.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
13 Δεκεμβρίου 2024
Είναι η 348η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 18 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:32 – Δύση ήλιου: 17:06 – Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 34 λεπτά
🌔 Σελήνη 12.6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Άρη, Ευστράτιο, Ευστράτη, Στρατή, Στράτο, Ευστρατά, Στρατά, Ευστρατία, Στρατούλα, Στράτα, Ευστρατούλα, Αυξέντιο, Αυξέντη, Αυξεντία, Αυξεντούλα, Ευγένιο, Ευγένη, Μαρδάριο, Μαρδάρη, Μάρδα, Ορέστη, Ορεστιά, Ορεστία, Ορεστιάδα, Ιουβενάλιο, Ιουβενάλη, Γιουβενάλη, Ιουβεναλία, Λουκά, Λουκία και Λουκίτσα
Γεγονότα
1803 – Το ολοκαύτωμα στο Κούγκι. Ο ιερομόναχος Σαμουήλ με πέντε Σουλιώτες, μπροστά στον κίνδυνο να συλληφθούν από τους Tούρκους, βάζει φωτιά στο βαρέλι με την πυρίτιδα και ανατινάσσονται.
Περίπου στις αρχές του 1803 οι Σουλιώτες υπέφεραν από έλλειψη προμηθειών και από έριδες μεταξύ τους. Αργότερα ο Σουλιώτης Πήλιος Γούσης πρόδωσε το Σούλι και ο Αλή πασάς περικύκλωσε το Σούλι. Πολλοί κατέβηκαν στην οχυρή θέση του Κουγκίου, όπου ο ηρωικός καλόγερος Σαμουήλ και τετρακόσιοι περίπου άντρες αμύνονταν εναντίον των Τουρκαλβανών.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, εξουθενωμένοι από την πείνα και τις κακουχίες, μερικοί Σουλιώτες διεξήγαγαν έφοδο με σπαθιά στα χέρια και κατάφεραν να σωθούν. Ωστόσο, οι υπόλοιποι παρέδωσαν τις θέσεις τους υπό τον όρο να φύγουν ένοπλοι όπου εκείνοι επιθυμούσαν. Αλλά ο καλόγερος Σαμουήλ, μαζί με άλλους πέντε άνδρες, όταν ήρθε η ώρα να παραδώσουν την αποθήκη με τις υπόλοιπες προμήθειες, ανατίναξε τις πυριτιδαποθήκες μαζί με πολλούς άνδρες του Αλή πασά.
1943 – Οι Ναζί κατακτητές καταστρέφουν τα Καλάβρυτα κι εκτελούν και τους 1.101 άνδρες κατοίκους. Η Σφαγή των Καλαβρύτων (ή και Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων) αναφέρεται στην εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή της κωμόπολης των Καλαβρύτων στην Ελλάδα, από στρατιώτες της γερμανικής 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε την 4η Δεκεμβρίου, ως μαζικά αντίποινα στην εκτέλεση, από τους αντάρτες, 77 Γερμανών στρατιωτών αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά τη νίκη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής, την 20η Οκτωβρίου του 1943. Η επιχείρηση στόχευε στην τρομοκράτηση των ντόπιων με εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, πυρπόληση οικιών καθώς και στην ολική εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες και αντάρτες.
Οι σφαγές και οι λεηλασίες ξεκίνησαν από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο. Τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, στην πορεία τους, έκαψαν δεκάδες χωριά και δολοφόνησαν αμάχους, με τελικό προορισμό τα Καλάβρυτα, όπου και εισήλθαν την 9η Δεκεμβρίου. Συνολικά, σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, εκτελέστηκαν 677 άμαχοι, από τους οποίους οι 499 στα Καλάβρυτα, και πυρπολήθηκαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά. Μάλιστα, τα ναζιστικά στρατεύματα άρπαξαν και υλικά αγαθά, τρόφιμα αλλά και ζώα ώστε, σύμφωνα με την ηγεσία της Μεραρχίας, να στερήσουν από τους κατοίκους των χωριών τις προϋποθέσεις διαβίωσης.
Η σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα, κατά την κατοχική περίοδο. Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από τη Γερμανία.
1967 – Μετά την αποτυχία του βασιλικού κινήματος για την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διαφεύγει με την οικογένειά του στη Ρώμη, όπου θα ζητήσει πολιτικό άσυλο.
Την Τετάρτη, 13 Δεκεμβρίου 1967, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, υπουργός τότε Προεδρίας, δεχόταν στις 10:30 το πρωί στο γραφείο του τον πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Κώστα Ασημακόπουλο που είχε ζητήσει να τον δει για να του εκθέσει τα προβλήματα του κλάδου.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κάποιος που φανερά ταραγμένος λέει χαμηλόφωνα στον Παπαδόπουλο: «Ο βασιλιάς έκανε πραξικόπημα».
