Μέρες εξέγερσης σε Ξηρόμερο και Βάλτο


...

Λευτέρης Τηλιγάδας

Μέρες εξέγερσης σε Ξηρόμερο και Βάλτο

«Δεν πουλάμε ούτε κιλό αν δεν ικανοποιηθούμε
Θα κατεβούμε στο Αγρίνιο να κάψουμε τα καπνά μας»


Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενες αναρτήσεις μας, στην Αιτωλοακαρνανία η μονοκαλλιέργεια καπνού είχε δημιουργήσει μια οικονομική εξάρτηση που έμοιαζε με θηλιά γύρω από τον λαιμό των παραγωγών. Χιλιάδες τόνοι καπνού έμεναν αδιάθετοι στις αποθήκες και οι αγρότες βυθίζονταν στα χρέη, χωρίς δυνατότητα να καλύψουν βασικές ανάγκες. Αυτή η κατάσταση προκάλεσε μια πρώτη μορφή οργανωμένης αγροτικής κινητοποίησης, με συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια και, σε ορισμένες περιοχές, απειλές για καταστροφή της σοδειάς ως μέσο πίεσης.

Το πρόβλημα των απούλητων καπνών δεν ήταν μόνο οικονομικό αλλά κοινωνικό και πολιτικό. Οι καπνοβιομήχανοι εκμεταλλεύονταν τον ιδρώτα των αγροτών και η πολιτεία παρέμενε ουσιαστικά αδιάφορη, προστατεύοντας το κεφάλαιο και πυροβολώντας τους αγρότες με αληθινές σφαίρες. Για τους αγρότες, η απειλή ότι θα κατέβαιναν στο Αγρίνιο και θα καίγανε τα απούλητα καπνά τους δεν ήταν υπερβολή. Ήταν μια πράξη αντίστασης και διεκδίκησης αξιοπρέπειας. Ήταν η αποφασιστική χειρονομία μιας κοινωνικής ομάδας που αρνούνταν να συνεχίσει να ζει τρομοκρατημένοι από το κεφάλαιο τις τράπεζες και τις δυνάμεις καταστολής.

Από το Αγρίνιο είχαν αναχωρήσει ήδη και είχαν εγκατασταθεί στην Αμφιλοχία δυνάμεις χωροφυλακής, καθώς είχε κυκλοφορήσει η πληροφορία ότι οι καπνοπαραγωγοί είχαν αποφασίσει να κατέβουν σε διαμαρτυρία. Παρά τις συνεχώς επιβεβαιωμένες αναφορές πως οι άνδρες των ΤΕΑ είχαν αφοπλιστεί και παραδώσει τα πυρομαχικά τους, ο ανθυπολοχαγός των ΤΕΑ Αμφιλοχίας διέψευσε ότι είχε παραλάβει τον οπλισμό τους.

Οι καπνοπαραγωγοί, από την πλευρά τους, δήλωναν με αγανάκτηση: «Με τις τιμές που μας δίνουν δεν μας μένει δεκάρα. Όλα πάνε στην Τράπεζα. Δεν πουλάμε ούτε κιλό αν δεν ικανοποιηθούμε. Θα κατεβούμε στο Αγρίνιο να κάψουμε τα καπνά μας. Κανείς δεν θα μας εμπόδιζε να εξασφαλίσουμε το ψωμί των παιδιών μας. Χρόνια τώρα μας τυραννούσαν οι καπνοβιομήχανοι – ήρθε η ώρα να πληρώσουν τον ιδρώτα μας».

Στο ίδιο κλίμα, οι κοινοβουλευτικοί της περιοχής, υπογράμμιζαν ότι οι καπνοπαραγωγοί του Ξηρομέρου ήταν υπερχρεωμένοι και από την πώληση της σοδειάς τους δεν τους απέμενε ούτε μία δραχμή. Το γεγονός αυτό, υποστήριζαν, κρατούσε σε έξαψη τα πνεύματα, με τους παραγωγούς να ζητούν αυξήσεις 30% έως 40% σε σχέση με τις περσινές τιμές, αλλά και αναστολή πληρωμής των χρεών τους προς την Αγροτική Τράπεζα. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι εκπρόσωποι των καπνοβιομηχάνων, επιχειρήσαν με μια δήλωση αντιπερισπασμού να χαλιναγωγήσουν την κατάσταση, αλλά το κλίμα που ήδη είχε δημιουργηθεί ήταν πολύ δύσκολο να ανατραπεί με δηλώσεις. Σύμφωνα με αυτή η καπνοβιομήχανοι υποστήριζαν ότι ήδη είχαν δώσει προκαταβολές σε αρκετούς παραγωγούς για τα καπνά τους χωρίς συμφωνητικά.

Στην Αμφιλοχία, στις 18 Σεπτεμβρίου (δέκα μέρες μετά τη δολοφονία του Βλάχου στη Σφήνα) είχαν φτάσει 150 μαθητές της Σχολής Υπενωμοταρχών, περίπου, πλήρως εξοπλισμένοι, και στρατοπέδευσαν στο γυμνάσιο. Η μεταφορά τους είχε γίνει με τρία μεγάλα στρατιωτικά λεωφορεία και ένα στρατιωτικό όχημα, ενώ μαζί τους μετέφεραν μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, δύο πυροβόλα και τρία οπλοπολυβόλα. Η αποστολή τους ήταν σαφής: να αποτραπεί νέα εξέγερση των καπνοπαραγωγών, που εμφανίζονταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε δυναμικές ενέργειες.

Παράλληλα, ο υποδιοικητής της 8ης Μεραρχίας, ταξίαρχος Παπακωνσταντίνου, και ο διοικητής των ΤΕΑ, ταγματάρχης Κύρικος, περιόδευσαν την ίδια μέρα σε χωριά του Ξηρομέρου και του Βάλτου, όπου μίλησαν σε συγκεντρώσεις ανδρών των ΤΕΑ. Ο κ. Παπακωνσταντίνου είχε επιτεθεί στο αγροτικό συλλαλητήριο και είχε προειδοποιήσει ότι, αν υπήρχε συμμετοχή σε νέες κινητοποιήσεις, οι υπεύθυνοι θα υφίσταντο τις συνέπειες του στρατιωτικού νόμου και θα παραπέμπονταν στο στρατοδικείο. Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, η αφαίρεση των πυρομαχικών από τους άνδρες των ΤΕΑ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, με ελάχιστους μόνο να μην είχαν παραδώσει το υλικό, καθώς απουσίαζαν από τα χωριά τους. Η κατάσταση, ωστόσο, παρέμενε τεταμένη, με απρόβλεπτες εξελίξεις.

Όσον αφορούσε τη δημοσιευμένη πληροφορία για την άφιξη στην Αθήνα του νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας Γιάννη Μήλιου, επιβεβαιωνόταν ότι το ταξίδι του είχε πραγματοποιηθεί ήδη, με εντολή της κυβέρνησης. Πηγές από το Μεσολόγγι ανέφεραν ότι ο Μήλιος είχε κληθεί να παρουσιαστεί στο υπουργείο Εσωτερικών και να δώσει εξηγήσεις για τα αιματηρά γεγονότα στη Σφήνα. Η κυβέρνηση τον θεωρούσε υπεύθυνο, επειδή –σύμφωνα με την κρίση της– δεν είχε καταφέρει να την προλάβει. Στην πραγματικότητα, όμως, φαινόταν ότι η δυσφορία της κυβέρνησης προκλήθηκε από τις δηλώσεις του νομάρχη, σύμφωνα με τις οποίες, στη μεγάλη συγκέντρωση σε Στάνου και Σφήνα, δεν είχε διαπιστώσει ανάμειξη αναρχικών στοιχείων. Όλες οι ενδείξεις συνέκλιναν ότι η ανάκληση Μήλιου ήταν οριστική και πως επρόκειτο να μετατεθεί σε άλλη θέση, όπως και έγινε.

Τα γεγονότα αυτά δεν ήταν μεμονωμένα. Αντικατόπτριζαν την ένταση μιας κοινωνίας που αρνιόταν να παραμείνει δέσμια της φτώχειας και της εκμετάλλευσης. Οι αγρότες του Ξηρομέρου και του Βάλτου, μέσα από την οργή τους και τις κινητοποιήσεις τους, έδειξαν ότι η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας και της επιβίωσης δεν μπορεί να περιμένει αποφάσεις από κυβερνήσεις ή μεσάζοντες. Η φωτιά στα απούλητα καπνά ήταν, συμβολικά και πρακτικά, μια απάντηση στην αδικία: η κοινωνία διεκδικούσε να ελέγξει το προϊόν του ιδρώτα της, να απαιτήσει δίκαιες τιμές και να δείξει ότι η συλλογική αντίσταση μπορεί να σπάσει τον φόβο και την καταπίεση. Αυτή η φλόγα, που άναψε στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, υπενθύμιζε ότι η αδικία δεν μένει ατιμώρητη και ότι οι αγώνες για επιβίωση και αξιοπρέπεια γράφονται στους δρόμους και στις πλατείες πριν καταγραφούν στις εφημερίδες.

 

——————————————————————————————————————————————————————–
Πηγή: Με πληροφορίες; από ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ φύλλο 19/9/1962
Φωτογραφία:
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν