Μελίνα Μερκούρη: «Όταν πεθάνω
θα ήθελα να γίνω ένα ελληνικό λαϊκό τραγούδι»
Η οικογένεια Μερκούρη ήταν Αρβανίτικη που προερχόταν από την Αργολίδα και μέλη της είχαν πολεμήσει στην επανάσταση του 1821. Ο παππούς της Μελίνας, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων. Ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και χρημάτισε βουλευτής και υπουργός (Λαϊκόν Κόμμα, Εθνικόν Ριζοσπαστικόν Κόμμα, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) ενώ για πολλά χρόνια συμμετείχε στη διοίκηση της ομάδας του Παναθηναϊκού. Στην κατοχή, ο Σταμάτης Μερκούρης ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση με την ονομασία «Ριζοσπαστική Οργάνωσις» τον Ιανουάριο του 1942. Ο θείος της, Γεώργιος Μερκούρης, είχε ακροδεξιές πολιτικές απόψεις και ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας την περίοδο της Κατοχής, γεγονός που προκάλεσε την οργή της οικογένειας Μερκούρη, ενώ αρνήθηκαν να παραστούν στην κηδεία του, το 1943. Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή του ναυάρχου Πύρρου Λάππα, ο οποίος διατέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά Παύλου.
Το Σεπτέμβρη του 1938 η Μελίνα γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά. Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, πάμπλουτο κτηματία Παναγή Χαροκόπο. Στην κατοχή η νεαρή Μελίνα, ούσα σπουδάστρια της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη επιχειρηματία Φειδία Γιαδικιάρογλου, ενώ τυπικά ήταν παντρεμένη με τον Χαροκόπο (η συζυγική τους σχέση ουσιαστικά είχε λήξει). Ο ίδιος ήταν γνωστός και πριν από τον πόλεμο. Κυνικός, καιροσκόπος αλλά παράλληλα πολύ γοητευτικός, είχε την άποψη, η οποία υπήρξε για εκείνον στάση ζωής «Είμαστε νέοι και η ζωή είναι μικρή – ας τη ζήσουμε. Ας τη γλεντήσουμε όσο είναι ακόμα καιρός!».
Για τη συγκεκριμένη περίοδο η Μελίνα κατηγορήθηκε έντονα για το γεγονός ότι ζούσε μέσα στις ανέσεις σε διαμέρισμα 400 τ.μ. στην οδό Ακαδημίας 4 (μεγάλο μέρος του οποίου όμως είχαν επιτάξει οι Γερμανοί) τη στιγμή που ο Ελληνικός λαός λιμοκτονούσε και ότι δεν συνεισέφερε στην εθνική αντίσταση. Την ίδια εποχή ο Σπύρος Μερκούρης, αδελφός της Μελίνας, είχε περάσει στην Αντίσταση ως μέλος της ΕΠΟΝ. Πολλές φορές η Μελίνα σύμφωνα με μαρτυρίες, έπαιρνε κρυφά τα χρήματα του Γιαδικιάρογλου και τα έδινε στον αδερφό της για την Αντίσταση, έκρυβε τόσο τον ίδιο όσο και τους συντρόφους του στην οργάνωση και παράλληλα βοηθούσε τους εξαθλιωμένους συναδέλφους της. Ήταν γνωστό ότι στην κατοχή, παρά τις αντιρρήσεις του τότε συζύγου της, το σπίτι της Μελίνας με δική της εντολή, ήταν πάντα ανοιχτό και φιλόξενο για πολύ κόσμο που είχε ανάγκη, παρέχοντας τους τροφή και στέγη.
Κατά την περίοδο του εμφυλίου, παρ΄όλο που η Μελίνα Μερκούρη ζούσε στο Κολωνάκι το οποίο ήλεγχαν οι Άγγλοι, η ίδια επισκεπτόταν στην Ασφάλεια φίλους και συναδέλφους της, που είχαν συλληφθεί λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Η Αλέκα Παΐζη χρόνια αργότερα διηγιόταν με ευγνωμοσύνη, την επίσκεψη της Μελίνας στη φυλακή όπου και κρατείτο, για να της συμπαρασταθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του 40, η Μελίνα γνώρισε τον Πύρρο Σπυρομήλιο με τον οποίο υπήρξαν ζευγάρι για εφτά ολόκληρα χρόνια. Κατά πολλούς υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, πριν συναντήσει τον Ντασέν. Ο Πύρρος Σπυρομήλιος ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και ήρωας του αλβανικού μετώπου. Πέθανε τον Μάρτιο του 1961 από υπερτροφία της καρδιάς, γεγονός που συνέτριψε τη Μελίνα, παρόλο που είχαν μεσολαβήσει πέντε χρόνια από τον οριστικό χωρισμό τους.
