Όταν η Ποίηση και η Πολιτική
λογίζονται και οι δύο ως “Τέχνες”.
Η Ποίηση ως “η ιερότερη εκδήλωση του ανθρώπου” (Μ. Αναγνωστάκης)
και η Πολιτική ως “η τέχνη του εφικτού” (Ότο Φον Μπίσμαρκ).Όταν οι Ποιητές σχολιάζουν τα της “Πολιτικής” και όταν οι Πολιτικοί επικαλούνται τους στίχους των Ποιητών.
Όταν οι Ποιητές με εργαλείο τις “Λέξεις” ερμηνεύουν, αποκαλύπτουν και κρίνουν την Εξουσία
και όταν οι Πολιτικοί με τους στίχους των Ποιητών εμπνέουν, συγκινούν και καθοδηγούν το πλήθος.
“Στίχοι που κραυγάζουν
στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένα στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.
(Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα – ποιοι σκέφτονται τις μάζες;
Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη).
Με αυτήν την απαισιόδοξη διαπίστωση ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος τον Αύγουστο του 1957 όριζε με τον ποιητικό του λόγο τις σχέσεις της Ποίησης με την Πολιτική και το ρόλο της Ποίησης στην πολιτική συνειδητοποίηση και δράση του πλήθους (μάζας). «Οι ποιητές όπως πάντα να γράφουν ωραία / ποιήματα» (Προσχέδιο Δοκιμίου Πολιτικής Αγωγής).
Ωστόσο, και παρά την μελαγχολική διαπίστωση του Τίτου Πατρίκιου οι ποιητές εξακολουθούν να γράφουν ποιήματα, να εμπνέουν τους πολιτικούς και να στοχεύουν στη «γνώση και στην αναμόρφωση του κοινού», όπως εύστοχα διακήρυξε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.Ίσως για πολλούς η Ποίηση και η Πολιτική να είναι δύο κύκλοι που ούτε τέμνονται, ούτε εφάπτονται. Κι αυτό γιατί τόσο η ποίηση όσο και η πολιτική προσεγγίζουν την αλήθεια και την ηθική με διαφορετικό τρόπο. Μόνο το “όραμα” ως μία πιθανή εκδοχή της πραγματικότητας και της ζωής μας αποτελεί το σημείο σύγκλισης των δύο αυτών κύκλων.
Όταν η πολιτική δεν είναι μόνον η “τέχνη του εφικτού” και όταν η ποίηση δεν είναι μόνον μία “ατέρμονη περιήγηση στον κόσμο των ιδεών”, τότε μπορούν και οι δύο να γονιμοποιήσουν θετικά τις διαδικασίες για έναν κόσμο καλύτερο και την προσπάθεια του ανθρώπου να τολμήσει τις αναγκαίες υπερβάσεις για την ολοκλήρωσή του.
Η λατρεία του Αρχηγού
“Τον άκουγαν, λόγους πανηγυρικούς να εκφωνεί,
αρχαϊκά δόγματα και χρησμούς να ρητορεύει,
πρωτάκουστα συνθήματα σύμπνοιας να απαγγέλλει
κι αφού του φόρεσαν δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά,
τον σήκωσαν, τον κράτησαν στους ώμους τους ψηλά και μ΄ αλαλαγμούς χαράς και θαυμασμού ιαχές
συνοδοιπόρο στους δρόμους με πυρσούς τον περιέφεραν
ρήτορα και φιλόσοφο της σκέψης τους και της ζωής τους”
(Γ. Αλεξανδρής, «Ο συνοδοιπόρος»)*.
Η παραπάνω σκηνή, όπως εύστοχα και με περισσή ποιητική ειρωνεία περιγράφεται από τον ποιητή, αποτυπώνει με ενάργεια την κενότητα και την φιλοδοξία κάποιων υποψηφίων, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζει το πλήθος. Ένα πλήθος που άκριτα και ισοπεδωτικά άλλους δοξάζει και υμνολογεί κι άλλους απορρίπτει και υβρίζει σύμφωνα με το στερεότυπο «όλοι τους ίδιοι είναι». Ο φασισμός της γενίκευσης.
Η Φιλοδοξία και η ματαιότητα της Δόξας
Ο Κ. Καβάφης με την λεπτή του ειρωνεία και τον παραινετικό του λόγο συμβουλεύει αλλά και στηλιτεύει την υπέρμετρη φιλοδοξία και κενότητα των αρχόντων. Επισημαίνει με έμφαση την ματαιότητα κάποιων πραγμάτων αλλά και τον εφήμεροχαρακτήρα και την παροδικότητα κάποιων άλλων. Η φιλοπρωτία και το πάθος για εξουσία δεν πρέπει να συνοδεύονται από την απουσία και την απώλεια κάθε ανθρωπιάς και σεβασμού στον ηττημένο άνθρωπο. Προειδοποιεί και υπενθυμίζει ότι κανένας δεν πρέπει να εθελοτυφλεί μπροστά στους συμπαντικούς νόμους και στην βαθύτερη φύση τόσο του ανθρώπου όσο και της φυσικής πραγματικότητας.
“Αν είσαι απ΄τους αληθινά εκλεκτούς,
την επικράτησί σου κύτταζε πως αποκτάς.
Όσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου
…όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,
όσα ψηφίσματα τιμητικά…
μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν,
μήτε ανώτερος –τι ανώτερος; – άνθρωπος
θα αισθανθείς,…”
(«Ο Θεόδοτος» Κ. Καβάφης).
O Πολιτικός Αμοραλισμός
Σε ένα από τα κατεξοχήν πολιτικά ποιήματα του Κ. Καβάφη, «Ας φρόντιζαν» στηλιτεύεται ο πολιτικός αμοραλισμός ενός πολίτη και η απουσία πολιτικής συνείδησης. Στο μονόλογό του κάποιο πρόσωπο εξομολογείται τον προγραμματισμό του και τις προσπάθειές του για την κατάληψη μιας θέσης στον κρατικό μηχανισμό.
Το άτομο αυτό δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να υπηρετήσει τον έναν ή τον άλλο πολιτικό με απώτατο στόχο τη βόλεψή του. Η συμπεριφορά του συνιστά μνημείο αριβισμού, τυχοδιωκτισμού και πολιτικής φαυλότητας.
“Θ΄ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα
πρώτα,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον
Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με
προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό”.
Η πολιτική ευτέλεια του υποκειμένου τον οδηγεί σε συμπεριφορές μη συμβατές με την πολιτική ηθική και τη δημοκρατία. Έτσι ο πολιτικός εκφυλισμός ενός προσώπου αντανακλά και τoν εκφυλισμό τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της δημοκρατίας. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η πλήρης απο-ενοχοποίηση του υποκειμένου και η καταγγελία του πολιτικού προσωπικού.
“Κ΄ είν΄ η συνείδησίς μου ήσυχη
Για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ΄ οι τρεις τους την Συρία
το ίδιο
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι
φταίω εγώ”.
Αυτή η αποποίηση της προσωπικής ευθύνης χαρακτηρίζει όλους εκείνους που θέτουν τη διακονία του προσωπικού τους συμφέροντος πάνω από το γενικό καλό.
Ο αδιάφορος άνθρωπος
Στην απέναντι πλευρά του αριβισμού, της πολιτικής ευτέλειας και του πολιτικού αμοραλισμού βρίσκεται ο πολιτικά αδιάφορος. Είναι ο τύπος που παρακολουθεί με απάθεια όσα συμβαίνουν γύρω του και αρκείται μόνον στην καταγγελία του συστήματος και των φορέων της.
“Στον καφενέ απ΄ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μία καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική”.
Ο χαρακτηριστικός τύπος του πολιτικά αδιάφορου πολίτη περιγράφεται με γλαφυρότητα από τον σατιρικό ποιητή Γ. Σουρή. Τονίζεται, δηλαδή, με περισσή ειρωνεία η συμπεριφορά εκείνης της ομάδας των ανθρώπων που εξαντλούνται στην απόρριψη του συστήματος και στην καθολική απαξίωση των εκφραστών της πολιτικής εξουσίας.
“Μη Πολιτική Στάση”
“Η αηδία δεν είναι στάση πολιτική
το ξέρω, το ΄χω πει τόσες φορές σε τόσους,
ποτέ δεν οδηγεί στη δράση.
Είναι όμως μια αίσθηση πραγμάτων
σου επιτρέπει με τη γεύση με τη μυρουδιά
να καταλάβεις σε ποιο σημείο βρέθηκες
πού σ΄έφεραν οι επιταγές των άλλων
κι οι αρχικές δικές σου συναινέσεις”.
(“Μη Πολιτική Στάση”).
Ο Τίτος Πατρίκιος με τους παραπάνω στίχους καυτηριάζει όσους επικαλούνται την “αηδία” για την αποχή τους από την πολιτική. Θεωρεί πως η “αηδία” είναι μία απολιτική στάσηπου επωάζει την πολιτική αδράνεια και διευκολύνει όλους εκείνους που μάχονται την αλλαγή και την πρόοδο. Όσοι νιώθουν απογοητευμένοι από την πολιτική και τους εκφραστές της δεν πρέπει να κακίζουν μόνον τους ταγούς της εξουσίας, αλλά να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν και τις δικές τους ευθύνες στο βαθμό που ανέχτηκαν ή αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τις επιλογές και τις αποφάσεις των “αρχόντων” τους.
“Οι φιλήσυχοι”
“Παίρναμε μέρος στις εκλογές αθόρυβα
και ψηφίζαμε πάντα κατά συνείδηση
το κόμμα που ήταν στην κυβέρνηση
Κανένας δε μας ενόχλησε
κανέναν δεν ενοχλήσαμε
καθαρά τα χαρτιά μας
Άμα δεν πειράξεις δε σε πειράζουν “
(Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, «Του ανταποκριτή μας»,1985).
Στην πολιτική σκηνή και στη ζωή μιας κοινωνίας δεν υπάρχουν μόνο οι αδιάφοροι που απέχουν επιδεικτικά από τα πολιτικά τεκταινόμενα με τη μορφή της αποχής που τείνει να λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, αλλά και όλοι εκείνοι που συμμετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες με «συνείδηση». Μία συνείδηση που εξαντλείται στην αποδοχή και στην ψήφιση της εκάστοτε εξουσίας.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που δεν τολμούν να αντιπαρατεθούν στο πολιτικό κατεστημένο και στα πρόσωπα που το εκφράζουν. Νομιμόφρονες και φιλήσυχοι, έως και τιποτόφρονες, νιώθουν πως πράττουν το καλύτερο τόσο για τον εαυτό τους όσο και για την κοινωνία. Είναι εκείνοι που ασπάζονται το δόγμα πως «Άμα δεν πειράξεις δε σε πειράζουν», που παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης, / για ν΄αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες».
Η Εξουσία ως εχθρός του Λαού
Σε ένα άλλο επίπεδο ο Ποιητής Μ. Κατσαρός καταγράφει την απογοήτευση αλλά ταυτόχρονα και τη διαμαρτυρία του πολίτη- ψηφοφόρου για τον τρόπο με τον οποίο οι ηγέτες του χρησιμοποιούν την εξουσία τους. Μία εξουσία που πηγάζει από τη βούληση και τη δύναμη του ψηφοφόρου. Το παράπονο του ποιητή εστιάζεται στο γεγονός πως οι άρχοντες ξεχνούν πως είναι οι «εντολοδόχοι» και όχι οι «εντολείς» σε μια δημοκρατία.
Συνιστά τον απόλυτο εκφυλισμό της δημοκρατίας όταν οι ηγέτες και οι άρχοντες του λαού χρησιμοποιούν την εξουσία τους – φανερά ή κρυφά – εναντίον του λαού επικαλούμενοι ειρωνικά το «καλό» του.
«Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
…εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου-
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες»
(«Κατά Σαδδουκαίων», Μ. Κατσαρός).
Η Αντίσταση στους κόλακες της Εξουσίας
Μπροστά σε φαινόμενα σφετερισμού της εξουσίας από τους ηγέτες ο ποιητής με εμφαντικό τρόπο προτρέπει τους πολίτες στην «αντίσταση». Μία αντίσταση όχι μόνον ενάντια στους ίδιους τους φορείς της εξουσίας,αλλά και εναντίον όλων εκείνων που λειτουργούν ως «Ηρακλειδείς» της κάθε εξουσίας. Κι αυτό γιατί οι κόλακεςκαι οι δειλοί δεν θα εκλείψουν ποτέ, αφού πάντοτε η εξουσία επωάζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο πολλοί επιβεβαιώνονται με την κολακεία και την τυφλή υποταγή τους στην εξουσία, την κάθε εξουσία.
«Αντισταθείτε…στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους»
(«Η διαθήκη μου»).
Το προσωπικό μας Χρέος
Εν τω μεταξύ δεν λείπουν κι εκείνοι οι άνθρωποι που τολμούν να αντισταθούν και να διαφοροποιηθούν από όλους εκείνους που είναι εθισμένοι στην υπακοή και στη διακονία της εξουσίας. Είναι εκείνοι που δεν παύουν να παλεύουν και να ελπίζουν την «ανάσταση» με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή, αλλά και με οποιοδήποτε κόστος προϋποθέτει για το υποκείμενο της αντίστασης.
«Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω»
(‘Κατά Σαδδουκαίων»).
Η κενότητα της λατρείας
Για να μην είμαστε, όμως, άδικοι και ισοπεδωτικοί, υπάρχουν κι εκείνοι οι υποψήφιοι που αντιστέκονται στη λατρεία του πλήθους και στην κενότητα των κριτηρίων των ψηφοφόρων. Σχετικά ο ποιητής Γ. Αλεξανδρής γράφει:
“…μα κείνος σώπαινε στην περιφορά σε πλατείες και σοκάκια
ανέκφραστα μάτια, ασάλευτα χείλη και πεπεισμένος νους
πως έχει ο χρόνος γύρισμα κι αντιγραφές η ιστορία
στη δοκιμασία του κενού και στην πλάνη της λατρείας”
(«Ο συνοδοιπόρος»).