Μνήμη χρονολογίου της 23ης Οκτωβρίου


. agriniostories

Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»

| 23 Οκτωβρίου 2024 |

Είναι η 297η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 69 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:42 – Δύση ήλιου: 18:36 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 55 λεπτά
🌗  Σελήνη 21.2 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αβέρκιο και Αβερκία

Γεγονότα

 

42 π.Χ. – Διεξάγεται η δεύτερη Μάχη των Φιλίππων ανάμεσα στους στρατούς του Βρούτου από τη μία πλευρά και των Μάρκου Αντωνίου και Οκταβιανού από την άλλη. Ο Βρούτος, ο εκ των δολοφόνων του Ιουλίου Καίσαρα, ηττάται και αυτοκτονεί.

Είκοσι ημέρες μετά την πρώτη μάχη των Φιλλίπων (3 Οκτωβρίου), ο Βρούτος αντιμετώπισε στον ίδιο χώρο τις σαφώς υπέρτερες δυνάμεις των αντιπάλων του, που είχαν ενισχυθεί και με τους άνδρες του Κάσσιου. Ο Βρούτος ηττήθηκε κατά κράτος και αυτοκτόνησε με τη σειρά του. Λίγο προτού πεθάνει, γεμάτος απογοήτευση, είχε αναφωνήσει ελληνιστί το Ευριπίδειο φθέγμα: «Ω τλήμον αρετή, λόγος άρ’ ήσθα, εγώ δε / ως λόγον ήσκουν· συ δ’ άρα εδούλευες τύχη» («Ω, ταλαίπωρη Αρετή, λόγια μόνο είσαι, εγώ όμως πίστεψα σε σένα και με έργα σε υπηρέτησα, ενώ εσύ υπηρετούσες την τύχη»).

Η μάχη των Φιλίππων άλλαξε την πορεία του αρχαίου κόσμου. Νικητής στη στρατιωτική σύγκρουση αναδείχθηκε ο Μάρκος Αντώνιος, αλλά την ουσιαστική νίκη, την πολιτική, θα την κερδίσει ο Οκταβιανός, ο οποίος θα γίνει ο πρώτος αυτοκράτορας στη Ρώμη, θέτοντας τέλος στη δημοκρατία. Αν είχαν νικήσει οι Κάσσιος και Βρούτος, τα πράγματα ίσως να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά και να μην είχε ιδρυθεί η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Πρόσφατα, η καθηγήτρια αρχαιολογίας Όλγα Παλαγγιά υποστήριξε ότι το ταφικό μνημείο της Αμφίπολης είναι ρωμαϊκό και ότι μέσα σ’ αυτό ενδέχεται να είναι θαμμένοι νεκροί από τη Μάχη των Φιλίππων («Αυγή», 16/9/2014).

 

1942 – Η δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν πραγματοποιήθηκε μεταξύ 23 Οκτωβρίου και 5 Νοεμβρίου 1942, στην τοποθεσία Ελ Αλαμέιν, δυτικά της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Η μάχη υπήρξε σημείο καμπής των επιχειρήσεων του Άξονα και σήμανε την έναρξη της υποχώρησης των ιταλογερμανικών δυνάμεων στο βορειοαφρικανικό μέτωπο. Η επιτυχία των συμμαχικών δυνάμεων στη μάχη απέτρεψε οριστικά το ενδεχόμενο απώλειας της στρατηγικής σημασίας διώρυγας του Σουέζ και των πετρελαιοπαραγωγικών περιοχών της Μέσης Ανατολής.

Μετά την πρώτη μάχη του Ελ Αλαμέιν, η προέλαση των δυνάμεων του Άξονα ανακόπηκε και δημιουργήθηκε στασιμότητα στο μέτωπο. Αμέσως μετά ο Άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ ανέλαβε τη διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων και οργάνωσε την αντεπίθεση που θα οδηγήσει στην οριστική υποχώρηση του εχθρού. Το σχέδιο των Συμμάχων απέβλεπε στην εξαπάτηση του εχθρού σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις τους και στη συντριβή του αντιπάλου με επιθετικές ενέργειες στην τοποθεσία Ελ Αλαμέιν. Την επιχείρηση ανέλαβε η 8η βρετανική Στρατιά, υπό τον ίδιο τον Μοντγκόμερι, αποτελούμενη από το 30ό Σώμα Στρατού στον βόρειο τομέα και το 13ο Σώμα Στρατού στον νότιο τομέα.

Το σχέδιο των επιχειρήσεων των Γερμανών προέβλεπε άμυνα στην κατεχόμενη τοποθεσία Ελ Αλαμέιν, με ιδιαίτερη βαρύτητα στον βόρειο τομέα. Οι δυνάμεις του Άξονα διέθεταν στην περιοχή υπό τον στρατηγό Έρβιν Ρόμελ, το 21ο Σώμα Στρατού στον βόρειο τομέα και το 10ο στον νότιο τομέα.
Η συμμαχική επίθεση εκδηλώθηκε στις 22.00 το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου 1942. Η αντίσταση των γερμανοϊταλικών στρατευμάτων ήταν ιδιαίτερα σθεναρή, αποτρέποντας τη δυνατότητα στους Συμμάχους να διασπάσουν την αμυντική τους γραμμή.

Τη νύχτα της 2ης προς 3ης Νοεμβρίου δημιουργήθηκε ρήγμα στον βόρειο τομέα και στον νότιο στις 3 Νοεμβρίου. Από την επόμενη μέρα, άρχισε η καταδίωξη των υποχωρούντων δυνάμεων του Άξονα. Οι ιταλικές μεραρχίες, εγκαταλελειμμένες στην έρημο χωρίς εφόδια και τροφή, είτε διαλύθηκαν είτε παραδόθηκαν στους Συμμάχους. Τα γερμανικά στρατεύματα συνέχισαν να υποχωρούν, εγκαταλείποντας την Κυρηναϊκή και τελικά εγκαταστάθηκαν στη γραμμή Μπάρετ στην Τυνησία.

Στις επιχειρήσεις συμμετείχε και τμήμα του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος της Μέσης Ανατολής με την 1η Ταξιαρχία υπό τον συνταγματάρχη Παυσανία Κατσώτα, η οποία υπαγόταν στη βρετανική 50ή Μεραρχία. Από τις 19 ως τις 23 Οκτωβρίου συμμετείχε σε εικονικές επιθέσεις στον νότιο τομέα, εντεταγμένες στο σχέδιο παραπλάνησης του αντιπάλου. Επίσης, εκτέλεσε πολλές περιπολίες και νυχτερινές επιχειρήσεις προξενώντας σημαντικές απώλειες στον εχθρό.

Το διάστημα 23 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου εκτέλεσε πολλές επιδρομές εναντίον των εχθρικών γραμμών. Μετά την έναρξη της γερμανικής υποχώρησης, η 1η ελληνική Ταξιαρχία ανέλαβε την καταδίωξη του εχθρού στον τομέα της, προελαύνοντας σε βάθος 100 χιλιομέτρων. Η μάχη του Ελ Αλαμέιν υπήρξε η πρώτη αποφασιστική νίκη των Συμμάχων και σημείωσε την αρχή της απομάκρυνσης των δυνάμεων του Άξονα από τη Βόρεια Αφρική.

Οι απώλειες των Συμμάχων ανήλθαν σε 3.500 νεκρούς και 10.000 τραυματίες. Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ανήλθαν σε 6 αξιωματικούς και 83 οπλίτες νεκρούς και 26 αξιωματικούς και 202 οπλίτες τραυματίες. Επειδή η νίκη αυτή συνδέθηκε με το όνομα του Αγίου Μηνά, παραχωρήθηκε από τους Συμμάχους στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος όπου βρίσκονταν τα ερείπια αρχαίου Ναού του για επανοικοδόμηση του Ναού.

 

1956 – Αρχίζει η αντικομουνιστική εξέγερση στην Ουγγαρία. Θα κατασταλεί από τα σοβιετικά τανκς στις 4 Νοεμβρίου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 την Ουγγαρία κυβερνούσε το Εργατικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα με τις πλάτες του Κόκκινου Στρατού, που στάθμευε στη χώρα από το Σεπτέμβριο του 1944. Δεν ήταν ιδιαίτερα καταπιεστικό, όπως άλλα αδελφά κόμματα, αλλά είχε κακές επιδόσεις στον οικονομικό τομέα. Το κομμουνιστικό στρατόπεδο ζούσε, άλλωστε, την εποχή της αποσταλινοποίησης.

Ο ξεσηκωμός των κατοίκων της Βουδαπέστης ξεκίνησε στις 23 Οκτωβρίου 1956. Δειλά – δειλά με οικονομικά αιτήματα, στη συνέχεια με εκκλήσεις για πολιτικές ελευθερίες. Μπροστάρηδες τέθηκαν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου της Βουδαπέστης, που ζητούσαν την εφαρμογή του αληθινού σοσιαλισμού. Ακολούθησαν εργάτες και αγρότες.

Πολύ σύντομα, το κίνημα γιγαντώθηκε, σε σημείο που η κομμουνιστική κυβέρνηση του Ιμρε Νάγκυ να ταχθεί αλληλέγγυα με τους εξεγερμένους. Μάλιστα, την 1η Νοεμβρίου ο ίδιος ο Νάγκυ εξέφρασε την πρόθεσή του να αποσύρει τη χώρα από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος εκδηλώθηκε πραξικόπημα υπό τον Γιάννος Καντάρ, ο οποίος στις 3 Νοεμβρίου ζήτησε τη βοήθεια των σοβιετικών για την καταστολή της εξέγερσης. Το αίτημά του έγινε αμέσως δεκτό από τον ηγέτη του ΚΚΣΕ, Νικήτα Κρούστσεφ, καθώς έλυσε τα χέρια του Κόκκινου Στρατού, που μέχρι εκείνη την στιγμή εμφανίζετο ιδιαίτερα διστακτικός να αναλάβει δράση. Πρεσβευτής της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία ήταν ο Γιούρι Αντρόπωφ, ο προτελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, πριν από την κατάρρευσή της το 1991.

Τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου, 2.000 σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στη Βουδαπέστη και κατέπνιξαν με αιματηρό τρόπο την επανάσταση. 2.500 Ούγγροι σκοτώθηκαν στις άγριες οδομαχίες της Βουδαπέστης, από τους οποίους οι 450 εκτελέσθηκαν στις δίκες που ακολούθησαν. Ανάμεσά τους και ο πρωθυπουργός της εξέγερσης Ιμρε Νάγκυ για αντεπαναστική συμπεριφορά. Οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού ανήλθαν σε 700 άνδρες. 12.000 Ούγγροι φυλακίστηκαν ως αντεπαναστάτες από το κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ 200.000 πήραν το δρόμο της εξορίας.

Η επίσημη εκδοχή των γεγονότων έκανε λόγο για φασιστική και καπιταλιστική παλινόρθωση. Αναρχικοί, σοσιαλδημοκράτες, ακόμη και ακροδεξιοί διεκδίκησαν την επανάσταση για λογαριασμό τους.

Η αντίδραση της Δύσης στην ουγγρική εξέγερση υπήρξε χλιαρή. Ο ΟΗΕ κάλεσε τη Σοβιετική Ένωση να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ουγγαρία. Ο αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ απέρριψε εισηγήσεις για δυναμική επέμβαση στο πρότυπο του Κορεατικού Πολέμου και αρκέστηκε σε φραστική καταδίκη και οικονομικές κυρώσεις.

Η σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία προκάλεσε δυσεπίλυτα προβλήματα στα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα. Η κριτική κατά του σοβιετικού καθεστώτος εντάθηκε στους κόλπους τους, με αποτέλεσμα να κάνουν την εμφάνιση τους οι πρώτες ανανεωτικές φράξιες.

Καταδικαστικοί της σοβιετικής επέμβασης ήταν και πολλοί διανοούμενοι, γνωστοί για τους δεσμούς τους με την Αριστερά. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης επιβεβαιώθηκε όταν χαρακτήριζε τον υπαρκτό σοσιαλισμό, γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Ο γάλλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ έγραψε μια ανοικτή επιστολή καταδίκης με τίτλο «Το αίμα των Ούγγρων», καταδικάζοντας την έλλειψη δράσης της Δύσης. Ακόμη και ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ, δεδηλωμένος κομμουνιστής τότε, άσκησε δριμεία κριτική στους σοβιετικούς με το άρθρο του «Το φάντασμα του Στάλιν».

Σήμερα, η Ουγγρική Επανάσταση είναι μια μακρινή ανάμνηση. Η χώρα των Μαγυάρων έχει απαλλαγεί από τον κομμουνισμό και είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Γεννήσεις

 

1919 – Μανώλης Ανδρόνικος. Επιφανής έλληνας αρχαιολόγος, γνωστός για την ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της Βεργίνας το 1977.

Ο Μανόλης Ανδρόνικος γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1919 στην Προύσα της Μικράς Ασίας και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1936-1940) και αναγορεύτηκε διδάκτορας της ίδιας Σχολής το 1952 με τη μελέτη του «Ο Πλάτων και η Τέχνη».
Το 1941 υπηρέτησε ως καθηγητής στο Διδυμότειχο, αλλά σύντομα διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου έλαβε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Άξονα. Μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως φιλόλογος στα εκπαιδευτήρια θηλέων της Αγλαΐας Σχινά στη Θεσσαλονίκη και το 1949 διορίστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Τη διετία 1954-1955 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Οξφόρδη, δίπλα στον διάσημο καθηγητή Τζον Μπίζλεϊ, που θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής αγγειογραφίας.

Το 1957 εκλέχτηκε υφηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με τη διατριβή «Λακωνικά Ανάγλυφα», το 1961 καθηγητής της κλασικής Αρχαιολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο, όπου εργάστηκε έως το 1983.

Η ανασκαφική του δραστηριότητα απλώθηκε σε αρκετές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας (Βέροια, Κιλκίς, Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη), αλλά το κύριο ανασκαφικό έργο του εντοπίζεται στη Βεργίνα, όπου εργάστηκε ως βοηθός του δασκάλου του Κωνσταντίνου Ρωμαίου (1938-1940), ενώ από το 1952 πραγματοποίησε τις δικές του έρευνες. Οι πολύχρονες και συστηματικές ανασκαφές του στη Μεγάλη Τούμπα τον οδήγησε το 1977 στην αποκάλυψη των βασιλικών τάφων της Μακεδονίας, με τα αμύθητα ευρήματα και στην αποκάλυψη πιθανότατα του τάφου του Φιλίππου Β’.

Εκτός από την αρχαιολογική και πανεπιστημιακή του δραστηριότητα, ο Μανόλης Ανδρόνικος ασχολήθηκε με θέματα παιδείας, λογοτεχνίας και τέχνης και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες, τα περισσότερα από τα οποία είναι συγκεντρωμένα σε δύο τόμους («Παιδεία ή Υπνοπαιδεία» και «Ιστορία και Ποίηση»). Το συγγραφικό του έργο σε θέματα αρχαιολογίας περιλαμβάνει πολυάριθμες δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και σε αυτοτελείς τόμους. Έχει διδάξει και δώσει πολλές διαλέξεις σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής.

Υπήρξε ισόβιος εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, τακτικός εταίρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, της AICA (Διεθνής Ένωση Τεχνοκριτών), της «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης, του «Explorer’s Club» της Νέας Υόρκης, επίτιμος εταίρος της Ισπανικής Εταιρείας Κλασικών Σπουδών Pastor και της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Λονδίνου. Διετέλεσε πρόεδρος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1974-1975) και αντιπρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

Το 1980 η Ακαδημία Αθηνών τον εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος της και το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο «Ολυμπία» του Ιδρύματος Ωνάση. Το 1992 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος συνέβαλε πολλαπλώς στο έργο του ως πρωθυπουργός τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν νυμφευμένος με τη φιλόλογο Ολυμπία Κακουλίδου. Μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, πέθανε στις 30 Μαρτίου 1992, σε ηλικία 73 ετών.

 

1925 – Μάνος Χατζιδάκις. Η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας, ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.

Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν.

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.

Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.

Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.

Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη. Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντούσαν Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.

Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.

Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό. Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.

Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής. Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς. Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.

Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά. Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.

Διαβάστε στο link που ακολουθεί:
Μάνος Χατζιδάκις: «Πουλώ λαχεία στον ουρανό»

 

1940 – Παντελής Βούλγαρης. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 1940. Μετά τις σπουδές του στον κινηματογράφο στην Σχολή Κινηματογράφου Τηλεόρασης Λ. Σταυράκου εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης σε πλήθος παραγωγών.

Ο Παντελής Βούλγαρης έχει διακριθεί και βραβευθεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου. Από το 2015 είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Άνδρου.

1965, Ο ΚΛΕΦΤΗΣ, μικρού μήκους. 1966, Ο ΤΖΙΜΗΣ Ο ΤΙΓΡΗΣ μικρού μήκους – Βραβείο στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Βραβείο των Ελλήνων Κριτικών Κινηματογράφου, Κρατικό βραβείο (Υπουργείο Βιομηχανίας), Ειδικό βραβείο για τον ηθοποιό Σπύρο Καλογήρου, Βραβείο Special TOURS (Γαλλία), Συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Μόντρεαλ και στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Syracuse των ΗΠΑ. 1969, Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΓΩΝ, ντοκυμαντέρ Βραβείο στο Φεστιβάλ Σύγχρονου Κινηματογράφου, Ειδικές προβολές στο Μουσείο του ανθρώπου (Γαλλία). 1972, ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη, β’ γυναικείου ρόλου, β΄ανδρικού ρόλου Φεστιβάλ του Βερολίνου: FIPRESCI, Βραβεία Otto-Dibelius and OCIC, Συμμετείχε στα Κινηματογραφικά Φεστιβάλ του Λονδίνου, Βελιγραδίου, Λος Άντζελες, και Νέας Υόρκης. 1973, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ. 1976, HAPPY DAY Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη, καλύτερης μουσικής, πέντε ειδικά βραβεία για τους ηθοποιούς, βραβείο καλύτερου ήχου, βραβείο των κριτικών κινηματογράφου. 1980, ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. 1982, Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ, σειρά για την ελληνική τηλεόραση. 1985, ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ερμηνείας α΄ Γυναικείου Ρόλου, Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Ειδική Μνεία καλύτερης Γυναικείας ερμηνείας, Φεστιβάλ Βενετίας, Βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και καλύτερης μουσικής, Φεστιβάλ Valencia. 1988, Η ΦAΝΕΛΛA ΜΕ ΤΟ ΕΝΝΙA. 1991, ΗΣΥΧΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Μνεία από τη Film Festival’s International Protestant Film Jury, Επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα ως καλύτερη ταινία για τα European Film Awards. 1995, ΑΚΡΟΠΟΛ. 1998, ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ Κρατικά βραβεία ΥΠΠΟ 1998: Βραβείο καλύτερης ερμηνείας α’ ανδρικού ρόλου (Γιώργος Αρμένης), Καλύτερου Μακιγιάζ. 2004, ΝΥΦΕΣ Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Αφιέρωμα στον Ελληνικό Κινηματογράφο, Στρασβούργο, 2006

 

Θάνατοι

 

1921 – Τζον Μπόιντ Ντάνλοπ. Ήταν Σκωτσέζος εφευρέτης. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της εταιρείας ελαστικών που έφερε το όνομά του, Dunlop Pneumatic Tire Company. Γεννήθηκε σε ένα αγρόκτημα στο Dreghorn, του North Ayrshire, και σπούδασε κτηνίατρος στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, ένα επάγγελμα που εξάσκησε για σχεδόν δέκα χρόνια. Ίδρυσε την Κτηνιατρική Κλινική Downe, στο Downpatrick, με τον αδελφό του James Dunlop, πριν μεταβεί για την πρακτική του, στο Μπέλφαστ. Ήταν ένας καλός φίλος της βασίλισσας Βικτωρίας.

Το 1887, ανέπτυξε το πρώτο πνευματικό ή φουσκωτών ελαστικών τρίκυκλο ποδήλατο του γιου του, δοκιμάστηκε, και κατοχυρώθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 7 Δεκεμβρίου 1888. Το πρώτο ελαστικό με αέρα είχε εφευρεθεί το 1845 από το Σκώτο μηχανικό τρένων Ρ.Β. Τόμπσον. Η εφεύρεσή του ξεχάστηκε μετά το θάνατο του, το 1873.

Το ελαστικό του Τόμπον ήταν απλούστατο. Ένα κομμάτι λάστιχο καλυμμένο από πανί και προσαρμοσμένο στην εξωτερική περιφέρεια ενός ξύλινου τροχού. Το 1887, ο γιος του Ντάνλοπ, ο δεκάχρονος Τζων, ζήτησε από τον πατέρα του «περισσότερο γρήγορο και άνετο το τρίκυκλο του». Ο πατέρας ανταποκρίθηκε στο αίτημα του γιου με τον καλύτερο τρόπο: προσάρμοσε στο τρίκυκλο ποδήλατο του γιου, τρεις τροχούς με ξύλινη περίμετρο και γύρω-γύρω υφασμάτινο υλικό, ενισχυμένο με τμήματα ελαστικού. Από τους τροχούς αυτούς προήλθε ο τροχός «mummy», που διήνυσε 2.000 μίλια χωρίς να παρουσιάσει το παραμικρό πρόβλημα.

Το 1889, ο Β. Χιουμ, ένας νέος φιλόδοξος ποδηλάτης μετείχε στους αγώνες ποδηλασίας, στο Κουίν Κόλετζ Σπορς του Μπέλφαστ με ποδήλατο που διέθετε τροχούς του Ντάνλοπ. Οι θεατές γέλασαν με τα «περίεργα» ελαστικά, αλλά ο Χιουμ γέλασε τελευταίος και καλύτερα απ’ όλους: κατατρόπωσε τους πάντες. Από το σημείο αυτό και πέρα τα πράγματα εξελίχτηκαν γρήγορα. Στις 7 Δεκεμβρίου 1889, το πρώτο εργοστάσιο ελαστικών Ντάνλοπ εγκαινιάζεται στο Δουβλίνο.

Η ανάπτυξη του ελαστικού με αέρα, της Dunlop, έφτασε σε μια κρίσιμη στιγμή για την ανάπτυξη των οδικών μεταφορών. Η εμπορική παραγωγή άρχισε στα τέλη του 1890 στο Μπέλφαστ. Την ευρεσιτεχνία του, Dunlop, την αγόρασε ο William Harvey du Cros, με αντάλλαγμα 1.500 μετοχές στην προκύπτουσα εταιρεία και στο τέλος δεν έκανε μεγάλη περιουσία από την εφεύρεσή του. Ο Dunlop πέθανε στο Δουβλίνο, και είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Deans Grange.

 

1959 – Γιώργος Μπουζιάνης. Γεννήθηκε το 1885 στην Αθήνα και μεγάλωσε στη γειτονιά της Νεάπολης. Ο πατέρας του Γιώργου Μπουζιάνη ήταν έμπορος κρασιών και δημητριακών με καταγωγή από τα Μπουζιανέικα της Τρίπολης και η μητέρα του Χρυσάνθη, το γένος Προκοπίου, ήταν αθηναϊκής καταγωγής.

Ο Μπουζιάνης σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) από το 1897 μέχρι το 1906 με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Όττο Ζάιτζ (Otto Seitz)

Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής,κυρίως της γυναικείας φιγούρας, και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Οι Γερμανοί τεχνοκριτικοί δέχθηκαν θετικά τα νέα έργα του καλλιτέχνη και το 1924 έκλεισε συμβόλαιο με την γκαλερί Μπάρχφελντ. Το 1927 έγινε στο Κέμνιτς μεγάλη έκθεση έργων του στο μουσείο της πόλης. Κατόπιν, με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929 έως 1932.

Λόγω της οικονομικής κρίσης που είχε χτυπήσει την Ευρώπη, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Μόναχο. Όμως, με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τη Γερμανία, για να επιστρέψει τελικά το 1934 στην Ελλάδα.[5] Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, μεσολάβησε για να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο διορισμός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, προς μεγάλη απογοήτευση του Μπουζιάνη. Επιπλέον, ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος αντιμετώπισε αρχικά τον ζωγράφο με αδιαφορία έως εχθρότητα.

Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για τον ζωγράφο. Μόνο το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», το φιλότεχνο κοινό άρχισε να μιλά και πάλι με ενθουσιώδη λόγια για το ύφος και την τεχνοτροπία του Μπουζιάνη. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, λαμβάνοντας μέρος – μεταξύ άλλων- το 1950 στην Μπιεννάλε της Βενετίας.

Το 1956 του απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Γκούγκενχάιμ.[4] Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ). Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985 , και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.

 

1983 – Δήμος Σταρένιος – Αιγυπτιώτης ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Η κινηματογραφική ατάκα του «Μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Σαν φίλοι ήρθανε» έμεινε ιστορική…

Ο Δήμος (Δημήτρης) Σταρένιος γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1909 στο Κάιρο. Το 1932 ήρθε στην Ελλάδα και γράφτηκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως εξαιρετικό ταλέντο. Τον επόμενο χρόνο έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο με τον θίασο της Αλίκης (Θεοδωρίδου) στην κομεντί του Μπέρνσταϊν Ευτυχία.

Το ταλέντο του αναγνωρίσθηκε αμέσως και το γεγονός αυτό του άνοιξε το δρόμο για να συνεργασθεί με σχεδόν όλους τους μεγάλους ηθοποιούς της ελληνικής σκηνής (Κατερίνα, Μελίνα Μερκούρη, Τίτο Βανδή, Αλέκο Αλεξανδράκη, Λάμπρο Κωνσταντάρα, Βίλμα Κύρου, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρη Χορν κ.ά.).
Στα χρόνια της Κατοχής δραστηριοποιήθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ και μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε πιστός στην Αριστερά. Το 1945 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του εαμικού θιάσου Ενωμένοι Καλλιτέχνες (μαζί με τους Αιμίλιο Βεάκη, Λυκούργο Καλλέργη, Νάσο Κεδράκα, Θόδωρο Μορίδη, Τίτο Βανδή, Αλέξη Δαμιανό, Αλέκα Παΐζη) και υπέστη διώξεις.

Το 1943 έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, κρατώντας ένα μικρό ρόλο στη δραματική ταινία του Γιάννη Χριστοδούλου Μάγια η Τσιγγάνα. Ακολούθησαν συμμετοχές σε πλήθος ταινιών, ανάμεσά τους και διεθνείς παραγωγές (Λέων της Σπάρτης, Αμέρικα Αμέρικα, Ποτέ την Κυριακή, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Ο Τεν Τεν και το Χρυσόμαλλο Δέρας κ.ά.). Στη μεγάλη οθόνη ενσάρκωσε κυρίως ρόλους προδότη, τοκογλύφου και μισάνθρωπου. Ιστορική έμεινε η ατάκα του «Μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Σαν φίλοι ήρθανε» στο πολεμικό δράμα του Ντίμη Δαδήρα Η Χαραυγή της Νίκης, παραγωγής 1971.

Τη δεκαετία του ’70 εμφανίσθηκε και στην τηλεόραση, με κορυφαία στιγμή τη συμμετοχή του στο σήριαλ του Βασίλη Γεωργιάδη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται στο ρόλο του γερο-Λαδά. Τον ίδιο ρόλο είχε ερμηνεύσει τόσο στη θεατρική (με τον θίασο του Μάνου Κατράκη το1956), όσο και στην κινηματογραφική μεταφορά (του Ζιλ Ντασέν το1957) του αριστουργήματος του Νίκου Καζαντζάκη.

Ο Δήμος Σταρένιος αποσύρθηκε από το θεατρικό σανίδι το 1977, λόγω βαριάς αγγειοπάθειας. Πέθανε στις 23 Οκτωβρίου του 1983, σε ηλικία 74 ετών. Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Νίνα Βαρβέρη (1910-1988) και δεν απέκτησαν παιδιά.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia