχολείο των παιδικών του χρόνων, αριθμούσε τότε 40 μαθητές. Ανάμεσά τους, ο Παύλος, διακόσμησε τις αίθουσες και τους χώρους του σχολείου του με γλυπτά, εκφράζοντας από τότε, την φυσική του έφεση προς την γλυπτική.
Την περίοδο 1992 – 1997 φεύγει για τα καράβια. Βενετία, Ανκόνα, Μπρίντιζι, Μπάρι, καθώς και τα λιμάνια της Πάτρας, Ηγουμενίτσας, Κέρκυρας, οι ενδιάμεσοι σταθμοί του.
Το 1997, επιστρέφει στη Δρομίστα και ασχολείται με την γεωργία και την κτηνοτροφία, σ ́ένα χωριό που ήδη έχει αρχίσει να ερημώνει. Σήμερα πια είναι ο μόνος κάτοικος του χωριού. Αυτοδίδακτος γλύπτης, θυμήθηκε την παλιά του έφεση προς την γλυπτική και επανήλθε δίνοντας νέα πνοή στην λαϊκή αυθόρμητη έκφρασή του. Πρώτες ύλες του η πέτρα και το ξύλο. Σύνεργά του, τα απλά γεωργικά εργαλεία, ένα τσεκούρι, ένα καλέμι, σκεπάρνι, πριόνι, ότι πετάνε πλέον οι άλλοι γι αυτόν γίνεται χρήσιμο.
Μ ́αυτά τα ταπεινά εργαλεία στον ελεύθερο χρόνο του σκαλίζει δημιουργώντας αρχέγονες μορφές, έναν ολόκληρο κόσμο που αποτελεί πλέον τη δική του συντροφιά, τη δική του μικρή κοινωνία. Μέσα από την γλυπτική γιατρεύει την μοναξιά του, “θεραπεύει την ψυχή του”, όπως λέει ο ίδιος. Γνήσιος ερημίτης, περιφέρεται σαν σκιά ανάμεσα στα χαλάσματα του άλλοτε ζωντανού και μεγάλου χωριού του, προσπαθώντας μέσα από τα σκαλίσματά του να ομορφύνει τον τόπο του, να ζωντανέψει τις μνήμες της ζωής που πέρασε κάποτε από εκεί. Μέσα από τα έργα του, τόσο αυτά που φτιάχνει στο φτωχικό εργαστήρι του, όσο κι αυτά που σκαλίζει στους δρόμους και τα έρημα σοκάκια του χωριού του, ζωντανεύουν θαρρείς, οι στρατιές των προγόνων που έζησαν κάποτε σ ́αυτό τον τόπο. Όχι σαν φαντάσματα, αλλά σαν επιτύμβια αναθήματα πάνω στις νεκρές μνήμες.
Δεν φοβάται τον θάνατο. Μόνος του σκάλισε τα γλυπτά, ακόμα και τον σταυρό που θα κοσμήσουν κάποτε την τελευταία του κατοικία. Όπως λέει κι ο ίδιος: “Σκέφτηκα και λέω, ποιος θα βρεθεί να κάνει για σένα ένα σταυρό, δεν το κάνεις καλύτερα μόνος σου…” Μπορεί τον μεγάλο λαϊκό μας καλλιτέχνη, Θεόφιλο, από την Βαρειά της Μυτιλήνης, να τον ανακάλυψε ο μεγάλος Στρατής Ελευθεριάδης Τεριάντ και να τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, ωστόσο και οι δημιουργίες του Παύλου Κοκορόσκου, αρχίζουν δειλά να ξεφεύγουν από τα στενά πλαίσια του χωριού του. Δεδομένου ότι ζει σε μια άλλη εποχή, όπου τα social media δημιουργούν άλλες δυνατότητες και προοπτικές στην επικοινωνία, ανακάλυψαν τον Παύλο, σημαντικοί μελετητές της τέχνης, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, κάνοντας αφιερώματα στον ίδιο και τη δουλειά του με κείμενα, συνεντεύξεις και βίντεο.
Ωστόσο ο ίδιος παραμένει μοναχικός και αφοσιωμένος στις μνήμες και την τέχνη του, μένοντας μακριά από κάθε διάθεση προβολής.
Η έκθεσή του στην “Ταξιδεύουσα”, αποτελεί το πρώτο του διστακτκό βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση.