...
Ο γέγονε… Γέγονε |
Γεγονότα
451 – Ολοκληρώνεται η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας. Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος συνεκλήθη στην Χαλκηδόνα το 451 από το αυτοκρατορικό ζεύγος Μαρκιανού και Πουλχερίας. Σε αυτήν συζητήθηκε και ήρθη μια διαφωνία, που κράτησε για μια εκατονταετία περίπου, σχετικά με την απόδοση του Χριστολογικού δόγματος: η Αλεξανδρινή, μέχρι τότε, μονοφυσιτική σχολή και από την άλλη η δεύτερη μεγάλη θεολογική σχολή, η Αντιοχειανή, με την δυοφυσιτική ορολογία.
Ο αριθμός των μελών που υπέγραψε τις αποφάσεις της Συνόδου υπερέβη τους 600 επισκόπους, γεγονός που την καθιστά την πολυπληθέστερη από όλες τις προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους.
Στις πρώτες συνεδρίες της λειτούργησε ως ανώτερο συνοδικό δικαστήριο με κύριους κατηγορουμένους τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Διόσκορο και άλλους πρωταγωνιστές της Ληστρικής συνόδου της Εφέσου. Με την διευθέτηση του ζητήματος αυτού, οι επόμενες συνεδρίες είχαν ως θέμα τα ζητήματα πίστεως.
Η σύνοδος αποφάσισε ότι σωστότερη ορολογία του δόγματος είναι η δυοφυσιτική εις Χριστόν εν δύο φύσεσι μετά την ένωση χωρίς να αναιρεί την Εφεσιανή φόρμουλα μια φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη του 431, όπως διαμορφώθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Κύριλλο. Με την απόφαση της Χαλκηδόνας πολλές εκκλησίες αποσχίστηκαν λόγω του ότι θεώρησαν το δόγμα ως Νεστοριανικό. Αυτές είναι γνωστές ως Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες.
1755 – Στις 9:20 το πρωί της 1ης Νοεμβρίου 1755, ανήμερα των Αγίων Πάντων, η Λισαβόνα συγκλονίστηκε από έναν σεισμό 9 Ρίχτερ, έναν από τους ισχυρότερους που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη. Μέσα σε λίγα λεπτά, η πόλη μετατράπηκε σε ερείπια. Ακολούθησαν τσουνάμι και πυρκαγιές, που ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Πάνω από 100.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν — σχεδόν ο μισός πληθυσμός της πόλης. Κατέρρευσαν το βασιλικό παλάτι, η όπερα και το νοσοκομείο των Αγίων Πάντων, το μεγαλύτερο της Ευρώπης.
Μέσα στο χάος, ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάο Ζοζέ ντε Μέλο (μετέπειτα Μαρκήσιος ντε Πομπάλ) ανέλαβε την αποκατάσταση της τάξης: «Θάψτε τους νεκρούς και ταΐστε τους ζωντανούς», διέταξε, επιβάλλοντας σκληρά μέτρα για να αποτρέψει τις λεηλασίες. Σύντομα ξεκίνησε το φιλόδοξο σχέδιο ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας. Μέσα σε έναν χρόνο τα ερείπια είχαν καθαριστεί και σχεδιάστηκε η Νέα Λισαβόνα, με μεγάλες λεωφόρους και ανθεκτικά, αντισεισμικά κτίρια. Με εντολή του, έγιναν τα πρώτα «πειράματα» σεισμικής αντοχής σε ξύλινες μακέτες σπιτιών, γεγονός που τον καθιστά πρόδρομο της σεισμολογίας.
Ο σεισμός της Λισαβόνας συγκλόνισε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι θεολόγοι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν πώς μια τόσο ευσεβής πόλη χτυπήθηκε ανήμερα μεγάλης γιορτής, ενώ οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, όπως ο Βολτέρος και ο Καντ, προσπάθησαν να δώσουν λογικές εξηγήσεις στο φαινόμενο. Ο σεισμός αυτός άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη αντιλαμβανόταν τη φύση, τον Θεό και την ίδια την πρόοδο.
1940 – Ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος, προσπαθώντας να ανακαταλάβει ύψωμα, πίπτει επί του πεδίου της μάχης. Είναι ο πρώτος νεκρός έλληνας αξιωματικός του ελληνοϊταλικού πολέμου και συγκεκριμένα την 1η Νοεμβρίου 1940 στην Πίνδο στην τοποθεσία Τσούκα Φούρκας.
Η προτομή του αξιωματικού βρίσκεται στην είσοδο της Σαμαρίνας και κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου κατατίθεται στεφάνι για τη μνήμη του όπως επίσης και στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία Φούρκας όπου κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου κατά τους εορτασμούς για τη Γυναίκα της Πίνδου γίνεται στέψη προτομών του Σ/χη Κωνσταντίνου Δαβάκη και Υ/γου Αλεξάνδρου Διάκου.
Γεννήθηκε στη Χάλκη στα Δωδεκάνησα, ένα νησί κοντά στη Ρόδο, το 1911, που τότε ήταν υπό Ιταλική κατοχή, αλλά είχε καταγωγή από τη Μάνη. Υπήρξε μαθητής του Βενετόκλειου Γυμνασίου Ρόδου και ποδοσφαιριστής του Δωριέα απο το έτος 1926. Ο Αλέξανδρος Διάκος αγωνιζόταν στην επίθεση. Στα 1921 εντάσσεται στη Ρόδο στην πρώτη Ελληνική προσκοπική ομάδα της Δωδεκανήσου που ίδρυσε μυστικά από τις αρχές ο δικηγόρος Γ. Γεωργιάδης και συμμετείχε ενεργά. Η προσκοπική ομάδα διαλύθηκε αργότερα από τους Ιταλούς για την εθνική της δράση.
Το 1929 φεύγει στην Αθήνα και φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων μέχρι το 1934 που αποφοίτησε και εντάχτηκε στον Ελληνικό στρατό. Σύμφωνα με την αναφορά του Ταγματάρχη Καραβιά[1] ο λόχος δέχτηκε επίθεση από πολλαπλάσιες Ιταλικές δυνάμεις Αλπινιστών ο Διάκος στεκόταν όρθιος κραυγάζοντας και δίνοντας εντολές για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, κατάφερε να ανασυντάξει τον λόχο του και να αντεπιτεθεί στους Ιταλούς κάνοντας έφοδο, για την ανακατάληψη του υψώματος, και μπαίνοντας πρώτος στη μάχη, ριπή πολυβόλου τον φόνευσε. Στο σημείο που έγινε η μάχη έχει στηθεί ανδριάντας του.
1940 – Η ελληνική εποποιία του 1940, η ηρωική εκείνη στιγμή όπου ένα μικρό έθνος ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στις δυνάμεις του φασισμού, ενέπνευσε βαθιά τον Κωστή Παλαμά, τον κορυφαίο ποιητή του νεότερου ελληνισμού. Παρά τα ογδόντα τέσσερά του χρόνια, ο Παλαμάς, με το πνεύμα του ακοίμητο και την ψυχή του στραμμένη πάντα προς το έθνος, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει ξανά στους νέους της Ελλάδας.
Μόλις τρεις ημέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, την 1η Νοεμβρίου 1940, έγραψε το επίγραμμα «Στη Νεολαία μας», ένα ποίημα σύντομο αλλά συγκλονιστικά πυκνό σε νόημα. Περιλήφθηκε αργότερα στη συλλογή «Πρόσωπα και Μονόλογοι», που μαζί με τη «Βραδυνή Φωτιά» συγκέντρωσαν τα τελευταία έργα του, με τη φροντίδα του γιου του, Λέανδρου Παλαμά, και του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά.
Στους μόλις οκτώ στίχους του, ο ποιητής αποτυπώνει όλη τη δύναμη της εθνικής πίστης και της πνευματικής παρακαταθήκης του: «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα – Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!» γράφει, καλώντας τη νέα γενιά να αντλήσει θάρρος και έμπνευση από τους αγώνες του 1821, να πορευτεί με το ίδιο πνεύμα ελευθερίας και αυτοθυσίας.
Το ποίημα έγινε σύμβολο της ενότητας και του ηθικού αναστήματος του λαού στα χρόνια του πολέμου, ενώ η απλότητά του το κατέστησε εμβληματικό εθνικό κάλεσμα. Ήταν ο τελευταίος παλμός ενός ποιητή που, λίγο πριν σβήσει, που ύψωσε ξανά τη φωνή του για την Ελλάδα.
Γεννήσεις
1923 – Βικτόρια Ντε Λος Άνχελες. Γεννημένη στη Βαρκελώνη την 1η Νοεμβρίου 1923, αποφοίτησε από το ωδείο σε ηλικία μόλις 18 ετών. Την ίδια χρονιά (1941), στο θέατρο Λισέου, έκανε την παρθενική της εμφάνιση στην όπερα ως Μιμή στην Μποέμ.
Στο Λισέου επέστρεψε το 1945 και αφού είχαν μεσολαβήσει περαιτέρω σπουδές, για να κάνει το ντεμπούτο της ως επαγγελματίας, στο ρόλο της Κόμισσας Ροζίνας στους Γάμους του Φίγκαρο. Ακολούθησε η πρώτη θέση στο φημισμένο Διεθνή Διαγωνισμό της Γενεύης (1947) και η ανάδειξή της σε πριμαντόνα παγκοσμίου βεληνεκούς κατά τη δεκαετία του ’50, όταν εμφανίστηκε στις μεγαλύτερες λυρικές σκηνές, όπως το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, η Σκάλα του Μιλάνου, η Μητροπολιτική Όπερα της Υόρκης, η Κρατική όπερα της Βιέννης.
Παράλληλα ανέπτυξε έντονη δισκογραφική δραστηριότητα, ηχογραφώντας μεγάλο αριθμό από πλήρεις όπερες – κάποιες από αυτές παραπάνω από μία φορά. Σημειωτέον πως, αν και τυπολογικά κατατασσόταν στις λυρικές υψιφώνους, η φωνή της διέθετε αρκετό βάρος και ένταση για να αναλάβει πιο δραματικούς ρόλους. Διόλου τυχαία, ο πιο αναγνωρίσιμος ίσως ρόλος της είναι αυτός της Κάρμεν, γραμμένος για μεσόφωνο.
Το 1961, αφού εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, αποφάσισε να ρίξει μεγαλύτερο βάρος στις συναυλίες, εμφανιζόμενη στο εξής μόνο αραιά σε όπερες. Τα ρεσιτάλ της, στα οποία τραγουδούσε από άριες και λιντ μέχρι σύγχρονα ισπανικά, ιταλικά και γαλλικά τραγούδια, ήταν εξαιρετικά δημοφιλή και συνεχίστηκαν έως τη δεκαετία του ’90. Εμφανίστηκε μάλιστα στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών της Βαρκελώνης (1992), όπου συνόδευσε τη σβέση της ολυμπιακής φλόγας με ένα παραδοσιακό τραγούδι της Καταλωνίας.
Στις 31 Δεκεμβρίου 2004 εισήχθη σε νοσοκομείο της γενέτειράς της με βρογχίτιδα. Απεβίωσε λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 2005, από καρδιακή προσβολή. Είχε παντρευθεί μία φορά, τον Ενρίκε Μαγκρίνια το 1948, και είχαν αποκτήσει δύο γιους.
Θάνατοι
1968 – Γεώργιος Παπανδρέου. Υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ελληνικής πολιτικής ζωής του 20ού αιώνα. Σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και το Βερολίνο, όπου συνδέθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης και ένθερμος υποστηρικτής. Το 1921 γλίτωσε από απόπειρα δολοφονίας φιλοβασιλικών και το 1922 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα Πλαστήρα – Γονατά, συμβάλλοντας στην κατάργηση της μοναρχίας και τη σύσταση της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Υπηρέτησε σε διάφορα υπουργεία έως το 1925, όταν εξορίστηκε από το καθεστώς Πάγκαλου. Επανήλθε το 1930 ως υπουργός στις κυβερνήσεις Βενιζέλου, όμως μετά τη δικτατορία Μεταξά εξορίστηκε εκ νέου. Κατά την Κατοχή ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε. Το 1944 υπήρξε βασικός οργανωτής του Συνεδρίου του Λιβάνου και ανέλαβε πρωθυπουργός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, εκφωνώντας τον ιστορικό λόγο της Απελευθέρωσης στις 12 Οκτωβρίου 1944.
Μετά τον Εμφύλιο ίδρυσε το Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου και αργότερα την Ένωση Κέντρου, με την οποία εξελέγη πρωθυπουργός το 1963 και 1964, προωθώντας μεταρρυθμίσεις και εκπαιδευτικές αλλαγές. Η πορεία του διακόπηκε από τα γεγονότα του Ιουλιανού 1965 και, μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Πέθανε το 1968, λίγο μετά τη δημοσιοποίηση αντιδικτατορικού διαγγέλματος.
Γνωστός ως «Γέρος της Δημοκρατίας», έμεινε στη μνήμη για το δημοκρατικό του πάθος, αλλά και για τις έντονες πολιτικές αντιφάσεις που σημάδεψαν τη διαδρομή του.
2000 – Στίβεν Ράνσιμαν. Γεννήθηκε στο Νορθάμπερλαντ. Ο παππούς του ήταν Λόρδος Ράνσιμαν και ο πατέρας του ο υποκόμης Ράνσιμαν του Ντόξφορντ, ο ίδιος όμως, ως δευτερότοκος γιος, δεν κληρονόμησε κανέναν από τους οικογενειακούς τίτλους. Λέγεται ότι σε ηλικία 5 ετών μιλούσε και διάβαζε ελληνικά και λατινικά .
Κατά τη διάρκεια των σπουδών και των μελετών του έμαθε αρκετές από τις δυτικές γλώσσες, καθώς και Αραβικά, Περσικά, Τουρκικά, εβραϊκά, συριακά, αρμενικά και γεωργιανά για τη μελέτη των πηγών της μεσαιωνικής ιστορίας. Το 1921, εισήλθε στο Trinity College του Κέμπριτζ, για σπουδές στην ιστορία. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του άρχισε να ταξιδεύει, εκμεταλλευόμενος την περιουσία που κληρονόμησε από τον παππού του.
Το διάστημα μεταξύ των ετών 1942 με 1945, υπήρξε καθηγητής βυζαντινής ιστορίας και τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Χάρη στην έρευνα που έκανε την περίοδο αυτή στην Τουρκία, δημοσίευσε το διάστημα 1951 με 1954 σε τρεις τόμους το μνημειώδες έργο του για την ιστορία των Σταυροφοριών. Στα χρόνια που ακολούθησαν δημοσίευσε πληθώρα έργων για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατοριας και των γειτόνων του, σε όλο το εύρος από τη Συρία μέχρι τη Σικελία.
Στην προσωπική του ζωή ο Ράνσιμαν παρέμενε ένας παλιομοδίτης εκκεντρικός Άγγλος αριστοκράτης, που ασχολούνταν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό με τον αποκρυφισμό. Μνημειώδης είναι ο θαυμασμός που εξέφραζε για την Ορθοδοξία. Διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις με τις κυριότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ευρώπης. Λίγο καιρό πριν πεθάνει ασπάστηκε την Ορθοδοξία, βαπτιζόμενος στο Άγιο Όρος. Πέθανε στο Ράντγουεϊ του Γουόργουικσαϊρ το 2000.
———————————————————————
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


