...
Ο γέγονε… Γέγονε|
Γεγονότα
904 – Ισχυρός αραβικός στόλος -κυρίως πειρατικός- υπό το χριστιανό εξωμότη Λέοντα τον Τριπολίτη, αγκυροβολεί έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Ο Λέων ο Τριπολίτης, γνωστός στα αραβικά ως Ρασίκ αλ-Ουαρνταμί (رشيق الوردامي), καθώς και ως Γκουλάμ Ζουράφα (غلام زرافة), ήταν Έλληνας αποστάτης και διοικητής στόλου για λογαριασμό του Χαλιφάτου των Αββασιδών στις αρχές του 10ου αιώνα. Είναι περισσότερο γνωστός για την άλωση της Θεσσαλονίκης, την δεύτερη τη τάξει πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 904.
Το καλοκαίρι του 904, ο Λέων βρισκόταν επικεφαλής μίας μεγάλης ναυτικής εκστρατείας των Αββασιδών η οποία αποτελείτο από συνολικά 54 πλοία τα οποία προέρχονταν από τους στόλους της Αιγύπτου και της Συρίας, αρχικός στόχος των οποίων φέρεται να ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Ο αραβικός στόλος εισήλθε στα Δαρδανέλλια και λεηλάτησε την Άβυδο, καθώς το βυζαντινό ναυτικό υπό τον δρουγγάριο του πλωΐμου Ευστάθιο Αργυρό δίσταζε να τον αντιμετωπίσει.
Ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός αντικατέστησε τον Αργυρό με τον περισσότερο δραστήριο Ιμέριο, ωστόσο ο Λέων ο Τριπολίτης πρόλαβε την κίνηση των Βυζαντινών, υποχωρώντας προς τα δυτικά και κατευθυνόμενος προς την δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Αυτοκρατορίας, την Θεσσαλονίκη, την οποία και άλωσε έπειτα από τριήμερη πολιορκία στις 31 Ιουλίου 904.
Η άλωση της πόλης απέφερε στον μουσουλμανικό στόλο τεράστια λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους, οι οποίοι στην συνέχεια πωλήθηκαν ως σκλάβοι, συμπεριλαμβανομένου του αυτόπτη μάρτυρα Ιωάννη Καμινιάτη, ο οποίος και συνέγραψε τον κύριο απολογισμό της πολιορκίας και της άλωσης της πόλης. Οι αραβικές πηγές, μπερδεύοντας εσφαλμένα την Θεσσαλονίκη με την Αττάλεια, λανθασμένα αναφέρουν ότι ο Λέοντας άλωσε την τελευταία.
1014 – Η μάχη στο Κλειδί (βουλ. Беласишка битка, γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.
Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και έληξε με τη νίκη των Βυζαντινών.
Διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των οροσειρών της Κερκίνης και του Δυτικού Ορβήλου, κοντά στο χωριό Κλειδίον (σήμερα στη Βουλγαρία) 41°22′00″N 23°1′00″E. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων.
Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β’, ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε δύο μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά την στρατιωτική κατάρρευση της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας μετά την μάχη του Κλειδίου, η κατάληψη της επικράτειας από τους Βυζαντινούς δεν ήταν άμεση. Τα Βουλγαρικά εδάφη έγιναν επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1018.
1825 – Αποτυγχάνει, εξαιτίας της νηνεμίας που επικρατεί, προσπάθεια μοίρας του ελληνικού στόλου υπό τον Κωνσταντίνο Κανάρη να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Τον Ιούλιο του 1825 ο Ιμπραήμ είχε πατήσει για τα καλά το πόδι του στον Μοριά και σημείωνε τη μία επιτυχία μετά την άλλη απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες.
Την εποχή εκείνη, ο Κωνσταντίνος Κανάρης σκέφτηκε ένα παράτολμο σχέδιο ως αντιπερισπασμό προς τον Αιγύπτιο πολέμαρχο: να εκστρατεύσει στην πατρίδα του και να κάψει τον αιγυπτιακό στόλο, που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, μπροστά από το παλάτι του πατέρα του Μοχάμετ Άλι.
Το σχέδιο του κοινοποιήθηκε στους προύχοντες της Ύδρας Μανώλη Τομπάζη, Λάζαρο Κουντουριώτη και Αντώνιο Κριεζή, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν και αποφάσισαν να το θέσουν σε εφαρμογή. Με πάσα μυστικότητα για τον φόβο των κατασκόπων, ετοιμάστηκαν τρία πυρπολικά, ένα για τον Κανάρη, ένα για τον Αντώνιο Βώκο και το άλλο για τον Μανώλη Μπούτη, Τα πυρπολικά θα συνοδεύονταν από τα μεγάλα πλοία του Κριεζή και του Τομπάζη, που θα είχε το γενικό πρόσταγμα της επιχείρησης.
Ο στολίσκος απέπλευσε από την Ύδρα στις 23 Ιουλίου 1825 και στις 29 Ιουλίου βρισκόταν έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Αμέσως, ο Τομπάζης συγκάλεσε σύσκεψη στο πλοίο του και αποφασίσθηκε τα μεν πλοία να παραμείνουν έξω από το λιμάνι, όσο το δυνατόν αφανή από τα παρατηρήρια του εχθρού, τα δεν πυρπολικά να εισδύσουν στο λιμάνι και αφού επιτελέσουν το έργο τους οι πυρπολητές να επιστρέψουν με τις λέμβους στα πλοία. Στους πυρπολητές δόθηκαν σαφείς εντολές να μην βλάψουν σκάφη με ξένη σημαία.
Το σχέδιο πήγε από την αρχή στραβά. Ο Κανάρης όρμησε πρώτος με το πυρπολικό του και άφησε αρκετά πίσω τους Βώκο και Μπούτη. Μέχρι να συνεννοηθούν για να εισέλθουν και οι τρεις ταυτόχρονα στο λιμάνι, είχαν παρέλθει πολύτιμες ώρες. Ο ήλιος άρχισε να δύει, όταν ο Κανάρης αποφάσισε να ενεργήσει μόνος και στράφηκε με το πυρπολικό του προς το λιμάνι. Όμως, για κακή του τύχη τον αντιλήφθηκε ο πλοηγός του λιμανιού και αφού διαπίστωσε ότι δεν ήταν εμπορικό, αλλά εχθρικό πλοίο, προσπάθησε να κάνει ανεπιτυχώς ρεσάλτο στο πλοίο του Κανάρη και να το εμποδίσει να εισέλθει στο λιμάνι.
Ο Κανάρης γνώριζε τη διάταξη του λιμανιού της Αλεξάνδρειας από παλαιότερα ταξίδια του και κατηύθυνε το πυρπολικό του προς την αποβάθρα των ανακτόρων του Μοχάμετ Άλι, μπροστά από την οποία ήταν ελλιμενισμένες μεγάλες φρεγάτες και η ναυαρχίδα του στόλου. Όμως, ο άνεμος μεταβλήθηκε ξαφνικά κι έπαψε να είναι ευνοϊκός για τον θρυλικό ναυμάχο. Το πυρπολικό του δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει. Εν τω μεταξύ, είχε γίνει αντιληπτό από τους Αιγυπτίους, που εκινούντο προς αντιμετώπισή του.
Ο Κανάρης, ευρισκόμενος πλέον σε δύσκολη θέση, άναψε το πυρπολικό και προσπάθησε να το ρίξει πάνω σ’ ένα επισκευαζόμενο αιγυπτιακό δίκροτο. Με τους άνδρες του επιβιβάσθηκε στη συνοδευτική λέμβο για εξέλθει από το λιμάνι. Το πυρπολικό δεν βρήκε στόχο, αφού το αιγυπτιακό πλοίο έλυσε κάβους και απομακρύνθηκε, ενώ η λέμβος του δεχόταν καταιγιστικά πυρά από τον εχθρό. Βαλλόμενη ακατάπαυστα κατόρθωσε να φθάσει στο στόμιο του λιμανιού, όπου συνάντησε τον Βώκο με το πυρπολικό του, ενώ ο Μπούτης παρέμενε έξω από το λιμάνι. Από τη δραματική επιχείρηση διαφυγής του Κανάρη σκοτώθηκαν δύο μέλη του πληρώματός του, οι Παντελής Τζιτζάς και Ιωάννης Χούντας και τραυματίσθηκαν πέντε, οι Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Αγγελής Γκλάβας, Νικόλαος Δήμου, Γεώργιος Ψαριανός και Νικόλαος Μανιάτης.
Ο Μοχάμετ Άλι αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την επιθετική ενέργεια του ελληνικού πυρπολικού, διέταξε τα πλοία του να καταδιώξουν τον ελληνικό στολίστο, ενώ ο ίδιος επιβιβάσθηκε σε μία κορβέτα και ανοίχτηκε στο πέλαγος. Όμως, τα ελληνικά πλοία είχαν προλάβει να απομακρυνθούν. Στις 18 Αυγούστου 1825 επέστρεψαν στην Ύδρα, όπου τους επιφυλάχθηκε υποδοχή ηρώων.
Το γεγονός προξένησε αίσθηση και θαυμασμό για τον Κωνσταντίνο Κανάρη στα ευρωπαϊκά κέντρα. Γάλλοι φιλέλληνες εξεγέρθηκαν, όταν εγράφη ότι στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας γαλλικό πολεμικό πλοίο (μπρίκι) κανονιοβόλησε το πυρπολικό του Κανάρη. Ο γάλλος υπουργός Βιλέλ αναγκάσθηκε να προβεί σε διάψευση του συμβάντος ενώπιον της Βουλής.
1900 – Ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμβέρτος Α’ δολοφονείται από τον αναρχικό Γκαετάνο Μπρέσι.
Ο Γκαετάνο Μπρέσι (Gaetano Bresci, Coiano, Πράτο, Τοσκάνη, Βασίλειο της Ιταλίας, 10 Νοεμβρίου 1869 – Νησί Αγίου Στεφάνου, Ventotene, Latina, Λάτσιο, 22 Μαΐου 1901) ήταν Ιταλός αναρχικός και ακτιβιστής, δολοφόνος του Ιταλού μονάρχη Ουμβέρτου Α΄ του «Καλού». Ο Μπρέσι μετανάστευσε στο Πάτερσον της Νέας Υερσέης των ΗΠΑ σε νεαρή ηλικία, όπου εντάχθηκε σε έναν πυρήνα Ιταλών μεταναστών και εργάστηκε ως υφαντουργός.
Αργότερα διακρίθηκε σε τοπικές συνδικαλιστικές δράσεις, ενώ υιοθέτησε αναρχικές ιδέες και έγινε εκδότης μίας τοπικής εφημερίδας της ίδιας πολιτικής τοποθέτησης, με τίτλο «Το Κοινωνικό Ζήτημα» («La Questione Sociale»). Πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη κοινωνικών δράσεων με χρηματικές εισφορές των μελών της εφημερίδας του.
Αποφάσισε να δολοφονήσει τον Ιταλό μονάρχη, έπειτα από τη σφαγή δεκάδων Ιταλών εργατών που διαδήλωναν άοπλοι για καλύτερες εργασιακές συνθήκες, στο Μιλάνο από τις 6 έως τις 10 Μαΐου 1898. Μεταξύ των τουλάχιστον 80 νεκρών ήταν και η αδελφή του Μπρέσι. Τότε εκείνος αιτήθηκε την επιστροφή ενός σημαντικού ποσού (150 δολαρίων) που είχε συνεισφέρει στην κοινή οργάνωση (κάτι που προκάλεσε την έντονη δυσφορία των συντρόφων του) και με αυτό πραγματοποίησε το ταξίδι στην χώρα του, όπου στη Μόντσα, στις 29 Ιουλίου του 1900 χρησιμοποιώντας ένα ρεβόλβερ 32 χιλ., πυροβόλησε τέσσερις φορές από κοντινή απόσταση τον Ιταλό βασιλέα και τον σκότωσε, ως αντίποινα για τη δολοφονία των εργατών. Συνελήφθη και κακοποιήθηκε, ενώ δήλωσε ότι η πράξη του ήταν συμβολική, κατά ενός τυραννικού θεσμού, όχι ενός προσώπου.
Γεννήσεις
1792 – Πέτερ φον Ες. Γεννήθηκε το 1792 στο Ντύσσελντορφ και ήταν γιoς του Κάρολου Χριστόφορου Ες (1755-1808) αργότερα καθηγητή της χαλκογραφίας στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών στο Ντύσσελντορφ, γνωστός για τις εγχαράξεις έργων μεγάλων ζωγράφων, όπως Ρέμπραντ και Ραφαήλ. Οι πρώτες εμπειρίες του ήταν η τέχνη της χαρακτικής που ασκούσε ο πατέρας του. To 1806 στην ηλικία των δεκαέξι ετών εισήχθηκε στη Ακαδημία του Μονάχου. Έγινε γνωστός αργότερα με τους πίνακές του «Η μάχη του Αρσί επί του Ώβ» 1817 και του «Καταυλισμού αυστριακού στρατού» 1823.
Το 1833 ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος του ανέθεσε την απεικόνιση των ηρώων και των σκηνών της ελληνικής Επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό συνόδευσε τον Όθωνα στη Ελλάδα, όπου παρέμεινε εννιά μήνες για να γνωρίσει τους τόπους όπου διαδραματίσθηκαν τα ηρωικά γεγονότα του 1821, αλλά και οι πρωταγωνιστές που συμμετείχαν σ΄αυτά.
Ο Ες πράγματι ετοίμασε 39 σχέδια τα οποία αν και προορίζονταν για τη βασιλική κατοικία του Μονάχου, τοποθετήθηκαν τελικά στον παρακείμενο αυτής Κήπο της Αυλής (Χόφγκαρτεν) και συγκεκριμένα στη βόρειες στοές (Arcaden) ώστε να είναι προσιτά στους κατοίκους του Μονάχου σε μία προσπάθεια προσέγγισης του βαυαρικού και του ελληνικού λαού.
Η μεταφορά στους τοίχους έγινε από το ζωγράφο Friedrich Christoph Nilson το 1841-1844. Όμως, κατά τους συμμαχικούς βομβαριδισμούς του Μονάχου στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι στοές καταστράφηκαν, και τα έργα αργότερα αποτοιχίστηκαν. Ωστόσο, η συνολική εικόνα του φιλόδοξου αυτού εικονογραφικού προγράμματος διασώθηκε στα αρχικά σχέδια και στη λιθογραφική αναπαραγωγή τους το 1842 στο Μόναχο, με διευκρινιστικό κείμενο στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά. 32 από τις 39 συνολικά επιχρωματισμένες λιθογραφίες του Ες εκτήθενται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη, ενώ κάποιες από αυτές κοσμούν την αίθουσα συναλαγών του κεντρικού καταστήματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στην οδό Αιόλου.
Ο Ες ξαναήρθε στην Ελλάδα και δεύτερη φορά για την επιζωγράφιση της κεντρικής αίθουσας του νεόδμητου τότε ανακτόρου. Δυστυχώς όμως τα καλλιτεχνήματα αυτά καταστράφηκαν μερικώς κατά την πυρκαγιά των ανακτόρων τον Δεκέμβριο 1909 ενώ τα εναπομείναντα αφαιρέθηκαν κατά την μεταρρύθμιση των παλαιών ανακτόρων σε μέγαρο της Βουλής. Ο πίνακας που απεικονίζει την είσοδο του Όθωνος στο Ναύπλιο κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν παρών και ο ίδιος ο ζωγράφος βρίσκεται σήμερα στη Νέα Πινακοθήκη του Μονάχου, όπως και ο πίνακας που απεικονίζει την υποδοχή του Όθωνος στην Αθήνα. Το 1839 μετακλήθηκε στη Ρωσία και, κατά παραγγελίαν του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, ζωγράφισε οκτώ μεγάλους πίνακες που αναπαριστούν τα συμβάντα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806–1812).
1925 – Μίκης Θεοδωράκης (Χίος, 29 Ιουλίου 1925 – Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 2021) ήταν Έλληνας συνθέτης, στιχουργός και πολιτικός κρητικής και μικρασιατικής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες και ως μια από τις επιδραστικότερες και σπουδαιότερες προσωπικότητες της Ελλάδας στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και 5 φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου, μία φορά με την Ε.Δ.Α., δύο φορές με το Κ.Κ.Ε και δύο ως ανεξάρτητος με το ψηφοδέλτιο της Ν.Δ, ενώ παράλληλα ήταν ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983. Μέχρι τον θάνατό του, θεωρούταν ως ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας συνθέτης του 21ου αιώνα.
Είχε ασχοληθεί με πολλά είδη της μουσικής, ενώ είχε συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το Συρτάκι για την κινηματογραφική ταινία Ζορμπάς ο Έλληνας (Zorba the Greek, 1964). Επίσης είχε ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου.
Συνθέσεις του έχουν ερμηνευτεί από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, η Τζόαν Μπαέζ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ έχει γράψει μουσική για γνωστές ταινίες όπως: Φαίδρα (1962), Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (1969) και Σέρπικο (1973). Το 1970, για τη μουσική στη ταινία Ζ, του απονεμήθηκε το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία του 1974, για την ταινία State of Siege, και το 1975, για την ταινία Serpico. Επίσης ήταν υποψήφιος για Γκράμι το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών Ζορμπάς και Serpico αντίστοιχα.
Το 2000 προτάθηκε για βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση, χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1976), Κώστας Βάρναλης (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1959) Γιώργος Σεφέρης (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1963), Πάμπλο Νερούδα (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979). Ήταν βασική φωνή κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών η οποία τον φυλάκισε και απαγόρευσε τα τραγούδια του.
Απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 σε ηλικία 96 ετών και τάφηκε, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, στον Γαλατά Χανίων, στην Κρήτη.
Θάνατοι
1979 – Χέρμπερτ Μαρκούζε. Ήταν Γερμανός θεωρητικός μαρξιστής, εβραϊκής καταγωγής, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, και μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Γεννημένος στο Βερολίνο, ο Μαρκούζε σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ και στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, από το οποίο έλαβε το διδακτορικό του.
Αποτελούσε σημαντική προσωπικότητα του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας στη Φρανκφούρτη, αργότερα γνωστό ως Σχολή της Φρανκφούρτης. Ήταν παντρεμένος με τη Σόφι Βέρτχαϊμ (1924-1951), την Ίνγκε Νόιμαν (1955-1972) και την Έρικα Σερόβερ (1976-1979). Στα έργα του, ο Μαρκούζε ασκούσε κριτική στον καπιταλισμό, στη μοντέρνα τεχνολογία, στον ιστορικό υλισμό και στον πολιτισμό της ψυχαγωγίας, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, ο Μαρκούζε αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του κινήματος που έγινε γνωστό ως Νέα Αριστερά, όντας γνωστός ως «Ο πατέρας της Νέας Αριστεράς»,[6] καθώς και των φοιτητικών κινημάτων στη Γερμανία, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Από το 1943 μέχρι το 1950, ο Μαρκούζε εργάστηκε για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, πράγμα που τον βοήθησε στη συγγραφή του βιβλίου Σοβιετικός Μαρξισμός: Μια Κριτική Ανάλυση (1958). Τα γνωστότερα έργα του είναι τα βιβλία Έρως και πολιτισμός (1955) και Ο μονοδιάστατος άνθρωπος (1964). Η μαρξιστική του σκέψη ενέπνευσε πολλούς ριζοσπάστες διανοούμενους και πολιτικούς ακτιβιστές στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
2004 – Ρένα Βλαχοπούλου. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού, ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου, η οποία τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί και πήγαινε συχνά με τον πατέρα της στο αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο, αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις “Άγκυρα” με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις τέχνες.
Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1940 έως το 1994 και σε 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή, όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη κι αυτό γιατί θεωρούσε πως αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις απάντησε: “Μωρή άει στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!”.
Απεβίωσε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να χειρουργηθεί, έχοντας υποστεί διάτρηση στομάχου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου την ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι Αγίου Λαζάρου του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Η κηδεία της τελέστηκε δημοσία δαπάνη το Σάββατο 31 Ιουλίου 2004 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας “Μάντζαρος” που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους.
Τον Σεπτέμβριο του 2016 το πολυτελές σπίτι της Ρένας Βλαχοπούλου στην περιοχή Δασιά της Κέρκυρας πουλήθηκε σε μια ελληνική κατασκευαστική εταιρεία προκειμένου να ανακαινιστεί και να νοικιάζεται. Έχει ακόμα και σήμερα τον τίτλο της τελευταίας κόμισσας της Κέρκυρας.
————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia

