Όταν ο Γλέζος κι ο Σάντας «έσκισαν» τον αγκυλωτό

Ήταν πρωί της 30ής Μαΐου 1941
όταν ο Μ. Γλέζος κι ο Α. Σάντας
προχώρησαν στην  πράξη αντίστασης
στην καρδιά της Αθήνας

Κατεβάσανε τη γερμανική σημαία
από τον ιστό της στην Ακρόπολη

Ήταν μια πράξη ηρωισμού, που σημάδεψε ανεξίτηλα ως πράξη ηθικού σθένους και υψηλού συμβολισμού τον αγώνα της εθνικής αντίστασης που θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια, μέχρι την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων το 1944. Στα τέλη Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης.
Δύο νεαροί φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, έβλεπαν κάθε πρωί τη σημαία με τη σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη, έμπλεοι οργής για την καταρρακωμένη εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων.

Ώσπου ένα απόγευμα, κατά τη διάρκεια του περιπάτου τους στο Ζάππειο, συνέλαβαν την ιδέα: θα κατέβαζαν από τον ιστό του Ιερού Βράχου το χιτλερικό σύμβολο. Γρήγορα άρχισαν να οργανώνουν το σχέδιό τους. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο.Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.

Το πρωί της 30ής Μαΐου 1941 ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι και ένα μαχαίρι.

Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ.

Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας. Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν έως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού.
Ήταν μια τεράστια σημαία, διαστάσεων 4×2 μ.

Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους. Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές Αρχές, πανικοβλημένες, διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.

 

Σάντας και Γλέζος το 1945

 

Μανώλης Γλέζος: «Πώς κατεβάσαμε τη σημαία; Έγινε ένα σκαρφάλωμα, αλλά δεν μπορέσαμε να την κατεβάσουμε αρχικά. Κρεμαστήκαμε μαζί με τον Λάκη, αλλά υπήρχαν τρία συρματόσχοινα που έπρεπε να κόψουμε. Τα λύσαμε. Και τότε την ταρακουνήσαμε και μετά από λίγο, έπεσε πάνω μας. Μας κουκούλωσε. Η ώρα κόντευε μία το πρωί. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας μας και το υπόλοιπο το ρίξαμε στο σπήλαιο της Αγραύλου όπως ήταν ως τότε γνωστό. Σήμερα οι αρχαιολόγοι το χαρακτηρίζουν ως Μυκηναϊκή Κρήνη.

»Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου όμως είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, “Μάνα!”. Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, “Πού ήσουν;”. Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, “Πήγαινε κοιμήσου”. Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, “Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;”. Του απαντάει, “Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη”. Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου» (από vice.com – 26/1/2017).

Λάκης Σάντας (σε κείμενο του που υπάρχει στο αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου – από rizospastis.gr): «Λύσαμε το συρματόσχοινο, συνεχίζει, και τραβήξαμε για να την κατεβάσωμε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιόμαστε και οι δυο για την κατεβάσωμε, μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε με τη σειρά να σκαρφαλώνουμε στον σιδερένιο κοντό για να τη φτάσωμε και να την κόψωμε. Μα ήταν αδύνατο να τη φτάσωμε.

Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνωμε. Να φύγωμε χωρίς τη σημαία λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε να σπάσωμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσωμε να τη σπάσωμε». Αρχισαν τότε «με χέρια και με δόντια» και σε λίγο το μισητό σύμβολο κατέβηκε. Εσκισαν τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη σημαία την έκαναν ρολό και την πέταξαν στη σπηλιά. «Ακούσαμε το γδούπο της και ησυχάσαμε».

Γλέζος και Σάντας καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.

Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μια ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά και με τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.

 

Πηγή
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Παγκόσμιες μέρες
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Παγκόσμιες μέρες