Νίκος Μαμαγκάκης: «Έχω ζήσει τρομερά πράγματα»

Νίκος Μαμαγκάκης:

«Είμαι από την Κρήτη
και έχω ζήσει τρομερά πράγματα»

Βιογραφικό

Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Ωδείο Αθηνών και εν συνεχεία από το 1957 μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου δίπλα στους Καρλ Ορφ και Γκέντσμερ.

Οι αρχικές του αναζητήσεις αφορούσαν στην ανανέωση του ηχοχρώματος και τις δομικές και ρυθμικές σχέσεις που βασίζονται σε αριθμητικές αναλογίες, τόσο με βάση τα δυτικά πρότυπα, όσο και με αναφορές στη δημοτική μας μουσική, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του. Συνέπεια αυτής της αναζήτησης ήταν η χρήση στα έργα του διαφόρων δημοτικών οργάνων (κρητική λύρα, σαντούρι, κ.ά.) ή αντίθετα η χρήση και μόνο της ηχητικότητάς τους χωρίς αυτά καθ’ εαυτά τα όργανα.

Από τα γνωστότερα έργα του είναι: Αναρχία για κρουστά και ορχήστρα, Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, Παραστάσεις για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, Μουσική για τέσσερις πρωταγωνιστές, Κασσάνδρα, Ερωτόκριτος, μουσική για τον Πλούτο του Αριστοφάνη, Τριττύς, Τετρακτύς, Εγκώμιο στο Ν. Σκαλκώτα και πρόσφατα, η σύγχρονη όπερα Οδύσσεια (βασισμένη στο ομώνυμο έπος του Νίκου Καζαντζάκη. Έγραψε μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο, όπως: Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης (όλες του Ντίνου Δημόπουλου), Λούφα και παραλλαγή, Άρπα-κόλλα, Βίος και Πολιτεία (του Νίκου Περάκη), Η λεωφόρος του μίσους (του Νίκου Φώσκολου) και πολλά άλλα. Τον Απρίλιο 1997 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το τρίπρακτο λυρικό έργο του «Όπερα των σκιών» (εμπνευσμένο από το θέατρο σκιών) σε λιμπρέτο του Νάσου Θεοφίλου.

Σε πρώτο πρόσωπο

Νίκος Μαμαγκάκης:
“Η ζωή δεν είναι μόνο καθωσπρεπισμός. Είναι απ’ όλα”

Αυτή είναι μια σπάνια συνέντευξή του.

— Πως αποτιμάτε αυτήν τη μεγάλη σας πορεία στη μουσική;

Το να γεννηθείς στην Ελλάδα και να προσπαθήσεις να κάνεις καριέρα -γιατί καριέρα είναι είτε το θέλουμε είτε όχι- ως συνθέτης, ο βιοπορισμός μας και η ζωή μας, είναι μεγάλη φενάκη. Ένα μεγάλο τόλμημα γιατί είμαστε μια μικρή χώρα που δεν μπορεί να θρέψει έναν δημιουργό που θέλει να σεβαστεί τα πράγματα και να κάνει μόνο αυτό που του είναι από το Θεό δοσμένο. Να χρειάζεται, αντί να είσαι μουσικός αποκλειστικά, να αντιπαρέρχεσαι δέκα άλλα επαγγέλματα για να ζήσεις. Κάτι που σε κάνει ακόμα πιο συμβατό με το περιβάλλον. Ο φίλος μου ο Μάνος Χατζιδάκις αντιπαρήρθε μύρια όσα για να κερδίσει λεφτά…

 

 

— Εννοείτε τα τραγούδια που το έκαναν διάσημο και ακόμα ακούμε ;

Εννοώ χυδαίες ταινίες οι οποίες δεν βλέπονται Ο Χατζιδάκις έκανε πολλά που δεν ήταν στο ύψος του. Το ύψος ενός εστέτ ο οποίος ήταν ο Μάνος. Ένας αθεράπευτα τελειομανής!

Η ζωή δεν είναι μόνο καθωσπρεπισμός. Είναι απ’ όλα, είναι και χυδαιότητα. Φτάνει να είναι στη σωστή δόση. Αυτό είναι νομίζω το ζητούμενο της ζωής. Αν δεν το παραδεχτείς, είσαι καταδικασμένος.

— Και αθεράπευτα μπον βιβέρ επίσης. Κάπως έπρεπε να πληρώσει το λογαριασμό…

Ναι, ήταν ένας μανιακός της σπατάλης, είχε μια χαλαρή σχέση με τα λεφτά. Βγαίναμε δέκα άνθρωποι και εννοούσε να πληρώσει για όλους. Αλλά αυτός ήταν και αν τον ξεχώριζες από αυτά, θα ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Αλλά για να γυρίσουμε σ’ αυτά που λέγαμε, για το αν θέλεις να είσαι συνθέτης στον τόπο αυτό, εγώ γύρισα από την Ευρώπη από δική μου επιλογή. Είπα, δεν θέλω λεφτά, εδώ μ’ αρέσει να ζω, και τυραννίστηκα πολύ και τυραννιέμαι ακόμα. Ύστερα από τόσα χρόνια προσπαθώ να βγάλω όλο μου το έργο με δικά μου έξοδα, κάτι που ελπίζω μέχρι τέλους αυτού του χρόνου να το έχω ολοκληρώσει.

 

 

— Επανακυκλοφορείτε ολόκληρο το έργο σας;

Ασχολούμαι με την αναβίωση του τα τελευταία οκτώ χρόνια. Καινούργιες ενορχηστρώσεις και ηχογραφήσεις ενώ παράλληλα κάθισα και έγραψα άλλα πενήντα καινούργια. Κολοσσιαίο έργο! Όλα μόνος μου. Έγινα ηχολήπτης για να τα ηχογραφήσω ο ίδιος, έμαθα σκληρά προγράμματα, γιατί έπρεπε να λάβω υπ’ όψιν μου την τεχνολογία, επεξεργάστηκα το photo shop και έκανα μόνος τα εξώφυλλα.

— Ήθελα να σας πω, ότι από παιδί με στοιχειώνουν οι μουσικές της «Εκδρομής» και της «Παρένθεσης» του Τάκη Κανελλόπουλου…

Ο Κανελλόπουλος ήταν ιδιάζουσα περίπτωση, φανατικά ιδιάζουσα. Αψηφούσε κανόνες και όρους κινηματογραφικούς. Του έδωσα καταρχήν την μουσική της «Εκδρομής» την οποία κατασπατάλησε. Δεν υπήρχαν λεφτά για ορχήστρα κι έβαλα μια κιθάρα να παίζει. Ε, αυτή η κιθάρα έπαιξε τον ρόλο της! Ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα. Είχα διαφωνήσει μαζί του, αλλά όταν το είδα το έργο στο τέλος, έπαψα να έχω οποιεσδήποτε επιφυλάξεις.

 

 

— Με την «Εκδρομή» σας βραβεύσαν πάντως.

Δεν συνεπάγεται τίποτα. Έχεις μια βασική συνισταμένη να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Οι θέσεις για μένα ήταν λάθος. Όμως υπάρχουν λάθη που λειτουργούν. Υπάρχουν πράγματα που απεχθάνομαι, που λέω «αδύνατον» και μετά στο τέλος διαψεύδομαι.

— Ίσως χάρη στο ιδιαίτερο ταλέντο του σκηνοθέτη. Τον εκτιμούσατε τον Κανελλόπουλο;

Η αξία και το ταλέντο του Κανελλόπουλου ήταν ακριβώς αυτή η μονομανία του, το «δαιμόνιο». Όπως όταν λέμε ότι ο Σωκράτης είχε «δαιμόνιο» και εννοούμε το θέμα της δημιουργίας, αυτό που σε κάνει να δημιουργείς πράγματα που ένας πρακτικοποιημένος άνθρωπος, δεν διανοείται ότι θα κάνει.

— Για τον Νίκο Κούνδουρο με τον οποίο συνεργαστήκατε στο «Μπορντέλο», τι έχετε να πείτε;

Ο Κούνδουρος δεν έχει καμία σχέση ή μάλλον έχει μια δική του σχέση με τη μουσική. Είναι πολύ συγκεντρωτικός αλλά είχα βρει έναν τρόπο να το πείθω ότι αυτό που ήθελα ήταν και ακριβώς το ίδιο μ’ αυτό που ήθελε κι εκείνος…(γέλια)

— Για ποιες από τις ταινίες σας είστε πραγματικά υπερήφανος;

Τις ταινίες της Γερμανίας. Το περίφημο «Heimat» που είναι το μεγαλύτερο φιλμ για την ανθρώπινη φυλή. Μου έδωσαν απόλυτη ελευθερία να κάνω ο,τι θέλω. Ήταν για την τηλεόραση σε τρία μέρη. Εγώ έκανα τα δυόμισι. Το τελευταίο έμεινε κολοβό. Πενήντα έξι ώρες, μια παγκόσμια επιτυχία. Το πρώτο μέρος που είναι και το καλύτερο διάρκειας δεκαέξι ωρών, παιζόταν σε μεγάλους κινηματογράφους σε διάφορες μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο σε συνέχειες.

— Ποια ήταν η σχέση σας με το θέατρο;

Όχι πολύ καλή. Δεν ήμουν ποτέ καλός θεατρικός μουσικός. Αντιλήφθηκα σύντομα ότι οι σκηνοθέτες καταρχήν δεν έχουν ιδέα από μουσική. Ζητάνε πράγματα γελοία χωρίς να σε αφήνουν να κάνεις κι αυτό που θέλεις. Κάθεσαι και ιδροκοπάς για κάτι που δεν είναι συμβατό με σένα. Έτσι προτίμησα να κάνω δικό μου θέατρο κι έγραψα τις έξι όπερες μου όπου έδωσα όλη μου την ζωτικότητα.

— Μα περάσατε από το ζεύγος Παξινού-Μινωτή…

Ναι, με τη «Θυσία του Αβραάμ». Έγραψα ένα περίφημο μοιρολόι. Ήμουν νέος ακόμα τότε.

— Καμία παράσταση δεν σας ικανοποίησε;

Ο «Κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ αμέσως μετά την μεταπολίτευση στο Ηρώδειο με φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όχι διασκευή της μουσικής του Πάουλ Ντεσάου, αλλά δική μου γραμμένη με μεγάλη και διεξοδική εμβρίθεια.

— Στα πρώτα σας βήματα συνδεθήκατε με ρεμπέτες…

Ναι, ήταν αμέσως μετά την Κατοχή το ’48 – ’49. Είχα έρθει από την Κρήτη, σπούδαζα στο ωδείο και για χαρτζιλίκι έγραφα τις μελωδίες τους για να τις καταθέσουν στην λογοκρισία. Δίπλα τους έμαθα πολλά.

 

 

— Με ποιους συνεργαστήκατε;

Με όλους, κι αγαπηθήκαμε πολύ. Ήταν ένα μπουκέτο ανθρώπων που ήταν άγιοι! Αρχάγγελοι της μουσικής αυτού του είδους που καλλιέργησαν, γι’ αυτό επιβιώνουν ακόμα και σήμερα τα τραγούδια τους και μας συγκινούν. Εγώ όταν ακούω ένα τους τραγούδι, παλαβώνω.

— Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε «εθνική κληρονομιά»;

Σαφώς. Όχι μόνο κληρονομιά, έσωσαν τον ελληνισμό δύο φορές. Μια το ’22 με την προσφυγιά και μια δεύτερη στον Εμφύλιο. Τρομακτικό πράγμα.

— Εννοείτε ότι εξύψωσαν ψυχικά έναν λαό;

Γιάνανε ανθρώπινες πληγές. Η ατμόσφαιρα εκείνο τον καιρό ήταν διάχυτη από τις επιτυχίες των ρεμπέτικων. Ακουγόντουσαν από τα πικ απ σε όλα τα καφενεία και τα μαγαζιά. Επειδή ο αδελφός μου ήταν στη Μακρόνησο η ασφάλεια δεν μ’ άφηνε σε χλωρό κλαρί. Με είχαν από πίσω όπου πήγαινα, και μια μέρα που τους ξέφυγα με κυνήγησαν κι όταν μ’ έπιασαν είδα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την απόφαση για την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Ήταν τόσο διάχυτη η ατμόσφαιρα από τα ρεμπέτικα, που το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» λες και ήταν ειδικά καμωμένο για την μουσική υπόκρουση των σκληρών γεγονότων.

— Συνδεθήκατε και με τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη ;

Υπήρξαν φίλοι μου και οι δύο. Ο Βαμβακάρης με γνώρισε στον Χατζιδάκι. Δούλεψα και με τον Χιώτη. Ιδιοφυής μουσικός και καθόλα κύριος. Τυραννισμένο παιδί, του σκότωσαν τον πατέρα μπροστά στα μάτια του. Επειδή ήξερα μουσική, όλοι προσπαθούσαν να με απορροφήσουν στον χώρο τους.

— Με την Μπέλλου πως συνδεθήκατε;

Της έκανα τις ενορχηστρώσεις για τέσσερεις δίσκους της. Και ένα τραγούδι, που έγινε επιτυχία «Κτυπάει η καμπάνα». Αυτή έλεγε ότι της έγραψα δύο, αλλά δεν το θυμάμαι…

— Πώς είναι δυνατόν να μην θυμάστε;

Πριν πέντε χρόνια με επισκέφτηκε ένας παλιός ρεμπέτης ο Κώστας Καπλάνης, αυτός που έγραψε το «Μινόρε της Αυγής». Έλειπε χρόνια στην Αμερική και ήρθε να με δει με τον ρεμπετολόγο Τσεκούρα, ο οποίος οργάνωνε το αρχείο του και βρήκε τραγούδια με το όνομα μου που τα είχα πληρωθεί τότε 25 δραχμές. Δεν το θυμόμουν!

— Είπατε ότι έγραψε το «Μινόρε της αυγής» ο Καπλάνης;

Ναι, δεν ήθελε να του το βγάλει η εταιρία που το είχε πάει και ο στιχουργός τους αφού το διόρθωσε, ανέλαβε ο Περιστέρης την ενορχήστρωση, κι εντέλει καταχωρήθηκε σ’ αυτούς.

— Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι πραγματικοί δημιουργοί είναι άλλοι από αυτούς που ξέρουμε;

Λένε για σπουδαίο στιχουργό που σήκωσε ολόκληρη την τσάντα της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου.

— Βρεθήκατε στη Γερμανία ακριβώς μετά τον πόλεμο. Πως νοιώθατε ως Κρητικός που το νησί σας υπέστη τα πάνδεινα;

Ήμουν τόσο φανατισμένος να μάθω που δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Πήραμε υποτροφία τρεις: ο Θεοδωράκης, ο Κουνάδης κι εγώ. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα δεν υπήρχαν καν συγγράμματα για την μουσική. Εκτός από ένα για την αρμονία γραμμένο από τον Μανόλη Καλομοίρη και τον Φιλοποιμήν Οικονομίδη. Πήγαινα στη βιβλιοθήκη της Ανωτάτης Μουσικής Ακαδημίας του Μονάχου που φοιτούσα και έπαιρνα βιβλία και τα έβαζα κάτω και τα ρουφούσα.

— Τεράστια εμπειρία σε σχέση με την Ελλάδα που αφήσατε πίσω.

Παρακολουθούσα τα πάντα. Καταρχήν σπούδασα δίπλα στον Καρλ Όρφ, έναν από τους σπουδαιότερους μουσικούς και θεατρανθρώπους του αιώνα. Ο,τι ήταν η πορεία μου εκεί, ήταν εκείνος ο άνθρωπος. Την πίκρα για την συμπεριφορά τους στην Κρήτη στην Κατοχή την είχα πάντα, αλλά η Γερμανία παράλληλα υπήρξε η τροφός μου.

— Έχετε μια ιδιαίτερη σχέση με την λογοτεχνία, και ιδιαίτερα με την ποίηση.

Από παιδί ακόμα, στις πρώτες μου απόπειρες να γράψω τραγούδια, έβρισκα από ένα Χριστιανικό περιοδικό που διάβαζε η μητέρα μου, ποιήματα της Χαράς Κρίσπου. Αυτή η καημένη ήταν ερωτιάρα κι έγραψε ένα ποίημα προς τον Χριστό το οποίο ήταν εντελώς ερωτικό, και το μελοποίησα. Δεν ήμουν πάνω από δεκατεσσάρων και θυμάμαι το βάσανο μου να τραγουδήσω τους στίχους με έναν τρόπο φυσικό. Αυτό είναι το μέλημα μου και σήμερα.

— Εν τέλει μελοποιήσατε σχεδόν όλους τους σημαντικούς Έλληνες ποιητές.

Δεν είχα μελοποιήσει μέχρι τώρα τον καρδιακό μου φίλο Ελύτη. Τώρα τελειώνω το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Του το χρώσταγα χάρη. Επίσης μόλις ολοκλήρωσα το εγκώμιο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, δώδεκα τραγούδια εκ των οποίων τα έξι ορχηστρικά. Διαβάζω εγώ τέσσερα διηγήματα του και ερμηνεύουν η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, η Ειρήνη Δερέμπεϊ, κι ο Αλέξανδρος Καψοκαμβιάδης. Πρώτη φορά γίνεται μουσική μνεία στον Παπαδιαμάντη, και χρειάστηκε σκληρή δουλειά για να βρεθεί ο τρόπος να αποδώσω το έργο του. Τα τελευταία χρόνια όλο μου το μέλημα είναι η λογοτεχνία. Έχω μελοποιήσει όλο το σημαντικό γραπτό λόγο του Κρητικού θεάτρου: Ερωτόκριτος, Ερωφίλη, Θυσία του Αβραάμ, την Κρητική επανάσταση μέσα από το τραγούδι του Δασκαλογιάννη όπως την απέδωσε ο Παντζελιός, Πρεβελάκη, και την Οδύσσεια του Καζαντζάκη που την έχω κυκλοφορήσει και αποσύρει τρεις φορές. Τώρα ολοκληρώνω την τελευταία βερσιόν. Μισός αιώνας ζωής.

— Τι σας έλκει στην λογοτεχνία;

Ο λόγος. Έχω γράψει πολύ αυτόνομη μουσική. Αλλά αυτό που με γοητεύει και με ταλανίζει είναι ο ελληνικός λόγος, τόσο ο νέος όσο και ο αρχαίος. Γιατί έχω κάνει και τα ποιήματα της Σαπφούς, και το «Άσμα ασμάτων» του Σολομόντα στην μετάφραση των εβδομήκοντα. Και τέλος Καραγκιόζη με την «Όπερα των σκιών», παραγγελία του Μεγάρου το 1997.

— Είναι ενδιαφέρον ότι μετά από τα λαϊκά σουξέ σε ταινίες της Βουγιουκλάκη, μεταπηδήσατε στην μεγάλη ποίηση.

Η ζωή δεν είναι μόνο καθωσπρεπισμός. Είναι απ’ όλα, είναι και χυδαιότητα. Φτάνει να είναι στη σωστή δόση. Αυτό είναι νομίζω το ζητούμενο της ζωής. Αν δεν το παραδεχτείς, είσαι καταδικασμένος.

— Σήμερα, λέτε, ακόμα συνθέτετε. Υπάρχει ακόμα έμπνευση; Δεν φοβάστε την επανάληψη;

Αυτό που λες είναι πολύ σημαντικό. Αν το φοβόμουν, δεν θα το έκανα. Είμαι στοιχειωδώς έξυπνος και πονηρός -παιδί της Κατοχής γαρ. Προσέχω αφάνταστα. Αν μου τραγουδήσω καλά το παίρνω, αν όχι, δεν το παίρνω. Αν φανταστώ ότι κάπου άπτεται, δεν το θέλω καθόλου! Να σκοτωθώ καλύτερα.

— Από όλη αυτή τη δουλειά πάνω σε ποιήματα, ποιά θεωρείτε ότι πέρασαν στο πλατύ κοινό;

Καταρχάς το «Κέντρο Διερχομένων» του Ιωάννου που ήταν μεγάλη επιτυχία. Η πρώτη δουλειά της Αρβανιτάκη με την οποία δουλέψαμε ένα χρόνο για να βγει. Μετά ο Ερωτόκριτος που τον έχω δουλέψει σε αναρίθμητες βερσιόν. Μια μπαλάντα που τραγούδησε η Ζαβιτσιάνου και ο Κατράκης σε μια εκδοχή θεατρική για πέντε όργανα και τρεις φωνές, μια άλλη για παράσταση του ΚΘΒΕ, ένα μπαλέτο στο Ηρώδειο με τις μετατροπές του Γιάννη Χρίστου σε χορογραφία της Ραλλού Μανού παραγγελία του Φεστιβάλ Αθήνων, μια όπερα για μικρή ορχήστρα που παίχτηκε στο Ηράκλειο, στη Σητεία και στη Ρωμαϊκή αγορά, μια άλλη εξελιγμένη της προηγούμενης κατά τη διάρκεια ενός παγκόσμιου συνέδριου στη Σητεία μόλις πρόπερσι. Με απασχολεί πολύ ο Ερωτόκριτος.

 

 

— Τώρα καθώς επανακυκλοφορείτε όλο σας το έργο, ουσιαστικά αρχειοθετείτε τη δουλειά μιας ζωής.

Είχα σε εκκρεμότητα αυτή την αναβίωση χωρίς να υπολογίζω σε υλικά οφέλη. Έδωσα όλα μου τα χρήματα με σκοπό να κυκλοφορήσουν αυτά τα πράγματα. Μου έρχονται τέτοια μηνύματα από τους ανθρώπους που είναι ισότιμα της οποιαδήποτε εμπορικής επιτυχίας. Είναι η μεγαλύτερη μου ικανοποίηση.

— Αυτή η άρρηκτη σχέση σας με τη λογοτεχνία, είναι κάτι το πολύ ιδιαίτερο για μουσικό για τα ελληνικά δεδομένα…

Μουσική και λόγος ήταν κάποτε μαζί. Όλος ο αρχαίος λόγος τραγουδιόταν. Οι άνθρωποι μιλούσαν τραγουδιστά ή ρυθμοποιημένα. Αυτό είναι σίγουρο. Αυτό εμένα με ταλαιπωρεί πολύ. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Θέλει αίμα για να τα κάνεις.

— Ποιοι ερμηνευτές απέδωσαν ιδανικά τα τραγούδια σας;

Η Μπέλλου ήταν μια σπουδαία περίπτωση. Λένε ότι το πιο πετυχημένο μου τραγούδι είναι το «Σ’αγαπώ, σ’ αγαπώ» με την Τζένη Βάνου και το «Σκληρό μου αγόρι» με την Πόπη Αστεριάδη. Ο Πουλόπουλος έχει επίσης τραγουδήσει πολλά μου τραγούδια. Ένας τραγουδιστής μεταξύ Καζαντζίδη και Μπιθικότση αλλά πολύ πιο συγκροτημένος από τους δύο. Τα εικοσιτέσσερα ποιήματα του Καβάφη τα ερμήνευσε ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος ο σημαντικότερος βαρύτονος του αιώνα μας. Και φυσικά η Σαβίνα Γιαννάτου, η πιο ιδιόμορφη φωνή του καιρού μας.

— Η ιδιωτική τηλεόραση δεν προβάλει τίποτα από όλα αυτά.

Δεν προβάλει τίποτα! Ούτε μια συναυλία σοβαρής μουσικής. Έχουν πέσει μόνο στην ευκολία, στο εύκολο χρήμα. Στα σελοφάν, στα λέιζερ και στα πορνό. Τα βίντεοκλιπ είναι καθαρό πορνό. Το μόνο που δεν δείχνουν είναι τα γεννητικά όργανα, αλλά σύντομα θα γίνει και αυτό ώστε να ανέβει η τηλεθέαση.

— Έχει εθνική ταυτότητα η μουσική σας; Είναι ελληνοκεντρική;

Η μουσική δεν πρέπει να έχει ταυτότητα. Ωστόσο απηχεί αυτό που είμαι. Είμαι από την Κρήτη και έχω ζήσει τρομερά πράγματα.

— Αυτό δεν εννοούμε με «ταυτότητα»; Ο Πιατζόλα ας πούμε, δεν είναι ο συνθέτης του Μπουένος Άϊρες;

Χωρίς το ταγκό τι θα ήταν; Κι εγώ χωρίς το ζεϊμπέκικο δεν είμαι τίποτα.

— Έχετε πίκρες ή παράπονα από την πορεία σας;

Υπάρχει κανείς που να μην έχει πικρίες; Εμένα με ενδιαφέρει να ολοκληρώσω το έργο μου. Την «Οδύσσεια» του Ομήρου που δουλεύω πολλά χρόνια πάνω σε μετάφραση του Γιώργη Ψυχουντάκη, ενός σχεδόν αγράμματου ανθρώπου από την Ασή Γωνιά της Κρήτης που την μετέφρασε θεϊκά, όλη σε ομοιοκαταληξία κι όταν τη διαβάζεις πελαγώνεις. Και το «Ρεμπετόριο» που αποτελείται από έντεκα κομμάτια σόλο κιθάρα, αφιερωμένα στους φίλους μου ρεμπέτες και κιθαρίστες – μπουζουξήδες Χιώτη, Τατασόπουλο (τον επονομαζόμενο Ντίλιγκερ, του οποίου ο γιός Νίκος είναι δύο φορές καλύτερος από τον πατέρα του), Στεργίου (τον μυθικό Μπέμπη), Σπόρο, Λεμονόπουλο και Μιχάλη Κατσαρό που πέθανε στα 114 του.

— Τι θα θέλατε να ξαναδείτε από όλα σας τα έργα;

Την «Όπερα των σκιών».

 

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό ένθετο της Ελευθεροτυπίας, Βιβλιοθήκη στις 22 Ιανουαρίου του 2011
Χρήστος Παρίδης – 24.7.2017 | Αναδημοσίευση από LIFO

AgrinioStories