Γέγονε την 7η Νοεμβρίου


...

Ο γέγονε… Γέγονε |


Γεγονότα

 

1185 – Μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού (1180), το Βυζάντιο βυθίστηκε σε έριδες και ακυβερνησία. Την ίδια περίοδο, στη Σικελία βασίλευε ο Γουλιέλμος Β’ ο «Καλός», που με πρόσχημα την προστασία του ανήλικου διαδόχου του αυτοκράτορα αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά της αυτοκρατορίας, με απώτερο στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Συγκέντρωσε ισχυρές δυνάμεις – κατά τις πηγές 80.000 άνδρες και 200 πλοία – υπό την ηγεσία των κόμητων Ριχάρδου και Βαλδουίνου ντ’ Ωτεβίλλ.

Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης (24 Αυγούστου 1185), οι Νορμανδοί χωρίστηκαν σε τρία σώματα: ένα έμεινε στη Θεσσαλονίκη, ένα λεηλατούσε γύρω από την Αμφίπολη, και το τρίτο, πορευόμενο προς την Πόλη, στρατοπέδευσε στη Μοσυνούπολη. Η διάσπαση αυτή αποδείχθηκε μοιραία. Ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς, με εμπειρία και αποφασιστικότητα, εκμεταλλεύθηκε τη σύγχυση και διέλυσε τα μεμονωμένα τμήματα κοντά στη Μοσυνούπολη και την Αμφίπολη, πριν κινηθεί προς τον Στρυμόνα για να αντιμετωπίσει την κύρια νορμανδική δύναμη υπό τον Βαλδουίνο.

Η σύγκρουση έγινε στον τόπο «τον λεγόμενον του Δημητρίτζη». Ο Βαλδουίνος, αντιλαμβανόμενος τη μειονεκτική του θέση, προσπάθησε να καθυστερήσει, ενώ οι άντρες του επέστρεφαν άτακτα από τις λεηλασίες. Ο Βρανάς, διαισθανόμενος το τέχνασμα, άλλαξε γρήγορα διάταξη και επιτέθηκε πρώτος. Οι Νορμανδοί ιππότες επετέθησαν με ορμή, αλλά χωρίς συντονισμό. Οι βυζαντινές δυνάμεις, υπέρτερες αριθμητικά, περικύκλωναν και εξόντωναν τα αποσπάσματα των ιπποτών, ενώ το νορμανδικό πεζικό διαλυόταν στον πανικό.

Η μάχη μετατράπηκε σε σφαγή· τα άλογα των Νορμανδών κατέρρεαν και οι ίδιοι πολεμούσαν απεγνωσμένα με ρόπαλα και ξίφη. Όταν ο σημαιοφόρος του Βαλδουίνου έπεσε και το λάβαρο καταρρίφθηκε, ο στρατός του διαλύθηκε. Ο Βαλδουίνος παραδόθηκε και ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς ανέτρεψε την εκστρατεία, σώζοντας την αυτοκρατορία από τη νορμανδική απειλή.

 

1934 – Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Όπερα της Βαλτιμόρης το μουσικό κομψοτέχνημα του ρώσου συνθέτη Σεργκέι Ραχμάνινοφ «Ραψωδία πάνω σε ένα θέμα του Παγκανίνι».

Ο Ραχμάνινοφ εμπνεύστηκε το έργο από το 24ο Καπρίτσιο του Παγκανίνι, ένα από τα πλέον διασκευασμένα έργα της κλασσικής μουσικής και το συνέθεσε από τις 3 Ιουλίου έως τις 18 Αυγούστου 1934 στη βίλα του κοντά στη λίμνη της Λουκέρνης στην Ελβετία, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών του. Η «Ραψωδία σ’ ένα θέμα του Παγκανίνι» αποτελείται από 26 μέρη (Εισαγωγή, Θέμα και 24 παραλλαγές).

Η πρεμιέρα του έργου, που διαρκεί γύρω στα 25 λεπτά, δόθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1934 στη Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών με τον ίδιο τον συνθέτη στο πιάνο και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, υπό τη διεύθυνση Λέοπολντ Στοκόφσκι. Με τους ίδιους συντελεστές ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το έργο, στις 24 Δεκεμβρίου 1934, στα στούντιο της RCA στο Κάμπντεν του Νιου Τζέρσεϊ.

Η μελωδική 18η παραλλαγή είναι το πιο γνωστό τμήμα του έργου και ένα από το πιο γνωστά κομμάτια της κλασικής μουσικής. Η 24η παραλλαγή παρουσιάζει μεγάλες τεχνικές δυσκολίες για τον πιανίστα και λίγο πριν από την πρεμιέρα του έργου, ο Ραχμάνινοφ, βιρτουόζος του πιάνου ο ίδιος, εξομολογήθηκε στον φίλο του πιανίστα Μπένο Μοϊσέβιτς τον φόβο του ότι θα του ήταν αρκετά δύσκολο να το ερμηνεύσει. Με την προτροπή του φίλου του, αντί του αλκοόλ που συνήθιζε να πίνει για να καλμάρει τα νεύρα του πριν από κάθε κοντσέρτο του, δοκίμασε ένα ποτήρι με ποτό μέντα. Η πρεμιέρα της «Ραψωδίας» είχε τρομακτική επιτυχία κι έτσι πριν από κάθε ερμηνεία του έργου αυτού δοκίμαζε πάντα ένα ποτήρι με μέντα. Έτσι, η 24η Παραλλαγή έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως «Παραλλαγή της Μέντας» (Crème de Menthe Variation).

 

1985 – Ο Ρούμπιν «Χάρικεϊν» Κάρτερ, γεννημένος το 1937 στο Νιου Τζέρσεϊ, υπήρξε κορυφαίος πυγμάχος των μεσαίων βαρών και σύμβολο αγώνα ενάντια στον ρατσισμό και την αδικία. Με δύσκολα παιδικά χρόνια και παραβατικό παρελθόν, βρήκε διέξοδο στην πυγμαχία, όπου ξεχώρισε για την εκρηκτική του δύναμη και την επιθετική τεχνική του. Το προσωνύμιο «The Hurricane» τον συνόδευε ήδη από τα πρώτα του βήματα στα ρινγκ.

Στις 17 Ιουνίου 1966, τρεις λευκοί άνδρες δολοφονήθηκαν σε μπαρ στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ. Παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, ο Κάρτερ και ο φίλος του Τζον Άρτις συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν το 1967 σε τέσσερις φορές ισόβια, στηριζόμενοι αποκλειστικά στις ψευδείς καταθέσεις δύο κακοποιών. Η δίκη θεωρήθηκε ρατσιστικά προκατειλημμένη και προκάλεσε διεθνή κατακραυγή. Αν και οι μάρτυρες ανακάλεσαν το 1974, ο Κάρτερ αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος και ξαναφυλακίστηκε δύο χρόνια αργότερα, περνώντας συνολικά 19 χρόνια πίσω από τα κάγκελα.

Η υπόθεσή του έγινε σύμβολο του αγώνα για δικαιοσύνη. Το 1975 ο Κάρτερ δημοσίευσε το βιβλίο του The Sixteenth Round, περιγράφοντας τη μάχη του για αθώωση. Την ίδια χρονιά ο Μπομπ Ντίλαν, εμπνευσμένος από την ιστορία του, έγραψε το εμβληματικό τραγούδι «Hurricane», καταγγέλλοντας τον θεσμικό ρατσισμό και συγκλονίζοντας την αμερικανική κοινή γνώμη. Μετά από νέα αναψηλάφηση της δίκης, τον Νοέμβριο του 1985, ο Κάρτερ αθωώθηκε οριστικά και αποφυλακίστηκε.

Η ζωή του ενέπνευσε και τον σκηνοθέτη Νόρμαν Τζούισον, που το 1999 γύρισε την ταινία «The Hurricane» με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον, ο οποίος απέσπασε διεθνείς διακρίσεις για την ερμηνεία του. Ο Ρούμπιν Κάρτερ έζησε τα τελευταία του χρόνια στον Καναδά, αφιερωμένος στην υποστήριξη αδίκως καταδικασμένων κρατουμένων. Πέθανε στις 20 Απριλίου 2014, στα 76 του χρόνια, δικαιωμένος ηθικά και ιστορικά.

 

Γεννήσεις

 

1943 – Τζόνι Μίτσελ, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ρομπέρτα Τζόαν Άντερσον. Γεννημένη στις 7 Νοεμβρίου 1943 στο Φορτ ΜακΛέοντ της Αλμπέρτα, είναι Καναδή τραγουδοποιός, τραγουδίστρια και εικαστικός, μία από τις σημαντικότερες μορφές της φολκ, ποπ και τζαζ μουσικής του 20ού αιώνα. Μεγάλωσε στο Σάσκατουν του Σασκάτσουαν, κόρη αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας και δασκάλας. Από μικρή αγάπησε τη μουσική και τη ζωγραφική, ενώ στα εφηβικά της χρόνια έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε φολκ τραγούδια στους δρόμους και σε μικρά μπαρ του Τορόντο.

Το 1965, ανύπαντρη και χωρίς οικονομική στήριξη, απέκτησε μια κόρη, την οποία αναγκάστηκε να δώσει για υιοθεσία — γεγονός που τη σημάδεψε βαθιά και επηρέασε τη θεματολογία πολλών τραγουδιών της. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον Αμερικανό μουσικό Τσακ Μίτσελ, από τον οποίο πήρε και το επώνυμό της, αλλά το ζευγάρι χώρισε σύντομα. Το 1997, μετά από δεκαετίες, συναντήθηκε ξανά με την κόρη της.

Το 1967 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και αργότερα στην Καλιφόρνια, όπου η καριέρα της απογειώθηκε. Κέρδισε το πρώτο της Γκράμμυ το 1969 και καθιερώθηκε με το άλμπουμ Blue (1971), το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της σύγχρονης μουσικής. Στη δεκαετία του 1970 συνδύασε τη φολκ με τη τζαζ, κυκλοφορώντας δίσκους-σταθμούς όπως For the Roses (1972), Court and Spark (1974), The Hissing of Summer Lawns (1975) και Hejira (1976). Το 1979 συνεργάστηκε με τον Τσαρλς Μίνγκους στο άλμπουμ Mingus.

Αν και στα επόμενα χρόνια η εμπορική της επιτυχία μειώθηκε, η καλλιτεχνική της επιρροή παρέμεινε τεράστια. Ο δίσκος Turbulent Indigo (1994) της χάρισε δύο Γκράμμυ, ενώ το έργο της αναγνωρίστηκε ευρύτερα μετά το 2000. Παράλληλα, παρουσίασε τα ζωγραφικά της έργα και συνέχισε να σχεδιάζει τα εξώφυλλα των άλμπουμ της. Σήμερα ζει μεταξύ Λος Άντζελες και Βρετανικής Κολομβίας, παραμένοντας μια εμβληματική φιγούρα της σύγχρονης τέχνης.

 

Θάνατοι

 

1910 – Λέων Τολστόι. Γεννήθηκε στη Γιάσναγια Πολιάνα (το οικογενειακό κτήμα 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τούλα) το 1828 και από το 1844 ως το 1847 σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν. Στον πόλεμο της Κριμαίας πήρε μέρος ως αξιωματικός του πυροβολικού και του απονεμήθηκαν πολλές ανώτερες διακρίσεις. Ο αποτροπιασμός για τις φρικαλεότητες του πολέμου αυτού καθρεφτίστηκε στα «Διηγήματα της Σεβαστούπολης (1855-1859)».

Στα διηγήματα αυτά ο Τολστόι δείχνει φανατικά την έχθρα του προς τον πόλεμο και παράλληλα εγκωμιάζει τον ηρωισμό των συμπατριωτών του στρατιωτών. Από το τέλος της δεκαετίας 1850-1860 ο Τολστόι εγκαταστάθηκε στη Γιάσναγια Πολλιάννα, άνοιξε σχολείο για τα αγροτόπαιδα και ίδρυσε το περιοδικό «Γιάσναγια Πολλιάννα». Προηγουμένως ταξίδεψε στη Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία και Γερμανία.

Στα 1862 ο Τολστόι παντρεύτηκε τη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς. Το 1863 τέλειωσε το διήγημά του «Οι Κοζάκοι», στο οποίο απεικόνισε τους ανθρώπους και τη φύση του Καυκάσου. Από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη». Το έργο αυτό αποτελεί έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Το βάθος της ψυχολογικής ανάλυσης, η αριστοτεχνική απεικόνιση ανθρώπινων μορφών και τοπίων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το «Πόλεμος και Ειρήνη» ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα.

Στο άλλο του μεγαλειώδες μυθιστόρημα, την «Άννα Καρένινα» (1873), αντικατοπτρίζεται ανάμεσα στα άλλα η τραγωδία μιας γυναίκας που έπεσε θύμα της ψεύτικης και απάνθρωπης ηθικής της κοινωνίας. Η δύναμη του κριτικού ρεαλισμού του Τολστόι εκδηλώθηκε στις σελίδες του μυθιστορήματός του «Ανάσταση» (1889).

Ο Τολστόι έγραψε και θεατρικά έργα όπως «Το κράτος του ζόφου», «Το ζωντανό πτώμα», «Οι καρποί της Παιδείας» (κωμωδία). Άλλα έργα του στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (1884), «Αφέντης και δούλος» (1895), «Τι πιστεύω», «Τι να κάνουμε λοιπόν» και η περίφημη πραγματεία του «Τι είναι τέχνη». Με τα θρησκευτικά κείμενά του ήρθε όμως σε αντιδικία με την εκκλησία της Ρωσίας, η οποία τον απέβαλε από τις τάξεις της το 1901.

Ο Λέων Τολστόι πέθανε το 1910 από πνευμονία στην περιοχή Αστάποβο σε ηλικία 82 ετών.

 

1980 – Στιβ ΜακΚουίν. Γεννημένος στις 24 Μαρτίου 1930 στην Ιντιάνα, υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του αμερικανικού κινηματογράφου. Μεγάλωσε σε δύσκολες συνθήκες, εγκαταλελειμμένος από τον πατέρα του και μεγαλωμένος από τους παππούδες του στο Μιζούρι, σε χρόνια Μεγάλης Ύφεσης. Από μικρός γνώρισε τη σκληρότητα της ζωής, αλλά και τη δύναμη της αυτοπειθαρχίας, την οποία απέκτησε αργότερα στο Σώμα Πεζοναυτών. Κατατάχθηκε το 1947, υπέστη επανειλημμένους υποβιβασμούς λόγω απειθαρχίας, όμως τελικά διακρίθηκε για την ανδρεία του όταν έσωσε πέντε συναδέλφους του σε άσκηση στην Αρκτική. Η εμπειρία αυτή, όπως έλεγε, τον έκανε «άνθρωπο».

Μετά την αποστράτευσή του το 1950, στράφηκε στην υποκριτική και σταδιακά καθιερώθηκε στο Χόλιγουντ ως «The King of Cool». Η ρεαλιστική, λιτή του ερμηνεία και η φυσική του γοητεία τον ανέδειξαν σε είδωλο της δεκαετίας του ’60. Ξεχώρισε σε ταινίες όπως Οι επτά ήταν υπέροχοι (1960), Η μεγάλη απόδραση (1963), Μπούλιτ (1968), Η υπόθεση Τόμας Κράουν (1968), Λε Μαν (1971) και Πεταλούδας (1973). Για την ερμηνεία του στο Τα βότσαλα της άμμου (1966) προτάθηκε για Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου — η μοναδική υποψηφιότητα της καριέρας του.

Παρά την αντισυμβατική του φύση και τις συχνές συγκρούσεις με σκηνοθέτες, το 1974 έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος ηθοποιός στον κόσμο. Παντρεύτηκε τρεις φορές — τη Νέιλι Άνταμς, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Άλι ΜακΓκρόου, και τη φωτογράφο Μπάρμπαρα Μίντι, με την οποία έζησε ως τον θάνατό του. Ο Στιβ Μακουήν πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 1980, σε ηλικία 50 ετών, από καρκίνο, αφήνοντας πίσω του τον μύθο του μοναχικού, αντι-ήρωα της μεγάλης οθόνης — ενός ανθρώπου που κατέκτησε τη δόξα με το δικό του, απείθαρχο στυλ.

 

————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia