Μελίνα Μερκούρη:«Όταν πρόκειται για την Ελλάδα,
γίνομαι η μεγαλύτερη ζητιάνα του κόσμου!»
Μια σπάνια συνέντευξη
της Μελίνας Μερκούρη στον Γιώργο Λιάνη
Η Μελίνα Μερκούρη, κατά πώς θα ’λεγαν οι ποιητές, στάζει Ελλάδα από τα δέκα της δάχτυλα! Η Μελίνα είναι «Ελληνική», κατά τον καβαφικό ορισμό, που λέει πως «ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιωτέραν…». Είναι όμορφο που τη συναντάω, ίδια και απαράλλαχτη, περίπου 10 χρόνια μετά την πρώτη μας συνέντευξη, τότε που οι Συνταγματάρχες άκουγαν «τα βήματα των Ερινύων» και αυτή είχε έρθει στην Αθήνα για έξι μόνο ώρες, για να κηδέψει τη μάνα της. Η Αθήνα είναι ντυμένη στα γιορτινά της. Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Μια ιδέα δική της, που μου φέρνει στο νου τη φράση της, στα δύσκολα χρόνια.
Βρήκα το σπίτι της όμοιο και απαράλλακτο με τα χρόνια της εξορίας, δίχως να έχει προστεθεί ούτε ένας πίνακας. Δίχως αυτό που λέμε «υπουργιλίκι», να γίνεται αντιληπτό πουθενά. Η ίδια, σεπτή σιωπή παντού. Καταλαβαίνει κανείς πως η Μερκούρη και ο Ντασέν έζησαν τη ζωή τους μ’ ένα τίποτα. Σαν ένα φιλμ. Όπως φαίνεται, η αυλαία της θεατρικής παρουσίας της, έπεσε βαριά. Πήρε τη μεγάλη απόφαση να αφοσιωθεί στα κοινά και να εγκαταλείψει και το σανίδι του θεάτρου και το πανί του σινεμά. Ολοφάνερο είναι ότι μέσα στην καρδιά της Μελίνας, άλλοτε αγέρωχη, άλλοτε υπέροχα δειλή, κατοικεί η αγάπη της, η λατρεία της, πρέπει να πω, για την Ελλάδα.
Τη βρήκα όμορφη, μέσα στη μαγγανεία της φωνής της και των γλυκών της ματιών. Έκπληκτος είδα ότι ακόμα και τώρα μοιάζει με ατίθαση έφηβη που θα αναστατώσει από στιγμή σε στιγμή το σύμπαν. Καραδοκεί σαν αιλουροειδές πάνω στον καναπέ, με συσπειρωμένο όμως τον θρύλο της, έτσι που να σε αναγκάζει να βρίσκεσαι σε σταθερή εγρήγορση, αν θέλεις να τα βγάλεις πέρα μαζί της.
Λένε πως ο θάνατος χτυπάει με την ίδια μεγαλοπρέπεια και τους ανώνυμους και τους επώνυμους. Ο θάνατος της Σιμόν Σινιορέ, μιας γυναίκας που πολύ αγάπησες στη ζωή σου, θα σε βρήκε αφύλακτη και τρωτή.
Η γνωριμία μου μαζί της και με τον Υβ Μοντάν συνδέεται στο μυαλό μου πάντα με τη Λίντα Άλμα. Η Λίντα Άλμα και ο Γιάννης Φλερύ χόρευαν υπέροχα σε ένα nightclub στο Παρίσι, όπου τραγουδούσε τότε νέος ο Υβ Μοντάν. Περαστική από το Παρίσι, για να πάω στην Ελβετία, όπου είχε χτυπήσει το πόδι του ο άντρας μου και θα υποβαλλόταν σε εγχείρηση, πέρασα να δω τη φίλη μου τη Λίντα. Όμως, βλέποντας τον Υβ Μοντάν… Γοητεύτηκα και καθηλώθηκα ακαριαία. Ήμουν πολύ νέα τότε και αυθόρμητη και πήγαινα σχεδόν κάθε βράδυ να βλέπω και ν’ ακούω τον Υβ, αυτόν τον υπέροχο καλλιτέχνη. Η Λίντα και ο Φλερύ μού τον σύστησαν, μου έδωσαν το τηλέφωνό του κι εγώ, μαζί με τις φίλες μου, του τηλεφωνούσαμε κάθε βράδυ! Γινόμουν φορτική, προσπαθώντας να μιλήσω μαζί του. Ένα βράδυ, αντί για τον Υβ, βγήκε στο τηλέφωνο μια κυρία και άκουσα μια φωνή απ’ αυτές που δεν ξεχνάς ποτέ στη ζωή σου. «Αει στο διάολο! Αφήστε μας ήσυχους!» Ήταν η Σιμόν Σινιορέ, με την οποία ο Υβ ήταν ερωτευμένος και επρόκειτο να παντρευτεί. Αργότερα, όταν ο Τζούλι (σ.σ.: Ζυλ Ντασέν) πήγε στη Γαλλία σαν εξόριστος, τον ακολούθησα, και εκεί ο Υβ και η Σιμόν άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες του σπιτιού τους, όπως έκαναν και για κάθε άλλο κατατρεγμένο καλλιτέχνη. Ήταν το σπίτι των εξόριστων. Κι αυτή μια οικοδέσποινα μοναδική. Από νέα, είχε μέσα της κάτι το επαναστατικό. Χώρια που δημιουργούσε ακατανίκητη έλξη σε όλους. Πολύ όμορφη, παρά το γεγονός ότι είχε αρχίσει λίγο να χοντραίνει, πολύ πρωτοπόρα και αποφασιστική, παρά την απογοήτευση που φαίνεται να εισέπραξε γνωρίζοντας σε ένα ταξίδι της τον ορθόδοξο κομμουνισμό. Σ’ εκείνο το σπίτι, οι άντρες παίζαν χαρτιά. Ο Υβ τ’ αγαπούσε με πάθος. Εμείς με τη Σιμόν, δίπλα, ανοιγόμασταν σε ατέρμονες συζητήσεις, για τη μοίρα του ανθρώπου και του σοσιαλισμού. Εναγώνια ερωτήματα: Γιατί δώσαμε τη ζωή μας στην Αριστερά και αν πρέπει ή δεν πρέπει να την πάρουμε πίσω. Ο Σαρτρ και ο Σαγκάλ ήταν συχνά στην ομήγυρη, και για μένα όλα αυτά ήταν μια μύηση και μια σπουδή αλησμόνητη. Η Σιμόν Σινιορέ ως γυναίκα ήταν πολύ δηκτική. Μερικές στιγμές φλύαρη, με πλούσια γαλλικά. Σχεδόν καταδυνάστευε το χώρο. Δεσποτική, ανεξίκακη και σαγηνευτική. Μετέπειτα συνδεθήκαμε ακόμα περισσότερο, και τους δύσκολους καιρούς της δικτατορίας στην Ελλάδα, φιλοξενηθήκαμε κοντά της. Η Σιμόν και ο Υβ κουράστηκαν να υπογράφουν κείμενα διαμαρτυρίας εναντίον του καθεστώτος των δικτατόρων στην Ελλάδα. Ορκίζομαι πως βοήθησαν όσο λίγοι, και δεν είναι η στιγμή να πω τους χιλιάδες τρόπους με τους οποίους συμπαραστάθηκαν στην πατρίδα μας. Καλή της ώρα της Σιμόν, εκεί που είναι, πάντα θα θυμάμαι την αγάπη και τη ζεστασιά της σε μας και τον Κώστα Γαβρά, που τους χρωστάει σχεδόν τα πάντα. Ο έρωτάς της για τον Υβ ήταν απόλυτος. Η βοήθειά της σ’ αυτόν, ολοκληρωτική. Αυτή μας έμαθε πως η νοσταλγία για το μεγάλο έρωτα και την αγάπη δεν είναι αυτό που νομίζαμε.
Ας αλλάξουμε θέμα. Θα πρέπει να είσαι υπερήφανη για την Πολιτιστική Αθήνα. Με όλες τις ελληνικές μεμψιμοιρίες, θα πρέπει και οι εχθροί σου να σου αναγνωρίσουν τελικά πως έδωσες στην πόλη μια πολιτιστική άνοιξη και ένα κλέος καλλιτεχνικό, ασυναγώνιστο στο δυτικό κόσμο. Πώς αισθάνεσαι;
Νιώθω την Αθήνα σαν πολιτιστική πράξη και όχι σαν φεστιβάλ. Οι ξένοι πρεσβευτές έχουν ένα όραμα της πνευματικής Αθήνας μέσα τους και πρέπει να το εκμεταλλευτούμε. Και αυτό είναι καθολικό, δεν έχει να κάνει με ιδεολογίες και μπλοκ. Εγώ δεν έχω να προσθέσω τίποτε, παρά μόνο ότι τώρα αρχίζουμε και σύντομα θα ετοιμάσουμε έναν σοβιετικό και έναν γιαπωνέζικο μήνα στην Ελλάδα. Για την Ελλάδα, ο πολιτισμός είναι η πρώτη και μόνη της βιομηχανία. Θα πρέπει να καταλάβουμε κάποτε ότι, όπως οι θάλασσες και η γη μας, ζωντανή κληρονομιά είναι και ο Παρθενώνας, οι Δελφοί, η Δήλος, οι τραγικοί ποιητές και οι σοφοί της αρχαιότητας. Δεν ντράπηκα ποτέ να τεντώσω το χέρι και να ζητήσω από τους ξένους αυτά που ήθελα να δούμε στην Αθήνα. Όταν πρόκειται για την Ελλάδα, γίνομαι η μεγαλύτερη ζητιάνα. Από τότε που ήμουν παιδί δημάρχου και αργότερα ως ηθοποιός και πιο αργά ως εξόριστη, μπόρεσα να μιλήσω με το δικό μου, α λα Μελίνα τρόπο για την Ελλάδα. Και πάσχω από αυτήν την έμμονη ιδέα, και πάρτε το απόφαση.
Δεν θα έλεγα ότι όλα τα υψηλά ιστάμενα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που έχω γνωρίσει, έχουν το ίδιο όραμα για την Ελλάδα. Συνάντησα συχνά μια πιο πεζή και κατά συνέπεια λιγότερο πνευματική αντίληψη.
Ο Ανδρέας δεν με έβαλε καθόλου τυχαία στο υπουργείο Πολιτισμού. Πιστεύω και στην εξυπνάδα του και στην ικανότητά του να επιλέγει αυτούς που θέλει για εκεί που πρέπει. Είναι τολμηρός και ευφάνταστος. «Θα πας», μου είπε, «για βουλευτής στη Β’ Πειραιά, γιατί εσύ έκανες θρύλο αυτήν την πόλη στα πέρατα του κόσμου, και θα δεις ότι ο λαός θα σε τιμήσει». Όπως και έγινε. Σε μια ανδροκρατούμενη και δύσκολη περιφέρεια, ο λαός με τίμησε. Πλανώνται αυτοί που πιστεύουν ότι ο Ανδρέας ήθελε να βάλει τον πολιτισμό μέσα σε ένα ντουλάπι. Μπορεί να μην είμαι η καλύτερη υπουργός Πολιτισμού, αλλά σίγουρα κατέχω το θέμα καλά.
Θα με αναγκάσεις να σου πω ότι πέρα από τις τυπικές φωτογραφημένες πρεμιέρες στις οποίες παρίστανται μερικοί αξιωματούχοι του, η αληθινή αγάπη για την τέχνη απουσιάζει. Και δεν τη σώζει βέβαια το γκαλά στο Intercontinental. Γι’ αυτό και οι διανοούμενοι δεν ανήκουν στο χώρο σας.
Μπορεί οι διανοούμενοι από παράδοση να ανήκουν στο χώρο της Αριστεράς, αλλά εμείς δεν κάναμε τίποτα για να τους φέρουμε κοντά μας. Τι σημαίνει αυτό; Δεν θέλουμε τέχνη κομματικοποιημένη. Δεν προσηλυτίσαμε, αφήσαμε την τέχνη αδέσμευτη, με τη δική της κριτική στα πράγματα. Βοηθήσαμε τους πάντες και τα πάντα, και όχι τους ανθρώπους του κόμματός μας. Ο Ανδρέας δεν υποτίμησε ποτέ το Υπουργείο Πολιτισμού. Όταν όλες οι εφημερίδες φώναζαν σαν Κασσάνδρες ότι θα καταργηθεί, στο μυαλό του ωρίμαζε η ανάπτυξή του, με τον ταιριαστό γάμο της τέχνης και του αθλητισμού με τη λαϊκή επιμόρφωση.
Θα μπορούσε να είναι αληθινή η φήμη που έλεγε πως δεν θα είσαι πλέον Υπουργός Πολιτισμού, παρά Πρέσβειρα στο Παρίσι; Ε, λοιπόν, θα πήγαινες; Δεν θα αισθανόσουν υποτιμητικά;
Αν μου ανέθεταν κάτι που ήξερα να το κάνω, θα το έκανα. Θα αρνιόμουν, όμως, οτιδήποτε πίστευα πως δεν ταιριάζει με τα προσόντα, τις γνώσεις και το χαρακτήρα μου. Σε αυτήν την περίπτωση, θα ξαναγύριζα στο θέατρο, προσπαθώντας να ενώσω και πάλι τον εαυτό μου με την κλωστή αυτής της καριέρας, που έσπασε τόσες φορές. Θα βοηθούσα βέβαια με κάθε τρόπο πάντα το ΠΑΣΟΚ. Επιτέλους, θα έβγαζα και κάποια χρήματα που αρκετή ανάγκη τα έχουμε, και ο Ντασέν και εγώ. Γιατί από τότε που γίναμε υπουργοί και ασχοληθήκαμε με τα κοινά, πολύ φτωχύναμε.
Νομίζεις πως η πολιτική σε έφθειρε καθόλου; Ο νόστος για το γυρισμό στη σκηνή δεν είναι κάποιες στιγμές αβάσταχτος;
Αυτό το ξέρω μόνο εγώ. Και είναι ένα καλά φυλαγμένο μυστικό. Αλλά εμένα η δικτατορία χτύπησε την πατρίδα μου όταν έπαιζα στην Αμερική τον «Ζορμπά» (σ.σ. το μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ») και δεν είχα περιθώρια άλλης επιλογής. Η δικτατορία δεν χτύπησε ποτέ την πόρτα της Τζέιν Φόντα και έτσι αυτή και οι συνάδελφοί της έχουν την πολυτέλεια να είναι πολιτικοποιημένοι χωρίς να χρειαστεί να θυσιάσουν την καλλιτεχνική τους υπόσταση. Για μένα η χούντα σήμανε καλλιτεχνική πανωλεθρία. Έχασα τις καλύτερες προτάσεις, στην καλύτερη στιγμή της ζωής μου. Αίφνης επρόκειτο να κάνω μια ταινία με τον Τζον Χιούστον και να παίξω το «Ρόουζ Τατού» στο θέατρο. Ποτέ μου δεν μετανόησα για το δρόμο που διάλεξα. Μόνο κάτι στιγμές ένα αγκάθι πληγώνει την καρδιά μου και η νοσταλγία απογειώνεται με βογκητά για τον όμορφο κόσμο της σκηνής. Θα ήθελα να γυρίσω κάποια στιγμή στο θέατρο, και όσο κι αν φαίνεται παράξενο και μακρινό, αυτό το διαισθάνομαι ότι θα γίνει. Για την ώρα, παίζω δυναμικά σαν θεατής όλες τις παραστάσεις που ανεβάσαμε σαν υπουργείο και όλους τους μεγάλους ρόλους που θα ήθελα να κάνω.
Βιάζομαι να σου πω πως στα πλαίσια της Πολιτιστικής Αθήνας είδα τη συναυλία του Μάνου Χατζιδάκι στη Ρωμαϊκή Αγορά. Ήταν στην κυριολεξία μια ουράνια επί γης συναυλία. Αλλά γιατί έλαμψες διά της απουσίας σου; Μήπως για λόγους πολιτικούς; Πάντως έχασες την καλύτερη συναυλία των τελευταίων χρόνων.
Δεν μπορούσα να πάω. Αλλά πιστεύω στο παιχνίδι των ίσων κανόνων. Πιστεύω στο fairplay. Δεν μ’ αρέσει να μου τη σκας όταν είσαι φίλος μου. Και ο Μάνος Χατζιδάκις είναι φίλος αγαπημένος. Αν του συμβεί ποτέ κάτι, θα είμαι αυτή που θα τον κλάψει περισσότερο. Στις χαρές του μπορώ να απουσιάζω, στη λύπη του θα είμαι κοντά, δεν θα απουσιάσω ποτέ.
Μέσα στον καλλιτεχνικό ευδαιμονισμό που ζήσαμε αυτό το καλοκαίρι, δεν είδαμε κάποια λαμπρά δικά μας ονόματα στην Πολιτιστική Αθήνα: Ειρήνη Παπά, Μιχάλης Κακογιάννης, Μίκης Θεοδωράκης.
Στον Κακογιάννη και στην Ειρήνη Παπά έγινε πρόταση, αλλά ποτέ δεν έφτασε στο υπουργείο κάτι. Αυτοστιγμεί θα γινόταν δεκτή. Για τον Μίκη υπήρξε μια λαμπρή συναυλία, η «7η Συμφωνία» του, που ανέβηκε στο Ηρώδειο με τη Συμφωνική της Μόσχας και τον Κιταγιένκο. Άλλωστε, στον Κακογιάννη δόθηκε για την ταινία του το μεγαλύτερο ποσόν που δόθηκε ποτέ σε Έλληνα δημιουργό.
Ποιοι σε βοήθησαν στην Πολιτιστική Αθήνα;
Περίπου επτακόσιοι νέοι άνθρωποι, αρχιτέκτονες, σκηνοθέτες, δημιουργοί, στρατεύθηκαν κοντά στο Υπουργείο Πολιτισμού για μεγάλο διάστημα. Το άνθος της ελληνικής σκέψης έφτιαξε αυτές τις περίφημες εκθέσεις που είδατε. Κάποτε πρέπει να δώσω στη δημοσιότητα αυτόν το λαμπρό κατάλογο. Βέβαια, και την ψυχή τους έδωσαν ο αδελφός μου Σπύρος και ο άνδρας μου ο Τζούλι. Το τεράστιο κύρος του Ντασέν άνοιξε όλες τις πόρτες εύκολα. Θα πρέπει διακριτικά να υπενθυμίσω γι’ αυτούς τους ίδιους, πως δεν πήραν ούτε μια δραχμή.
Αρκετά για τα πολιτικά. Αυτό που σε συνοδεύει σαν θρύλος σε όλη τη γη, είναι το ταμπεραμέντο σου και το μεσογειακό πάθος. Είτε το θέλεις είτε όχι, ακόμα και όταν δεν είσαι παρούσα, «Μελίνα» σημαίνει κάποια συγκεκριμένα πράγματα που δεν αλλάζουν, όσα υπουργεία κι αν πάρεις και όσες Αθήνες και να κάνεις «Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης». Τι γίνεται η άλλη Μελίνα;
Είμαι η ίδια πάντα, αλλά όχι αυτή που φαντάζεται ο κόσμος.
Η σχέση σου με τον Ντασέν είχε πάντοτε ένα ήπιο πάθος και μια ποιότητα. Μετάλλαξε με τον καιρό και τα χρόνια;
Έμεινε απαράλλαχτη. Η σχέση μου με τον Τζούλι μοιάζει με τη σχέση που έχω με την Ελλάδα. Υπάρχει σαν τη θάλασσα που έχει χίλιες όψεις, αλλά παραμένει ίδια.
Υπήρξες οργισμένο κορίτσι. «Κόρη κορυφαίων θυμών». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαμήλωσε ο τόνος μέσα σου;
Η καρδιά μου χτυπάει πάντα δυνατά για τους ανθρώπους και τα πράγματα. Αλλά η εκδικητική Μελίνα είναι κομμάτι του θρύλου. Καλώς υπάρχει, για να κάνει λίγο τρομερή τη ζωγραφιά μου. Πάντως, δεν υπάρχει άνθρωπος με πιο μεγάλη υπομονή από τη δική μου. Δεν χάνω την ψυχραιμία μου ποτέ. Είμαι, από μια άποψη, παγόνι. Τι κάνω μέσα στην κάμαρά μου, είναι άλλη ιστορία. Δεν έχω σπάσει τα νεύρα μου για τίποτε και για κανέναν, ούτε μέσα στην κάμαρά μου. Μπορεί οι νύχτες μου να είναι φριχτές, κυρίως επειδή δεν παίζω στο θέατρο, αλλά δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να πει ότι με είδε εκτός εαυτού. Η παρθενία του βλέμματός μου έχει διατηρηθεί και στα πρόσωπα και στα γεγονότα. Ποτέ δεν υπήρξα ανέμελη. Αντιθέτως, σαν στρατιώτης πάνω στο ντουφέκι του, παραφυλάω για να προφυλάξω ό,τι αγαπώ. Λαχτάρησα για πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που απόλαυσα, και αυτό δεν το υποπτεύεται κανείς για μένα. Κάποτε πρέπει να μιλήσω για την αληθινή οδοιπορία μου στην τέχνη. Πώς ξεκίνησα από την Ελλαδίτσα για να γίνω διεθνής ηθοποιός, και πως ο Έσπερος με τραβούσε ακατάπαυστα κοντά του. Υπάρχουν μυριάδες θυσίες που έχουν αποσιωπηθεί και είναι η μικρή άγνωστη περιουσία μου. Όταν θέλω να πάρω κουράγιο, στυλώνω τα μάτια μου σ’ αυτό το παράθυρο. Δες, φαίνεται η Ακρόπολη. Μου στέλνει πάντα μια αντιφεγγιά σαν αγιάτρευτη νοσταλγία, πραΰνει τη ζωή μου, μου θυμίζει το καθημερινό μου δικαίωμα στην ευτυχία αυτού του τόπου και στην προσωπική μου ακμή. Μα, θα μου πεις, η μόλυνση σχεδόν σπάει ορατά τους κίονες και την πόλη. Αλλά αγαπώ την Αθήνα, όπως ακριβώς είναι. Μου αρέσει αυτή η κιτς Αθήνα και δεν θα μπορούσα να ζήσω στο Ψυχικό για όλα τα χρυσάφια του κόσμου.
Λέγατε στην αρχή για τη Σινιορέ. Αλλά και ο Ροκ Χάτσον χάθηκε πριν από λίγες μέρες από το AIDS…
Με τον θάνατο δεν πρόκειται να συμφιλιωθώ ποτέ. Το πιο φοβερό είναι αυτή η ασθένεια. Εξευτελίζει τόσο γρήγορα το σώμα… Πάντως, με τον θάνατο συμφιλιώνομαι μόνο στο απόσπασμα από σφαίρα, όχι από αρρώστια. Αυτό δεν το καταλαβαίνω, το θεωρώ παράλογο.
Αυτά για τη Μελίνα σήμερα. Μια Μελίνα ώριμη και στοχαστική, που θεωρεί πως ό,τι και να γίνει, το γκολ στην Ελλάδα θα το βάζει πάντα το ΠΑΣΟΚ, και που σε κάποια στιγμή είπε για τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Είναι ένας σπάνιος πολιτικός. Έχει το δαιμόνιο της πολιτικής μέσα του. Είναι όσα λέει ο ποιητής: Όταν όλοι εμείς πενθούμε, αυτός ηλιοφορεί, και όταν όλοι εφησυχάζουμε, αυτός ιδεοφορεί».