Ο Παπαδόπουλος παραμένει ανέκφραστος, κάνει νόημα στον αγγελιαφόρο να αποχωρήσει και συνεχίζει τη συζήτηση με τον Ασημακόπουλο. […]
Διαβάστε τη συνέχεια στο link που ακολουθεί:
Χειμερινή οπερέτα | «Ο βασιλιάς έκανε πραξικόπημα»
2007 – Σε φυλάκιση 14 μηνών με αναστολή καταδικάζεται ο δικηγόρος Κώστα Πλεύρης, για παράβαση του νόμου περί φυλετικών διακρίσεων, που αφορά βιβλίο του με τίτλο «Εβραίοι, όλη η αλήθεια». Δύο χρόνια αργότερα θα αθωωθεί από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών.
«Παράθυρο για την εφαρμογή του «αντιρατσιστικού νόμου», που ισχύει εδώ και 28 χρόνια στη χώρα μας, άνοιξαν χθες οι δικαστές του Εφετείου Αθηνών με την πρώτη καταδίκη που επέβαλαν στον δικηγόρο Κώστα Πλεύρη κρίνοντάς τον ένοχο για το περιεχόμενο του βιβλίου του με τίτλο «Ο Εβραίοι. Όλη η Αλήθεια». Το δικαστήριο, κατά πλειοψηφία (2-1) και παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, έπειτα από πολυήμερη διαδικασία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες περικοπές του βιβλίου μπορούσαν να εξωθήσουν σε πράξεις βίας εις βάρος των Εβραίων, ενώ παράλληλα έκρινε ότι ήταν προσβλητικές οι αναφορές και οι χαρακτηρισμοί που αναφέρονται στους Εβραίους. Η τιμωρία για τον κατηγορούμενο δικηγόρο ήταν συνολική ποινή φυλάκισης 14 μηνών με τριετή αναστολή» ( Απόσπασμα πό το άρθρο των ΝΕΩΝ εκείνης της ημέρας με τίτλο: Καταδίκη Πλεύρη – ανοίγει παράθυρο για «αντιρατσιστικό νόμο»)
Γεννήσεις
1884 – Αιμίλιος Βεάκης. Εγγονός του λόγιου και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη, αλλά ορφανός και από τους δυο γονείς, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μαζί με άτεκνους συγγενείς. Παρά τις ενστάσεις των κηδεμόνων του, γράφτηκε σε ηλικία 16 ετών (1900) στη Βασιλική Δραματική Σχολή. Μετά την απότομη διακοπή της δραματικής σχολής του Βασιλικού Θεάτρου, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και σπούδασε ζωγραφική. Το 1901, όμως, διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε την καριέρα του ως ηθοποιός στον Βόλο με τον θίασο της Ευαγγελίας Νίκα. Από τότε θα περιοδεύσει στις επαρχίες όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο, μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), κατά την οποία και θα προαχθεί σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».
Επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο Βεάκης συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη. Αναδείχθηκε εξαίρετος “καρατερίστας” και διέπρεψε στις κλασικές τραγωδίες και δράματα. Σταθμός στην καριέρα του θεωρήθηκε η ερμηνεία του Οιδίποδα στην ομώνυμη τραγωδία (Οιδίπους τύραννος), σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη με την Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου. Από το 1932 μεσουράνησε στο επανασυσταθέν Βασιλικό Θέατρο, ως Εθνικό Θέατρο. Διετέλεσε και ο ίδιος θιασάρχης του, καθώς επίσης και καθηγητής υποκριτικής στην επαγγελματική σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1947 και έκανε κάποιες σποραδικές εμφανίσεις, μέχρι τις αποχαιρετιστήριες παραστάσεις του στο Εθνικό Θέατρο τον Απρίλιο και το Μάιο του 1951. Πέθανε ξεχασμένος και πένης και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο.
Μετά το θάνατό του, αναγνωρίστηκε μερικώς η τεράστια προσφορά του στο ελληνικό θέατρο με ορισμένες τιμητικές κινήσεις. Το σύγχρονο θερινό θέατρο -τύπου αρχαίου θεάτρου- “Σκυλίτσειο” στη Καστέλα, στον Πειραιά, που είχε ανεγείρει ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης το 1969, μετονομάσθηκε το 1976 σε “Βεάκειο”. Επίσης προτομή του Αιμίλιου Βεάκη ανεγέρθη στη δεξιά πλευρά της πρόσοψης του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, ενώ το θεατρικό μουσείο απονέμει σε άνδρες ηθοποιούς από το 1994 και ανά διετία, το Έπαθλο «Αιμίλιος Βεάκης» για την ερμηνεία α’ ανδρικού ρόλου, καθώς και το τιμητικό Έπαθλο Βεάκη για τη συνολική προσφορά τους στο θέατρο.
1902 – Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Πάτρα, 13 Δεκεμβρίου 1902 – Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1986) ήταν Έλληνας πολιτικός, φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και γόνος της οικογένειας Κανελλόπουλου. Ανέλαβε για δύο σύντομες θητείες την προεδρία ελληνικών κυβερνήσεων το 1945 και το 1967. Η παρουσία του στη νεοελληνική γραμματεία και φιλοσοφία και η ταυτόχρονη ενασχόλησή του με την πολιτική τον ανέδειξε ως ιδιαίτερο φαινόμενο του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού βίου ενώ η μετριοπάθεια, η αυτοκριτική του διάθεση και το ήθος του συνέτειναν, ειδικότερα μετά τη Μεταπολίτευση, στην απόδοση του τίτλου του «Νέστορα» της ελληνικής πολιτικής από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων. Θείος του ήταν ο, διατελέσας πρωθυπουργός, Δημήτριος Γούναρης.
Στον Κανελλόπουλο αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ως «Νέου Παρθενώνα». Μεταγενέστερα, σε συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής το 1983 ο Κανελλόπουλος αρνήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος γι’ αυτόν τον «απαράδεκτο χαρακτηρισμό». Ο Κανελλόπουλος κατηγορήθηκε ότι είχε κάνει πλήθος δηλώσεων με τις οποίες εγκωμίαζε το στρατόπεδο της Μακρονήσου π.χ. ως «δείγμα ελληνικού πολιτισμού», αλλά, ενώ οι εξόριστοι της εποχής αναφέρονται γενικά στις μαρτυρίες τους στη δήλωση αυτή ως γεγονός, δεν προσδιορίζουν τη συγκυρία στην οποία ειπώθηκε, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός δεν έχει εντοπιστεί στις εφημερίδες ή άλλες πηγές της εποχής.
Μεταπολιτευτικά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εξελέγη δύο φορές ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας το 1977 και το 1981. Το 1980 προτάθηκε, παρά τη θέλησή του, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το ίδιο έτος εκφώνησε τον επικήδειο λόγο στην κηδεία του άλλοτε αντιπάλου του, Μήτσου Παρτσαλίδη. Υπήρξε, ακόμη, ο μοναδικός βουλευτής της ΝΔ που το 1982, όταν ψηφιζόταν νόμος (1285/1982) για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, περιλαμβανομένων σε αυτή οργανώσεων όπως το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) – Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), παρέμεινε στη αίθουσα του Κοινοβουλίου και ψήφισε υπέρ της κύρωσής του, αποδεικνύοντας έτσι τη διάθεσή του για εθνική συμφιλίωση και επούλωση των διχαστικών τραυμάτων του παρελθόντος. Το 1985 δέχτηκε πρόταση από τον τότε Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει την Προεδρία της Δημοκρατίας αλλά αρνήθηκε επιθυμώντας να παραμείνει πιστός στις πολιτικές του καταβολές. Το ίδιο έτος με την επιβολή ορίου ηλικίας από τη ΝΔ για την κάθοδο βουλευτών στις εκλογές αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τον πολιτικό στίβο. Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1986 από καρδιακή ανακοπή.
1934 – Λούλα Αναγνωστάκη. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Αυστρία. Παντρεύτηκε τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και ήταν η μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά. Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 2017.
Έγραψε 12 θεατρικά έργα με τα οποία αναμοχλεύει τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα όπως το τραύμα, η μοναξιά, η ενοχή και η ήττα.
Τα πρώτα τρία μονόπρακτα έργα της ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή το 1965 και εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1974 : ήταν η Η διανυκτέρευση, Η πόλη και Η παρέλαση. Αυτά πρωτοπαρουσιάσθηκαν σε μία ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν. Ακολούθησε το τρίπρακτο έργο Η συναναστροφή, που παρουσιάσθηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1967.
Τα μεταγενέστερα έργα της έχουν ανεβεί στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης και σε πολλές ευρωπαϊκές σκηνές όπως στην Κύπρο, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, τη Γερμανία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ. Τα ερμήνευσαν καλλιτέχνες όπως οι: Πιττακή, Ζαβιτσιάνου, Κονιόρδου, Λαζαρίδου, Αρμένης, Τζώρτζογλου και τα σκηνοθέτησαν οι Κουν, Βογιατζής, Τριβιζάς, Παπαβασιλείου, Κουγιουμτζής και Αρδίττης.
Θάνατοι
1466 – Ντονατέλο, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ντονάτο ντι Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι (Donato di Niccolò di Betto Bardi, 1386 – 13 Δεκεμβρίου 1466), ήταν γλύπτης της πρώιμης Αναγέννησης από τη Φλωρεντία. Τη φήμη του οφείλει κυρίως στους ανδριάντες του, δημιούργησε όμως και έργα τεχνοτροπίας basso rilievo (αβαθές ανάγλυφο), στα οποία εμφανίζονται οι νέες -για την εποχή του- τάσεις στην εικονική προοπτική.
Γεννημένος στη Φλωρεντία, ο Ντονατέλλο ήταν γιος του Νικολό ντι Μπέττο Μπάρντι, ο οποίος υπήρξε μέλος του Φλωρεντινού Σωματείου Επεξεργασίας Μαλλιού. Έλαβε τη βασική του εκπαίδευση στην Οικία Μαρτέλλι[4] και αργότερα μαθήτευσε σε εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας, πριν γίνει βοηθός του Λορέντσο Γκιμπέρτι.
Μαθήτευσε επίσης και με τον αρχιτέκτονα και μηχανικό Φίλιππο Μπρουνελλέσκι στη Ρώμη (1404-1407), οι ανασκαφές με τον οποίο τους χάρισε τη φήμη χρυσοθηρών· για βιοποριστικούς λόγους, ωστόσο, ο Ντονατέλλο εργάστηκε και σε εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας. Η συμβολή και των δύο υπήρξε καθοριστική για την ιταλική τέχνη του 15ου αιώνα, καθώς υπό την εποπτεία του Μπρουνελλέσκι τελέστηκαν οι μετρήσεις του Πανθέου και άλλων Ρωμαϊκών κτηρίων. Τόσο τα αρχιτεκτονήματα του Μπρουνελλέσκι, όσο και τα γλυπτά του Ντονατέλλο, θεωρούνται υψηλή έκφραση του πνεύματος της εποχής τους, επηρεάζοντας τους μετέπειτα καλλιτέχνες.
1932 – Γεώργιος Ιακωβίδης (Χίδηρα Λέσβου, 11 Ιανουαρίου 1853 – Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 1932) ήταν Έλληνας ζωγράφος κι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος της Σχολής του Μονάχου.
Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός.
Η στάση του απέναντι στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική. Γι’ αυτό κατηγορήθηκε ότι έβαλε τροχοπέδη στην εισαγωγή νεωτεριστικών καλλιτεχνικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Εντούτοις, νεότεροι τεχνοκριτικοί βρίσκουν ότι ο συντηρητικός Ιακωβίδης δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεωτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν.
Στα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, τα θέματα του ήταν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, ιδίως συνθέσεις με παιδιά, εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις, λουλούδια και άλλα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε προς την δημιουργία πορτραίτων και υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο ζωγραφικό έργο, περί τους 200 ελαιογραφικούς πίνακες που σώζονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στη Πινακοθήκη Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας. Από τα έργα του τα πλέον γνωστά είναι: η «Παιδική συναυλία» (Πινακοθήκη Αθηνών), ο «Παιδικός καυγάς», ο «κακός εγγονός», το «Σκουλαρίκι», ο «Πάππος και εγγονός», τα «Πρώτα βήματα», η «Μητρική στοργή», το «Κτένισμα της εγγονής», η «Κρέουσα» κ.ά.
Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον γιο του ζωγράφου τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη το 1951.
1995 – Χρύσανθος Μποσταντζόγλου, γνωστότερος ως Μποστ. Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μποσταντζόγλου, το γένος Παπαγιαννακοπούλου. Οι δυο γιοί του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής και της υποκριτικής αντίστοιχα. Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις. Για ένα διάστημα δούλεψε στη διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν), Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκουντ πιλοτ?) ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ, άφησαν κυριολεκτικά εποχή με την τόλμη και τη διαφορετικότητά τους.Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής Γυμνασίου άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ (1942) και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945 και είχε τίτλο Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι. Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή, την οποία τότε διηύθηνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο Το μποστάνι του Μποστ, τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου Το επάγγελμα της μητρός μου (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή. Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία “Λαϊκαί Εικόναι”. Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ομάδα, Μακεδονία, Ανεξάρτητος Τύπος, Εμπρός και Μεσημβρινή και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ταχυδρόμος, τον Θούριο, το Men’s Look και τις εφημερίδες Πρωινή και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ριζοσπάστης. Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις.
Έθεσε αρκετές φορές υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς (1964 με την ΕΔΑ, 1981 και 1985 με το ΚΚΕ), χωρίς ποτέ να εκλεγεί. Μετά τις εκλογές του 1990, στήριζε δημοσίως την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995 σε ηλικία 77 ετών.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia