Μέρλιν Ντίτριχ: «Δόξα τω Θεώ, είμαι Βερολινέζα»

Μέρλιν Ντίτριχ: Μια ξεχωριστή προσωπικότητα,
με αντισυμβατικές επιλογές, στην τέχνη,
τη σεξουαλικότητα, αλλά και την πολιτική.

Αν δεν είχε τίποτε παραπάνω από τη φωνή της, θα μπορούσε να σου ραγίσει την καρδιά με αυτή”, έλεγε για τη Μάρλεν Ντίτριχ ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές της, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Αν και είναι αλήθεια ότι κάποια διαστήματα της καριέρας της η Ντίτριχ έκανε επιτυχία κυρίως ως τραγουδίστρια, τα ταλέντα της επεκτείνονταν πολύ παραπέρα από τη φωνή της, τόσο στη μουσική, όσο και στην υποκριτική. Ο βασικότερος λόγος όμως που άφησε το στίγμα της, κατατάσσοντάς την βάσει λίστας του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου ανάμεσα στις 25 μεγαλύτερες ντίβες στην ιστορία του σινεμά, ήταν η ξεχωριστή της προσωπικότητα, με τις αντισυμβατικές επιλογές της, στην τέχνη, τη σεξουαλικότητα, αλλά και την πολιτική.

Ήρθε στον κόσμο ως Μαρία Μαγδαληνή Ντίτριχ στις 27 Δεκέμβρη 1901, στο Σένεμπεργκ, που σήμερα αποτελεί συνοικία του Βερολίνου σε εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του πρωσικού στρατού και η μητέρα της κόρη κοσμηματοπώλη. Μετά το θάνατο του πατέρα η οικογένεια μετακόμισε στο Ντέσαου όπου ζούσε ο επίσης αξιωματικός πατριός της, Έντουαρντ φον Λος. Η ίδια και η αδερφή της έλαβαν εξαιρετική μόρφωση, με την ίδια να μιλά αγγλικά και γαλλικά στα 12 της χρόνια. Αρχικά φαινόταν πως η Μαρλέν θα ακολουθούσε καριέρα βιολίστριας. Διέκοψε ωστόσο τις σπουδές της στο Κρατικό Ωδείο της Βαϊμάρης, λόγω τενοντίνιτιδας, αν και κατά μία εκδοχή ο τραυματισμός ήταν πρόσχημα για να ασχοληθεί με την υποκριτική.

 

 

Το 1921 η Ντίτριχ γράφτηκε στη δραματική σχολή του Μαξ Ράινχαρτ και έγινε μέλος του θιάσου του. Δυο χρόνια αργότερα τράβηξε την προσοχή του Ρούντολφ Ζίμπερ, υπεύθυνου για τη διανομή ρόλων στα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο της UFA, κι έτσι η Ντίτριχ άρχισε να εμφανίζεται σε μικρούς ρόλους. Εκείνη και ο Ζίμπερτ παντρεύτηκαν ένα χρόνο μετά και απέκτησαν μια κόρη. Λίγα χρόνια μετά χώρισαν, παρότι το διαζύγιο ήρθε δεκαετίες αργότερα.

H διεθνής καθιέρωση ήρθε το 1930, με την προβολή της ταινίας “Γαλάζιος άγγελος”, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χάινριχ Μαν. Στην ταινία του Γιόζεφ Στέρνμπεργκ, τη δεύτερη ομιλούσα στο γερμανόφωνο χώρο, η Ντίτριχ υποδύεται τη Λόλα, χορεύτρια καμπαρέ που ερωτεύεται καθηγητής τοπικού γυμνασίου, που παραιτείται για να την παντρευτεί. Ο ρόλος της αρχετυπικής femme fatale συνεχίζεται και στις επόμενες ταινίες της, όπως “Μαρόκο”, “Σανγκάι Εξπρές” και “Ξανθή Αφροδίτη”, όλες πια γυρισμένες στις ΗΠΑ, καθώς η τεράστια επιτυχία του “Γαλάζιου αγγέλου” της είχε ήδη ανοίξει τις πύλες του Χόλιγουντ.

Ο υπουργός προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς προσπάθησε μάταια να προσελκύσει την Ντίτριχ πίσω στη Γερμανία, με υποσχέσεις για υψηλές αμοιβές και ελεύθερη επιλογή συνεργατών και σεναρίων στις ταινίες της. Η ίδια όχι απλά αρνήθηκε, αλλά το 1939 μετακόμισε στο Παρίσι, άλλαξε την υπηκοότητά της από γερμανική σε αμερικανική και άρχισε να βοηθάει πρόσφυγες από τη Γερμανία όπως και εξόριστους καλλιτέχνες.

 

 

Στη διάρκεια του πολέμου, δεν έκρυβε την περιφρόνησή της για τους ναζί και το Χίτλερ, τον οποίο σε συνέντευξή της χαρακτήρισε “ηλίθιο”. Αποφασισμένη να συμβάλλει έμπρακτα στην πολεμική προσπάθεια για την ήττα του φασισμού, άρχισε να εμφανίζεται ως τραγουδίστρια για την εμψύχωση των αμερικανικών στρατευμάτων, έχοντας την επιθυμία να είναι μαζί τους κατά την προέλαση προς τη Γερμανία. Παραλίγο μάλιστα να συλληφθεί ως αιχμάλωτη στη διάρκεια της επίθεσης των Αρδενών.

Στην περιοχή του Στόλμπεργκ, κοντά στο Άαχεν, μια Γερμανίδα την αναγνώρισε και προς έκπληξη της Ντίτριχ την καλωσόρισε με χαρά, ενώ στη συνέχεια μαζεύτηκαν γυναίκες να την καλωσορίσουν με κέικ, το “νοστιμότερο γεύμα της ζωής της”, όπως το περιέγραφε η ίδια αργότερα.

Το καλοκαίρι του 1945 η Ντίτριχ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, την ώρα που τα σοβιετικά στρατεύματα εντόπισαν τη μητέρα της Ντίτριχ στο Βερολίνο και ενημέρωσαν τις αμερικανικές αρχές. Έτσι έγινε εφικτό η Ντίτριχ να της μιλήσει μετά από καιρό μέσω στρατιωτικού ασυρμάτου αρχικά και λίγες εβδομάδες αργότερα να την ξαναδεί κοντά. Η μητέρα της, που είχε ορκιστεί να ζήσει παραπάνω χρόνια από το Χίτλερ, έφυγε από τη ζωή λίγο καιρό μετά, το Νοέμβρη του 1945.

 

 

Τα επόμενα χρόνια η Ντίτριχ κέρδισε μια σειρά διακρίσεις για τη δράση της στον πόλεμο, κυρίως στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ενώ στη Δυτική Γερμανία τα συναισθήματα απέναντί της ήταν ανάμεικτα. Η ίδια επισκέφτηκε τη γενέτειρά της μια φορά μετά τον πόλεμο, το 1960, όπου έγινε δεκτή τόσο από ενθουσιασμένα πλήθη, όσο και από διαδηλωτές με πανό “Marlene Go home”, που τη θεωρούσαν “προδότρια”. Έκτοτε, δεν επέστρεψε ποτέ, ενώ το 2001 ο δήμος του Βερολίνου εξέδωσε δημόσια απολογία για το περιστατικό. “Η Αμερική με πήρε στην αγκαλιά της όταν πια δεν είχα πατρίδα που να αξίζει το όνομά της, αλλά στην καρδιά μου είμαι Γερμανίδα – Γερμανίδα στην ψυχή”, περιέγραφε η ίδια αργότερα την αμφίθυμη σχέση της με τη χώρα καταγωγής της και τη δεύτερη πατρίδα της.

Μετά τον πόλεμο, συνέχισε την καριέρα της στη μεγάλη οθόνη, αλλά και σε σκηνές κλαμπ, όπου εμφανιζόταν ως τα 73 της χρόνια. Τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση ήταν στο πλευρό του Ντέιβιντα Μπόουι στην ταινία “Απλά ζιγκόλο”, ενώ έδωσε συνέντευξη, χωρίς να εμφανίζεται στην οθόνη στα πλαίσια του βιογραφικού ντοκιμαντέρ “Μαρλέν” το 1987. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της «Δόξα τω Θεώ, είμαι Βερολινέζα».

 

 

Καθιέρωσε ένα ανδρόγυνο στιλ με παντελόνια που επηρέασε τη μόδα της εποχής, κι ενισχύονταν από τις φήμες για μια εξαιρετικά έντονη αμφιφυλοφιλική ερωτική ζωή. Οι κατακτήσεις της, επιβεβαιωμένες και μη, φέρονται να περιλάμβαναν τη Γκρέτα Γκάρμπο. την Εντίθ Πιάφ, το Φρανκ Σινάτρα, το Τζον Κένεντ, το Τζωρτζ Μπέρναρ Σω, τον Κερκ Ντάγκλας και το Γιουλ Μπρίνερ.

Η Ντίτριχ έφυγε από τη ζωή στις 6 Μάη 1992 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, επισήμως από καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια, ωστόσο σύμφωνα με τη γραμματέα της αυτοκτόνησε με υπνωτικά χάπια μετά το δεύτερο εγκεφαλικό της. Η κηδεία της έγινε στο Παρίσι και στη συνέχεια το σώμα της τάφηκε στο κοιμητήριο του Σένεμπεργκ στο Βερολίνο, πλάι στον τάφο της μητέρας της.

 


AgrinioStories