Το 1955 υπήρξε η χρονιά – σταθμός της καριέρας και της ζωής της. Ήταν η χρονιά που πρωταγωνίστησε στην πρώτη κινηματογραφική της ταινία, τη Στέλλα. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κατά την προβολή της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ζυλ Ντασέν, με τον οποίο έμεινε μαζί του, έως το τέλος της ζωής της.
Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς» και ακολουθεί το έργο του Laszlo Bus-Fekete «Η κόμισσα και ο καμαριέρης». Ακολουθούν: 1945-1946 «Μις Μπα», «Θα σε παντρευτώ Τέρας», «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πωλείται Κέφι», «Η Μπόρα Πέρασε», «Επικίνδυνη Στροφή», «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα», «Φαύλος Κύκλος», «Της Νύχτας τα Καμώματα», «Ένας Φίλος θα ‘ρθει απόψε» 1946 «Τρισεύγενη», «Ανατολικά του Σουέζ», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου», 1947 «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος», «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Βασιλικός», «Το τραγούδι της Κούνιας».
Το 1949 στο θέατρο τέχνης του Κάρολου Κουν, ερμήνευσε την Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Ακολούθησαν «Το μικρό Καλύβι», «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Bolero», 1950 «Άννα Λουκάστα», «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα Ζουμουλάκη κλπ), 1951 «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν», «Η Μεγάλη Παρένθεση».
Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στη Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς της Γαλλίας, του Μαρσέλ Ασάρ. Ο Αχιλλέας Μαμακης από πολύ νωρίς την αποκαλεί συχνά στη θεατρική στήλη της εφημερίδας « Έθνος», «Ελληνο-Παρισινή πρωταγωνίστρια». Το 1953 κερδίζει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη», ένα σημαντικό θεατρικό βραβείο που καθιέρωσε η Μαρίκα Κοτοπούλη για τις νέες ανερχόμενες ηθοποιούς.
Επόμενος σημαντικός σταθμός στη θεατρική της καριέρα είναι το 1967 με το «Illya Darling» που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Μπρόντγουέι στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου «Never on Sunday» (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση. Η παράσταση σημείωσε πραγματικό εμπορικό θρίαμβο με αποτέλεσμα η Μελίνα να γίνει εξώφυλλο, στο ευρείας κυκλοφορίας αμερικανικό περιοδικό Life. Η εξαιρετικά επιτυχημένη ερμηνεία της Μελίνας, της χάρισε μια υποψηφιότητα για το μεγάλο θεατρικό Βραβείο Tony.
Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο δημαρχείο Λωζάνης. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ο μόνος Έλληνας μάρτυρας στο γάμο. Ο άλλος μάρτυρας ήταν ο Ελβετός δικηγόρος του Ζυλ Ντασέν.
Κατά τα έτη 1967-1974, τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του «Illya Darling», η Μελίνα Μερκούρη έπαιξε μόνο τη Λυσιστράτη το 1972 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Όπερα της πεντάρας», το 1976 τη «Μήδεια» με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το «Συντροφιά με το Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το «Άννα μην κλαις» για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα. Τέλος, το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά τη θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης. Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία είχε τον τίτλο Στέλλα (1955). Το 1957 παίζει στην πρώτη της ξενόγλωσση ταινία, σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν με τίτλο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (γαλλικά: Celui qui doit mourir), βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη. Με το Ποτέ την Κυριακή το 1960, απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση. Έγινε διεθνής σταρ και η Ελλάδα παγκόσμιος προορισμός. Άλλες σημαντικές ταινίες της ήταν η Φαίδρα (1962), με συμπρωταγωνιστή τον Άντονι Πέρκινς, η οποία σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη, αλλά όχι στην Αμερική, το Τοπ Καπί (1964) η οποία αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της καριέρας της, σε διεθνές επίπεδο, με εισπράξεις 7 εκατομμυρίων δολαρίων (όσο περίπου και η ταινία του Χίτσκοκ Μάρνι της ίδιας χρονιάς).
Το 1965, γυρίζει για το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ABC, ένα αφιέρωμα με τίτλο Η Ελλάδα της Μελίνας (Αντίστοιχα είχαν γυρίσει η Σοφία Λόρεν και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ για τις γενέτειρες τους).
Το 1966 γυρίζει την ταινία Ραντεβού στη Λισαβόνα (A Man Could Get Killed) με συμπρωταγωνιστή τον Τζέιμς Γκάρνερ. Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται ο Φρανκ Σινάτρα στο τραγούδι «Strangers in the night», το οποίο αρχικά είχε προταθεί να τραγουδήσει η Μελίνα Μερκούρη.
Σημαντική στιγμή στην κινηματογραφική της καριέρα είναι το φιλμ Υπόσχεση την αυγή (1970). Πολλοί μιλούν ότι η εξαιρετική της ερμηνεία θα την οδηγήσει στα Όσκαρ, κάτι που όμως δεν επαληθεύεται. Όμως είναι τρίτη φορά υποψήφια για βραβείο ερμηνείας στις Χρυσές Σφαίρες. Η ταινία Δοκιμή (1974) είναι εμπνευσμένη από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στην οποία συμμετέχουν μια σειρά από σπουδαίες προσωπικότητες (Λόρενς Ολιβιέ, Άρθουρ Μίλερ, Λίλιαν Χελμαν, Μίκης Θεοδωράκης κ.ά.) Το 1977 γυρίζει το τελευταίο της φιλμ Κραυγή γυναικών, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Η ταινία δεν σημειώνει επιτυχία, όμως προβάλλεται στο φεστιβάλ των Καννών.
Η Μελίνα Μερκούρη τραγουδούσε από τα παιδικά της χρόνια, όπως μαρτυρούν ο αδελφός της Σπύρος Μερκούρης και άλλοι που τη γνώριζαν από μικρή. Έκανε σπουδαία πορεία στη δισκογραφία καθώς έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκοι της, πέρα από soundtracks ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και κορυφαία ερμηνεία μουσικών έργων των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ. Εμφανίσεις έκανε και στην τηλεόραση, σε σειρά ντοκιμαντέρ του BBC σε επεισόδιο με τίτλο «Η Ελλάδα της Μελίνας», από όπου και ο ομώνυμος δίσκος του Σταύρου Ξαρχάκου, όπως και σε σήριαλ και εκπομπές στη Γαλλική και τη Γερμανική τηλεόραση. Επίσης έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη). Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητας της από τους συνταγματάρχες: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα».
Κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974) πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα. Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποιήσει ενάντια στη χούντα. Κατά τη διάρκεια των αγώνων της έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας.
Στην Ελλάδα το Δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών οργανώθηκε ώστε να την αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο. Στον φάκελο της, ο οποίος δημοσιεύτηκε πρόσφατα, μεταξύ άλλων έγραφαν: «Να συγκεντρωθεί ό,τι έχει λεχθεί περί Μερκούρη από τους κομμουνιστάς και ιδίως από το ΚΚΕ και το οποίον να καταδεικνύη ότι η δράσις της εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του κομμουνισμού εν Ελλάδι. Το ανωτέρω υλικόν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί εις πάσαν ευκαιρίαν διά να καλλιεργηθεί εις το εξωτερικόν η πεποίθησις ότι η εν λόγω ηθοποιός είναι κομμουνίστρια. Αλλά και ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη του ανωτέρω υλικού επιβάλλεται να διοχετεύεται συνεχώς διά του ψιθύρου και διά δημοσιευμάτων ότι η Μερκούρη είναι κομμουνίστρια και εργάζεται όχι διά την Δημοκρατίαν αλλά διά τον κομμουνισμόν». Την ίδια εποχή, η λογοκρισία της Χούντας απαγόρευσε τους δίσκους και τις ταινίες της, ενώ της δήμευσαν όλη την περιουσία της.
Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων του «Illya Darling» στις Η.Π.Α, η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε να κάνει τις πρώτες δηλώσεις εναντίον της Χούντας, στην Αμερικανική τηλεόραση. Από εκείνη την περίοδο άρχισαν και οι απειλές κατά της ζωής της. Η αρχή έγινε με ένα τηλεφώνημα αγνώστου, ο οποίος ουρλιάζοντας την προειδοποίησε «Σκάσε σκύλα, για να μην σε κάνουμε εμείς να σκάσεις!». Ακολούθησαν και άλλα απειλητικά τηλεφωνήματα «Πόρνη! Κομμουνίστρια πόρνη! Οι συνταγματάρχες αναχαίτισαν την εισβολή πενήντα χιλιάδων κομμουνιστών στρατιωτών από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Νομίζεις πως θα δυσκολευτούν να σταματήσουν εσένα;» Παράλληλα δεχόταν εκατοντάδες γράμματα, μερικά από τα οποία ήταν γεμάτα μίσος και απειλές. Της έστελναν εικόνες σεξουαλικών βασανιστηρίων και διαστροφής.
Με την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και εγκαθίστανται μόνιμα πλέον. Αρχικά δέχεται πρόταση από το ΚΚΕ, όμως τελικά συνεργαζόμενη με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου ιδρύουν το Πανελλήνιον Σοσιαλιστικόν Κίνημα, αργότερα ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Με πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου, που έχει αναλάβει την προεδρία του Κινήματος, θέτει υποψηφιότητα στην Εκλογική περιφέρεια Β΄ Πειραιώς το 1974 αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής για λίγες ψήφους, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει το 1977. Υπηρετεί, ανελλιπώς τη Βουλή των Ελλήνων μέχρι το θάνατό της, τα τελευταία χρόνια ως βουλευτής Επικρατείας. Εκλέγεται, επίσης, συνεχώς στα ανώτατα καθοδηγητικά όργανα του ΠΑΣΟΚ, Κεντρική Επιτροπή και Εκτελεστικό Γραφείο.
Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985. Έδωσε έμφαση στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, καθώς και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Επίσης ανέθεσε τη μελέτη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας (ιστορικό κέντρο της Αθήνας) ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχαιολογικό πάρκο. Ενώ ως υπουργός πολιτισμού, υποστήριξε θερμά το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» με σκοπό να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους. Το 1990 διεκδίκησε τη δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία. Αντίπαλος της στις Δημοτικές εκλογές με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας, ήταν ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος εκλέχθηκε Δήμαρχος της Αθήνας.
Στη δεύτερη θητεία της στο Υπουργείο Πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του Πολιτισμού και της Θεατρικής Αγωγής στα σχολεία από την πρώτη του δημοτικού, γνωστό ως το Πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ – Εκπαίδευση και Πολιτισμός». Ήταν ίσως το τελευταίο μεγάλο όραμα της που ήθελε να πραγματοποιήσει, με σκοπό να γαλουχήσει τα παιδιά με τον πολιτισμό και τις τέχνες. Πίστευε ακράδαντα πως με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθούν μελλοντικοί πολίτες με ουσιαστική παιδεία. «Αν επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση του παιδιού στον πολιτισμό, θα δημιουργηθεί μια άλλη κοινωνία, μια άλλη νοοτροπία, μια άλλη πολιτική». Το πρόγραμμα αυτό, η Μελίνα το παρουσίασε λίγο πριν ταξιδέψει στις ΗΠΑ για λόγους υγείας και αποτέλεσε μια από τις μεγάλες της παρακαταθήκες στον πολιτισμό.
Μετά από πολύχρονη αντιμετώπιση του καρκίνου, εξέπνευσε στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994. Η σορός της, έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994, ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Στην κηδεία της συγκεντρώθηκε ίσως ο περισσότερος κόσμος, μετά από την πάνδημη κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (Νοέμβρης του 1968). Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο.
Ο θάνατός της προκάλεσε πρωτόγνωρες εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες στέλνουν συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα. Την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά, ενώ σβήνουν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους. Σύμφωνα με τους New York Times, αποτελεί πρακτική που συνηθίζεται για τους Αμερικανούς ηθοποιούς που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης. Η Μελίνα υπήρξε η μοναδική ξένη ηθοποιός που τιμήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Μπρόντγουεϊ.
Επίσης έχει ιδρυθεί, σύμφωνα με επιθυμία της, από το σύζυγό της Ζυλ Ντασέν και με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων παγκόσμιας ακτινοβολίας, όπως ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ο Γάλλος πολιτικός Ζακ Λανγκ κ.ά. το Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, το οποίο έχει ως στόχο την επιστροφή των κλαπέντων γλυπτών του Παρθενώνα.