Μνήμη χρονολογίου της 23ης Δεκεμβρίου


.

Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»

23 Δεκεμβρίου 2024

Είναι η 358η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 8 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:38 – Δύση ήλιου: 17:10 – Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 32 λεπτά
🌗  Σελήνη 22.6 ημερών

Χρόνια πολλά στον Νήφωνα


Γεγονότα

 

962 – Ο βυζαντινός στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς συντρίβει τους Άραβες στο Χαλέπι της Συρίας.  Ο σπουδαίος Βυζαντινός στρατηγός (και μετέπειτα αυτοκράτωρ) Νικηφόρος Φωκάς ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς το 961 και μετά επέστρεψε στα ανατολικά σύνορα (δεδομένου ότι επισήμως ήταν Δομέστικος των Σχολών της Ανατολής). Ο μεγάλος αντίπαλος των Βυζαντινών στην περιοχή ήταν ο εμίρης του Χαλεπίου Σαΐφ αλ-Ντάουλα(1), της αραβικής δυναστείας των Χαμδανιδών. Ο Αλ-Ντάουλα είχε ήδη υποστεί μια οδυνηρή ήττα από τον Λέοντα Φωκά, αδερφό του Νικηφόρου, στα στενά της Ανδρασσού, επιστρέφοντας από μια ληστρική επιδρομή στη Μικρά Ασία.
Γενικά ο Αλ-Ντάουλα είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα και οι Βυζαντινοί ήθελαν να τον τιμωρήσουν, σε μια εποχή που η στρατιωτική ισχύς του Βυζαντίου είχε αρχίσει να ανακάμπτει. Ο Νικηφόρος Φωκάς έκανε μια πρώτη εκστρατεία στις αρχές του 962 κατά την οποία κατέλαβε σχετικά εύκολα την πόλη Ανάζαρβο (που για λίγο, παλιότερα, είχε μετονομασθεί σε «Ιουστινόπολις»), μια από τις μεγάλες αραβικές παραμεθόριες πόλεις. Επίσης κατέλαβε και λεηλάτησε περίπου 40 φρούρια και μικρότερες πόλεις εκεί γύρω. Μετά γύρισε στην Κωνσταντινούπολη για το Πάσχα. Λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, επέστρεψε στα νοτιοανατολικά σύνορα με ένα μεγάλο στρατό αιφνιδιάζοντας τους Άραβες που δεν περίμεναν και δεύτερη επίθεση τόσο σύντομα.

Ο Βυζαντινός στρατός προήλασε και κατέλαβε το Μαράς, το Σίσιον, την Δολίχη και το Μανμπίτζ (αρχ. Ιεράπολις Βαμβύκη στη ΒΑ Συρία), εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των περασμάτων του Αντιταύρου. Ο Νικηφόρος Φωκάς εισέβαλε αποφασιστικά στη Συρία. Ένας από τους αξιωματικούς υπό της διαταγές του ήταν ο ανιψιός του Ιωάννης Τσιμισκής που αργότερα έγινε κι αυτός αυτοκράτορας. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστειλε τον στρατό του υπό τον Μαμελούκο Νατζά για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Ο Φωκάς χώρισε το στράτευμά του σε δύο τμήματα, ένα από τα οποία υπό τον Ιωάννη Τσιμισκή απώθησε τον Νατζά. Ο Φωκάς συνέχισε την πορεία του προς νότο και εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά από το Χαλέπι στα μέσα Δεκεμβρίου. Ο Σαΐφ Αλ-Ντάουλα είχε αποχωρήσει νωρίτερα από την πόλη δηλώνοντας ότι πηγαίνει να μαζέψει στρατό και θα επιστρέψει. Οι κάτοικοι της πόλης παρασυρμένοι από παλιές ιστορίες ηρωικών νικών του Ισλάμ εναντίον των Χριστιανών, βγήκαν αφελώς από τα τείχη της πόλης για να κατατροπώσουν τον Βυζαντινό στρατό, και συνετρίβησαν. Οι εναπομείναντες υποχώρησαν πίσω από τα τείχη της πόλης που τέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας.
Οι στρατιώτες του Φωκά είχαν την ευκαιρία να λαφυραγωγήσουν το πολυτελέστατο παλάτι του Αλ-Ντάουλα που ήταν εκτός των τειχών. Πήραν ακόμα και τη χρυσή στέγη του κτιρίου, αφού το κατέστρεψαν. Η πόλη του Χαλεπίου χωρίς ηγεσία και χωρίς τακτικό στρατό υπέκυψε μετά από λίγες μέρες, στις 23 Δεκεμβρίου. Επακολούθησε μεγάλη σφαγή. Οι σφαγιασθέντες σύμφωνα με (όχι πολύ αξιόπιστες) αραβικές πηγές ήταν 150.000. Πρωταγωνιστές της σφαγής ήταν 1200 Βυζαντινοί αιχμάλωτοι που ήταν στην πόλη και απελευθερώθηκαν από τους νικητές. Η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς, μαζί με τα τείχη της. Μετά από 9 μέρες, ο Φωκάς αποφάσισε να αποχωρήσει από το Χαλέπι χωρίς να εκπορθήσει την ακρόπολη της πόλης, για την οποία δεν υπήρχε λόγος να σπαταλήσει δυνάμεις και χρόνο, αφενός επειδή δεν θα υπήρχαν πολλά για λαφυραγώγηση και αφετέρου επειδή δεν είχε ούτως ή άλλως την πρόθεση να αφήσει στο Χαλέπι στρατιωτική δύναμη και να το κάνει μόνιμη Βυζαντινή κτήση. Ο Βυζαντινός στρατός πήρε λάφυρα εκατοντάδες σάκκους με χρυσά νομίσματα, 390.000 ασημένια δηνάρια, 300 αραβικά άλογα, 2.000 καμήλες και 1.400 μουλάρια. Και επίσης 10.000 αιχμαλώτους. Ο Φωκάς επέστρεψε την επόμενη χρονιά στην περιοχή, ως αυτοκράτωρ πλέον, και συνέχισε με την κατάκτηση της Μοψουεστίας και της Ταρσού

 

1924 – Η κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου συνάπτει σύμβαση με την αμερικανική εταιρία ΟΥΛΕΝ για την ύδρευση της Αθήνας. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη λήξη του Εθνικού Διχασμού, η υδροδότηση της Αθήνας αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Οι ραγδαίες αλλαγές, τις οποίες προκάλεσαν στη χώρα οι συνέπειες του Μικρασιατικού πολέμου, ανέδειξαν την ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές της χώρας. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, για παράδειγμα, ξεπέρασε, με την έλευση των προσφύγων, το 1.000.000 κατοίκους και, φυσικά, δεν μπορούσε πλέον να υδρεύεται με το χρονολογούμενο από τους ρωμαϊκούς χρόνους, Αδριάνειο Υδραγωγείο.
Η λύση έρχεται στις 23 Δεκεμβρίου 1924, με την υπογραφή της Σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ΟΥΛΕΝ (ULEN) και της Τράπεζας Αθηνών, όπου και ξεκινά περί το 1925 η κατασκευή των πρώτων σύγχρονων έργων ύδρευσης στην περιοχή της πρωτεύουσας. Η ανάθεση περιλαμβάνει την κατασκευή του φράγματος, μια τεχνητή λίμνη, έναν αγωγό 21.500 μ. καθώς και αντλιοστάσιο. Η ΟΥΛΕΝ, επίσης, αναλάμβανε τη συντήρηση και εκμετάλλευση των έργων ύδρευσης Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων. Η Βουλή των Ελλήνων εγκρίνει το μεγαλόπνοο έργο και συνάμα αποφασίζει την ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Ύδρευσης (ΕΕΥ), ρόλος της οποίας είναι η επίβλεψη της κατασκευής καθώς και η παροχή ύδρευσης για την Αθήνα και άλλες πόλεις.
Tο κόστος τέθηκε σύντομα εκτός προϋπολογισμού και καθώς η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος αδυνατούσε να το χρηματοδοτήσει, το ελληνικό δημόσιο συνήψε δάνειο 10.000.000 δολαρίων με την κατασκευάστρια εταιρεία. Υπό την εποπτεία της ΕΕΥ, δημιουργήθηκε έτσι μια κοινοπραξία μεταξύ της ΟΥΛΕΝ, της Τράπεζας των Αθηνών και του ελληνικού δημοσίου.

 

1933 – Στη Γερμανία, σε θάνατο καταδικάζεται ο ολλανδός αναρχοκομμουνιστής Μαρίνους Βαν Ντε Λούμπε, που είχε κατηγορηθεί για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (Βουλή). Στις 27 Φεβρουαρίου 1933, λίγες μέρες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, μια μεγάλη πυρκαϊά ξέσπασε στο κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου στο Βερολίνο και κατέστρεψε μεγάλο μέρος του εσωτερικού του. Μέσα στο φλεγόμενο κτίριο η αστυνομία συνέλαβε τον Λούμπε σε άθλια κατάσταση. Ώρες αργότερα και μετά από φρικτά βασανιστήρια ομολόγησε ότι αυτός έβαλε τη φωτιά στο κτίριο, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την άνοδο των Ναζί στην εξουσία και να προκαλέσει κοινωνική εξέγερση για την ανατροπή τους. Το ίδιο βράδυ το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας τέθηκε εκτός νόμου και 1.500 κομμουνιστές συνελήφθησαν.
Τον Δεκέμβριο του 1933 ο αναρχοκομμουνιστής Λούμπε οδηγήθηκε σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και του εμπρησμού. Συγκατηγορούμενοί του ήταν τέσσερις «ορθόδοξοι» κομμουνιστές: Ο γερμανός Ερνστ Τόγκλερ και οι Βούλγαροι Μπλαγκόι Ποπώφ, Βασίλι Τάνεφ και ο πιο γνωστός όλων Γκιόργκι Ντιμιτρόφ, μετέπειτα γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Οι τέσσερις αθωώθηκαν και ο Λούμπε καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η ποινή του εκτελέστηκε δια καρατομήσεως στις 10 Ιανουαρίου 1934 στις φυλακές της Λειψίας. Οι κομμουνιστές δεν τον συγχώρησαν ποτέ. Τον χαρακτήρισαν ψευτοκομμουνιστή και όργανο του Χίτλερ.
Μετά την πτώση του Χίτλερ έγιναν πολλές προσπάθειες στα γερμανικά δικαστήρια για την αναψηλάφηση της δίκης του από τον αδελφό του Γιαν βαν Ντερ Λούμπε και γερμανούς νομικούς. Οι προσπάθειες τους ευοδώθηκαν στις 10 Ιανουαρίου 2008, όταν το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καρλσρούης ανέτρεψε τη δικαστική απόφαση του 1934, με βάση νόμο του 1998, για την αποκατάσταση ανθρώπων που καταδικάσθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς.

 

1972 – Ανακαλύπτονται 16 επιζήσαντες, 70 ημέρες μετά τη συντριβή αεροσκάφους στην ορεινή περιοχή των Άνδεων. Αποκαλύπτεται ότι διατηρήθηκαν στη ζωή τρεφόμενοι με τις σάρκες των νεκρών συνεπιβατών τους. Στις 12 Δεκεμβρίου, δύο από τους επιζήσαντες, ο Νάντο Παράδο και ο Ρομπέρτο Κανέσα, αποφάσισαν να ξεκινήσουν μία απέλπιδα πορεία προς το άγνωστο.

Μετά από δεκαήμερη πεζοπορία, για καλή τους τύχη βρέθηκε στο δρόμο τους ένας ορεσίβιος μεταφορέας, ονόματι Σέρχιο Καταλάν, ο οποίος τους περιέθαλψε και ειδοποίησε τις αρχές, οι οποίες είχαν διακόψει τις έρευνες.

Μέχρι 23 Δεκεμβρίου 1972 και οι υπόλοιποι 14 διασωθέντες του αεροπορικού δυστυχήματος είχαν μεταφερθεί σώοι και ασφαλείς στο Μοντεβιδέο. Το αεροπορικό δυστύχημα των Άνδεων και η οδύσσεια των διασωθέντων ενέπνευσε τη συγγραφή βιβλίων, ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, ακόμη και μιούζικαλ.

Διαβάστε περισσότερα στο link που ακολουθεί:
Οι επιζήσαντες | «Κάναμε ό,τι κάναμε για να επιζήσουμε»

 

1975 – Αρχίζει τη δράση της η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη». Δολοφονεί στο Ψυχικό τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα Ρίτσαρντ Γουέλς. Την νύχτα της 23 Δεκεμβρίου μια ομάδα πέντε ατόμων που επέβαιναν σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο μάρκας Σίμκα, τον ακολούθησε στο σπίτι του ενώ επέστρεφε από ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι. Ένας από αυτούς τον πυροβόλησε με ένα πιστόλι διαμετρήματος 0,45 ιντσών, σχεδόν εξ επαφής, σκοτώνοντάς τον, ενώ δύο άλλα άτομα ακινητοποίησαν την γυναίκα και τον οδηγό του. Αργότερα η 17 Νοέμβρη έστειλε μία σύντομη προκήρυξη στη γαλλική εφημερίδα Libération η οποία έγραφε ότι παρακολουθούσαν τις κινήσεις του από το καλοκαίρι του 1975.
Ο Γουέλς ήταν ο πρώτος εν ενεργεία πράκτορας της CIA που δολοφονήθηκε από τρομοκρατική οργάνωση. Με προεδρικό διάταγμα του Τζέραλντ Φορντ ο Γουέλς ενταφιάστηκε στο Εθνικό Νεκροταφείο Άρλινγκτον, στη Βιρτζίνια. Η δολοφονία του Γουέλς συνέβαλε στην ψήφιση νόμου στις Ηνωμένες Πολιτείες ο οποίος απαγορεύει τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των πρακτόρων των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Το 2002, την εποχή της εξάρθρωσης της 17 Νοέμβρη, ο νοσοκομειακός υπάλληλος Παύλος Σερίφης ομολόγησε ότι είχε συμμετάσχει στη δολοφονία του Γουέλς μαζί με τον φερόμενο ως εγκέφαλο της οργάνωσης, Αλέξανδρο Γιωτόπουλο. Κανείς δεν δικάστηκε για τη δολοφονία του Γουέλς, καθώς είχαν περάσει παραπάνω από 20 χρόνια από την τέλεση του εγκλήματος και είχε παραγραφεί. Ο Γιωτόπουλος καταδικάστηκε το 2003 σε ισόβια φυλάκιση ως ηθικός αυτουργός σε σειρά από δολοφονίες, βομβιστικές επιθέσεις και ληστείες τραπεζών από το 1983 έως το 2000. Ο Παύλος Σερίφης φυλακίστηκε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση αλλά αποφυλακίστηκε το 2007 για λόγους υγείας.

 

Γεννήσεις

 

1777 – Αλέξανδρος Α’, τσάρος της Ρωσίας. Ο Αλέξανδρος Α΄ (ρωσικά: Александр I), γεννηθείς Αλέξανδρος Παύλοβιτς (Александр Павлович) (προφέρεται σύμφωνα με το ΔΦΑ [ɐlʲɪˈksandr ˈpavɫəvʲɪʨ], 23 Δεκεμβρίου 1777 – 1 Δεκεμβρίου 1825) από τον Οίκο του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Γκόττορπ, ήταν τσάρος της Ρωσίας από τις 23 Μαρτίου 1801 έως την 1 Δεκεμβρίου 1825 και Βασιλιάς της Πολωνίας από το 1815 έως το 1825, καθώς επίσης και πρώτος Μέγας Δουκας της Φινλανδίας.
Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, γιος του Μεγάλου Δούκα Παύλου Πέτροβιτς, αργότερα Παύλου Α΄, και της Σοφίας Δωροθέας (Μαρίας Φιοντόροβνας), κόρης του Φρειδερίκου Β΄ Ευγένιου της Βυρτεμβέργης. Ο Αλέξανδρος διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του μετά τη δολοφονία του και κυβέρνησε τη Ρωσία κατά τη χαοτική περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Κατά το πρώτο ήμισυ της βασιλείας του, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να εισαγάγει φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, ενώ κατά το δεύτερο ήμισυ ακολούθησε έναν πιο τυχαίο τρόπο διακυβέρνησης, που οδήγησε στην εγκατάλειψη πολλών από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Στην εξωτερική πολιτική ο Αλέξανδρος είχε συγκεκριμένες επιτυχίες, έχοντας κερδίσει πολλές εκστρατείες. Ιδιαιτέρως υπό την ηγεσία του η Ρωσία κατέλαβε τη Φινλανδία και μέρος της Πολωνίας. Οι περίεργες διακυμάνσεις του χαρακτήρα του έκαναν τον Αλέξανδρο έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τσάρους.  (Περισσότερα ΕΔΩ)

 

1790 – Ζαν Φρανσουά Σαμπολιόν, γάλλος αρχαιολόγος, που αποκρυπτογράφησε την ιερογλυφική γραφή των αρχαίων Αιγυπτίων (1822), επισημαίνοντας ότι στη «στήλη της Ροζέττας», η οποία είχε ανακαλυφθεί κατά την αιγυπτιακή εκστρατεία του Ναπολέοντα (1799), υπήρχε το ίδιο κείμενο σε ιερογλυφική και ελληνική γραφή. Γεννήθηκε στο Φιζάκ (Figeac), στο νομό Λοτ της Γαλλίας, και ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά της οικογένειας (δύο από τα οποία πέθαναν πριν τη γέννησή του). Έζησε στην Γκρενόμπλ (Grenoble) αρκετά χρόνια και από την παιδική του ηλικία ήδη επέδειξε ασυνήθιστη γλωσσολογική δεξιότητα. Ήδη στην ηλικία των 16 ετών γνώριζε αρκετές γλώσσες και είχε παρουσιάσει ένα δοκίμιό του στην Ακαδημία της Γκρενόμπλ σχετικά με την Κοπτική γλώσσα. Στην ηλικία των 20 μιλούσε την Λατινική, την αρχαία Ελληνική, την Εβραϊκή, την Αμχαρική, τη Σανσκριτική, την Αβεστανική, τα Παχλαβί, την Αραβική, τη Συριακή, τη Χαλδαϊκή, την Περσική και την Κινεζική πέραν της Γαλλικής. Σε ηλικία 24 ετών συγγράφει το ΄΄Η Αίγυπτος την εποχή των Φαραώ.
Το 1809, έγινε βοηθός καθηγητή της Ιστορίας στην Γκρενόμπλ. Το ενδιαφέρον του για τις ανατολικές γλώσσες, ιδιαίτερα την Κοπτική, οδήγησε τους ιθύνοντες να του αναθέσουν το καθήκον της αποκρυπτογράφησης της τότε νεοανακαλυφθείσης στήλης της Ροζέττας. Με το συγκεκριμένο έργο ασχολήθηκε την περίοδο 1822–1824. Η δημοσίευση (1824) του Précis du système hiéroglyphique έγινε αιτία ανάπτυξης της σύγχρονης Αιγυπτιολογίας.
Tο μεγάλο ενδιαφέρον του για την Αιγυπτιολογία απέκτησε κατά τη διάρκεια των Αιγυπτιακών εκστρατειών του Ναπολέοντα Α΄ 1798–1801. Αργότερα ο Σαμπολλιόν έγινε καθηγητής Αιγυπτιολογίας στο Γαλλικό Κολλέγιο. (Περισσότερα ΕΔΩ)

 

1896 – Τζουζέπε Τομάσι Ντι Λαμπεντούζα (Giuseppe Tomasi di Lampedusa, Παλέρμο, 23 Δεκεμβρίου 1896 − Ρώμη, 23 Ιουλίου 1957) ήταν Ιταλός συγγραφέας. Έγραψε ένα και μοναδικό μυθιστόρημα, τον πασίγνωστο ”Γατόπαρδο”.
Καταγόταν από μεγάλη αριστοκρατική σικελική οικογένεια, που η παράδοση θέλει να έχει βυζαντινές ρίζες. Το 1934, με τον θάνατο του πατέρα του, κληρονόμησε τους τίτλους του 12ου Δούκα της Πάλμα, του 11ου Πρίγκιπα της Λαμπεντούζα, του Βαρώνου του Μοντεκιάρο και της Τορέτα, και του Μεγιστάνα (Grande) Πρώτης Τάξης της Ισπανίας. Ήταν γιος του Τζούλιο Μαρία Τομάζι (1868-1934) και της Βεατρίκης Μαστροτζιοβάννι Τάσκα ντι Κουτό (1870-1946). Έμεινε μοναχοπαίδι, μετά τον θάνατο από διφθερίτιδα της μεγαλύτερης αδελφής του το 1897. Άρχισε το 1915 να σπουδάζει νομικά στη Ρώμη, αλλά δεν πήρε ποτέ πτυχίο αφού την ίδια χρονιά επιστρατεύθηκε και πήρε μέρος ως υπολοχαγός στην καταστροφική για τους Ιταλούς μάχη του Καπορέττο. Αιχμαλωτίσθηκε από τους Αυστριακούς και φυλακίσθηκε στην Ουγγαρία, δραπέτευσε όμως και γύρισε με τα πόδια στην Ιταλία.
Mετά τον πόλεμο ταξίδεψε πολύ με τη μητέρα του, με την οποία ήταν στενά συνδεδεμένος, μελέτησε ξένη λογοτεχνία και ήταν τότε που συνέλαβε την ιδέα του μελλοντικού του μυθιστορήματος, του Γατόπαρδου. Το 1932 νυμφεύθηκε στη Ρίγα μια Γερμανίδα της Λεττονίας, την Αλεξάνδρα Βολφ φον Στόμερζεε, φοιτήτρια της ψυχανάλυσης.
Ο Γατόπαρδος είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Λαμπεντούζα. Απορρίφθηκε από δύο εκδότες και τελικά εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό του. Αναφέρεται στα σικελικά δρώμενα κατά το Risorgimento Ιταλική ενοποίηση και στον στωικισμό με τον οποίο ο κεντρικός ήρωας αντιμετωπίζει την επερχόμενη ανατροπή καθεστώτων και αξιών. Υπάρχει μια ταύτιση της οικογένειας την ιστορία της οποίας αφηγείται το έργο, με την οικογένεια του συγγραφέα: Πέραν της όλης ατμόσφαιρας, στο οικόσημο των Τομάζι ντι Λαμπεντούζα απεικονίζεται μια λεοπάρδαλη, για την οποία γίνεται λόγος μέσα στο κείμενο του μυθιστορήματος.
Το έργο δίχασε τους διανοούμενους, αλλά σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία. Μεγάλη επίσης ήταν η επιτυχία της ομώνυμης ταινίας του Λουκίνο Βισκόντι.
Ο αστεροειδής 14846 Λαμπεντούζα, που ανακαλύφθηκε το 1989, ονομάσθηκε έτσι προς τιμή του συγγραφέα, καθώς ο πρωταγωνιστής του Γατόπαρδου πρίγκιπας Φαμπρίτσιο Σαλίνα περιγράφεται ως ερασιτέχνης αστρονόμος.

 

Θάνατοι

 

1834 – Τόμας Μάλθους (αγγλικά: Thomas Robert Malthus, 13 Φεβρουαρίου 1766 – 29 Δεκεμβρίου 1834) ήταν Άγγλος κληρικός και λόγιος, που ασχολήθηκε στον τομέα της πολιτικής οικονομίας και της δημογραφίας. Ο ίδιος ο Μάλθους, χρησιμοποιούσε, κυρίως, το μεσαίο του όνομα, Ρόμπερτ.
Στο βιβλίο του, Δοκίμιο για την Αρχή του Πληθυσμού, υποστήριξε ότι αργά ή γρήγορα ο πληθυσμός θα μειωνόταν από τον λιμό και τις αρρώστιες, το οποίο οδήγησε στο γνωστό ως Μαλθουσιανή καταστροφή. Έγραψε, σε αντίθεση με την κοινή γνώμη που επικρατούσε στην Ευρώπη, τον 18ο αιώνα, ότι οι άνθρωποι και η κοινωνία είναι δυνατόν να βελτιωθούν, ώστε να αγγίξουν την τελειότητα. Συμπληρώνοντας ότι η αύξηση του πληθυσμού, λειτουργεί ανασταλτικά στην πρόοδο μίας ουτοπικής κοινωνίας: Η δύναμη του πληθυσμού είναι πολύ μεγαλύτερη, από αυτήν που μπορεί να συντηρήσει η γη.
Ο Μάλθους, θεωρούσε ότι τα φτωχότερα στρώματα, καλό ήταν να παντρεύονται σε μεγάλη ηλικία, ώστε να περιορίζεται η σεξουαλική του δραστηριότητα, το οποίο θα οδηγούσε σε λιγότερους απογόνους και, κατ’ επέκταση, σε μείωση του πληθυσμού. Αν και παραδόξως το όνομά του συνδέθηκε με την αντισύλληψη, εκείνος την απέρριπτε ως ανίερη και ότι η λύση στο πρόβλημα ήταν η απόχη από το σεξ. Επίσης, ήταν πολέμιος της αυτοϊκανοποίησης, καταρχήν γιατί το απαγόρευε ρητά η Βίβλος και κατά τον ίδιο, η δραστηριότητα αυτή οδηγεί σε διανοητική καθυστέρηση και τύφλωση.

 

1972 – Αντρέι Τουπόλεφ (Ρωσικά : Андрей Николаевич Туполев ; 10 Νοεμβρίου [ OS 29 Οκτωβρίου] 1888 – 23 Δεκεμβρίου 1972) ήταν Ρώσος και αργότερα Σοβιετικός αεροναυπηγός, γνωστός για τα πρωτοποριακά του σχέδια αεροσκαφών ως Διευθυντής του Γραφείου Σχεδιασμού Tupolev .
Ο Τουπόλεφ ήταν πρώτος πρωτοπόρος της αεροναυπηγικής στη Ρωσία και υπηρέτησε ως προστατευόμενος του Νικολάι Ζουκόφσκι . Ο Τουπόλεφ σχεδίασε ή επέβλεψε το σχεδιασμό περισσότερων από 100 τύπων πολιτικών και στρατιωτικών αεροσκαφών στη Σοβιετική Ένωση για 50 χρόνια, μερικά από τα οποία σημείωσαν 78 παγκόσμια ρεκόρ . Ο Tupolev παρήγαγε πολλά αξιοσημείωτα σχέδια όπως τα Tu-2 , Tu-16 , Tu-95 και Tu-104 , και το Tu-4 με αντίστροφη μηχανική .
Ο Τουπόλεφ τιμήθηκε ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση και του απονεμήθηκαν διάφοροι τίτλοι και τιμές, μεταξύ των οποίων ο Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας τρεις φορές, το Τάγμα του Λένιν οκτώ φορές, το Τάγμα του Κόκκινου Πανό της Εργασίας δύο φορές, έγινε ακαδημαϊκός της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών το 1953 , και Γενικός Συνταγματάρχης της Σοβιετικής Αεροπορίας το 1968. [1] Ο Τουπόλεφ τιμήθηκε επίσης εκτός Σοβιετικής Ένωσης ως επίτιμο μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Αεροναυτικής Εταιρείας και του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αεροναυτικής και Αστροναυτικής ως αναγνώριση του έργου του.  Το 2018,Το Διεθνές Αεροδρόμιο Vnukovo μετονομάστηκε επίσημα σε Διεθνές Αεροδρόμιο Vnukovo Andrei Tupolev προς τιμήν του.

 

2013 – Βίκτωρ Σαριγιαννίδης ή Σαρηγιαννίδης (Ви́ктор Ива́нович Сариани́ди, 23 Σεπτεμβρίου 1929 – 22 Δεκεμβρίου 2013) ήταν ποντιακής καταγωγής Έλληνας αρχαιολόγος.

Γεννήθηκε το 1929 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν και πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 2013 στη Μόσχα. Κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση για το ανασκαφικό του έργο στο Αφγανιστάν, όπου ανακάλυψε την αρχαία νεκρόπολη και τον θησαυρό του Τίλια Τεπέ, και στο Τουρκμενιστάν. Γεννήθηκε στην Τασκένδη, στις 23 Σεπτεμβρίου 1929. Γονείς του ήταν οι ποντιακής καταγωγής Έλληνες Ιωάννης και Αθηνά Σαριγιαννίδη, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί από τη Γιάλτα στο Ουζμπεκιστάν.

Σπούδασε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ασίας στην Τασκένδη, απ’ όπου αποφοίτησε το 1952 ενώ Το 1961 πήρε το Master Αρχαιολογίας Εγγύς και Μέσης Ανατολής από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στη Μόσχα. Το 1975, με την εργασία του «Το Αφγανιστάν στην Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου», ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Ιστορικής Επιστήμης της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Από το 1955 μέχρι το τέλος της ζωής του εργαζόταν στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *