.
Ο γέγονε… Γέγονε |
Γεγονότα
1912 – Η Συνέλευση της Σάμου με πρόεδρο τον Θεμιστοκλή Σοφούλη κηρύσσει την ένωση με την Ελλάδα. Στις 11 του Νοέμβρη ημέρα Κυριακή , προσέρχεται στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στις 2μ.μ ο Θεμιστοκλής Σοφούλης συνοδευόμενος από τις αρχές του νησιού εκτός από τον Ηγεμόνα , που είχε ειδοποιηθεί να εγκαταλείψει το ηγεμονικό μέγαρο. Εν τω μεταξύ ο κόσμος είχε κατακλύσει την εκκλησία και τους γύρω χώρους , οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και η γαλανόλευκη κυμάτιζε σε όλο το Βαθύ.
Ο Σοφούλης , μη μπορώντας να κρατήσει τα δάκρυά του, διακήρυξε την πανηγυρική ένωση της Σάμου με την Μητέρα Ελλάδα. Οι αγώνες και οι θυσίες του Σαμιώτικου λαού δικαιώνονταν. Το καθεστώς της υποτέλειας γκρεμίζονταν συθέμελα και τη θέση του έπαιρνε η ελευθερία και η δημοκρατία , ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκε ο Σαμιώτικος λαός.
Αλλά, παρ’ όλη την ανείπωτη χαρά που δοκίμασε ο Σαμιώτικος λαός, η επίσημη αναγνώριση δεν είχε ακόμη γίνει από την ελληνική κυβέρνηση και οι υποτιθέμενοι προστάτες μας, λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων, δεν αποδέχτηκαν το επαναστατικό καθεστώς και την ένωση. Χρειάστηκαν να γίνουν πάνδημα συλλαλητήρια στην κυρίως Ελλάδα, για να στείλει η κυβέρνηση στις 2 του Μάρτη 1913 στη Σάμο, το θωρηκτόν Σπέτσαι να συνοδεύσει το εμπορικόν Θεσσαλία με δύο λόχους στρατού για την κατάληψη του νησιού.
Στις 2 Μαρτίου ημέρα Σάββατο, παραμονή της Ορθοδοξίας, αγκυροβολούν στο λιμάνι του Βαθιού και παράλληλα περιπολούν ανοιχτά στο πέλαγος, τα αντιτορπιλικά μας Νίκη και Βέλος που είχαν φτάσει από τη Χίο. Με εκδηλώσεις ενθουσιασμού γίνεται δεκτός ο ελληνικός στρατός. Ώρα δοξολογίας ορίστηκε η 1μ.μ στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου. Η ενσωμάτωση πια της Σάμου με την κορμό του έθνους μας, η οποία φάνταζε ως μακρινό όνειρο, ήταν πλέον πραγματικότητα
1918 – Οι δυνάμεις της Αντάντ και η Γερμανία υπογράφουν ανακωχή. Λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η 11η Νοεμβρίου του 1918, ημέρα κατά την οποία ο στρατάρχης Ferdinand Foch και ο Matthias Erzberger υπέγραψαν το κείμενο της ανακωχής εκ μέρους των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων και της Γερμανίας, θεωρείται πως έθεσε την επιτύμβια πλάκα στον πλέον αιματοβαμμένο και «αγριότερο», ως τότε, πόλεμο στην ιστορία, που είχε ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1914.
Στην τετραετή και πλέον διάρκειά του, ο πόλεμος αντέστρεψε τον ρου της ιστορίας, εξαναγκάζοντάς την σε οπισθοδρόμηση, άφησε πίσω του εκατόμβες νεκρών, στρατιωτών και αμάχων, υπολογιζόμενων σε 15.000.000, ανάπηρων, εξαθλιωμένων ανθρώπων, ανήμπορων να αντιμετωπίσουν τη ζωή, πόλεις κατεστραμμένες, υπαίθρους μολυσμένες, οικονομίες και κοινωνίες αφανισμένες. Επόμενο ήταν και ο ψυχισμός των ανθρώπων να μην παραμείνει αμετάβλητος και αλώβητος από τις θηριωδίες του πολέμου, σε βαθμό τέτοιο, που να επιτρέπει σε Γάλλο στρατιώτη του μετώπου του Βερντέν να δηλώνει πως «η μακρά περίοδος των συντριπτικά ισχυρών συναισθημάτων έληξε τελικά με τον θάνατο του συναισθήματος».
Την αναγέννηση του συναισθήματος στις ψυχές των ανθρώπων επιχείρησε να υποστασιοποιήσει η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου του 1918, η τελευταία στη σειρά από τις ανακωχές, με τις οποίες τερματίστηκε ο Μεγάλος Πόλεμος, μια και αφορούσε την πρωταίτια της πολεμικής ανάφλεξης, Γερμανία, και η οποία άνοιγε τον δρόμο στους νικητές του πολέμου, για την έναρξη των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων, θέτοντας τις βάσεις για την επαναφορά της ευρωπαϊκής, και γενικότερα πλανητικής, ειρήνης στην πρότερη του πολέμου κατάσταση. Αυτό το πνεύμα απέπνεε και η αθηναϊκή εφημερίδα Έθνος, της 30ής Οκτωβρίου 1918, όταν σε πρωτοσέλιδο άρθρο, με τίτλο «Το τέλος του Πολέμου», ανάφερε, μεταξύ άλλων, σημαντικών, πως : «Από της ενδεκάτης πρωινής της χθες, η Ειρήνη ήπλωσε τας πτέρυγάς της εφ’ ολοκλήρου της γης.
Η κάθαρσις του μεγάλου πολεμικού δράματος, του διαρκέσαντος επί 4 έτη και ισαρίθμους περίπου μήνας επήλθε ραγδαίως εντός ολίγων μηνών, ομού με την εκκαθάρισιν εκείνων, που το προεκάλεσαν. Ο πόλεμος λήγει με την πλήρη, την ολοκληρωτικήν υποταγήν της Γερμανίας και του ομίλου των συνενόχων της. Η κατάρρευσίς της υπήρξεν όντως κεραυνοβόλος, απροσδόκητος, καταπληκτική».
1940 – Το πρώτο τζιπ βγαίνει από τη γραμμή παραγωγής. Το επονομαζόμενο τζιπ είναι στρατιωτικό όχημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και από την ονομασία του δημιουργήθηκε μια ολόκληρη γενική κατηγορία που χαρακτηρίζει τα εκτός δρόμου οχήματα.
Το «τζιπάκι», όπως το έχουμε στο μυαλό μας, είναι ένα αυτοκίνητο ανθεκτικό, με μεγάλη ιπποδύναμη, χωρίς οροφή και πόρτες, που έγραψε ιστορία στα πεδία των μαχών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Η ιστορία του ξεκινά τον Φεβρουάριο του 1940, όταν ο αμερικανικός στρατός ζήτησε από τις αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας ένα όχημα πολλαπλών χρήσεων με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. 9 μήνες αργότερα το πρώτο όχημα αυτού του τύπου βγήκε από τη γραμμή παραγωγής (11 Νοεμβρίου 1940).
Μέχρι το τέλος του μεγάλου πολέμου, 600.000 τζιπ τέθηκαν στη διάθεση του αμερικανικού στρατού. Το πρωτότυπο όχημα της εταιρείας Γουίλις – Όβερλαντ, που αργότερα απορροφήθηκε από την Κράισλερ, είναι αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Jeep.
1942 – Η τουρκική Βουλή ψηφίζει νόμο που επιβάλλει έκτακτη εισφορά στην κινητή και ακίνητη περιουσία (Varlik vergisi). Ο νόμος αυτός, όργανο φυλετικού διωγμού, στρέφεται κυρίως εναντίον των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων. Συγκεκριμένα την εποχή εκείνη η τουρκική κυβέρνηση σε αναζήτηση αύξησης εσόδων των ταμείων σε πιθανή εμπλοκή της σε πολεμικές επιχειρήσεις εξέδωσε ειδικό νόμο εφάπαξ φορολόγησης παντός είδους ακινήτων, επιχειρήσεων, εργοστασίων και μεγαλοκαταθετών σε τράπεζες, μη μουσουλμάνων, που τις περισσότερες φορές έφθανε ακόμα και στη πραγματική αξία του ακινήτου ή της επιχείρησής τους.
Ο νόμος της υπέρμετρης αυτής οικονομικής επιβάρυνσης εισήχθη στη τουρκική βουλή από τον τότε πρωθυπουργό Σουκρού Σαράτζογλου – που ηγούνταν μάλιστα του Δημοκρατικού Κόμματος – και ψηφίστηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1942, τον οποίο και προσυπέγραψε ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού.
Η δε προθεσμία καταβολής του ήταν μόλις 30 ημέρες. Όσοι δεν κατάφερναν να αποδώσουν τον φόρο αυτό μέσα στη τακτή αυτή προθεσμία, συλλαμβάνονταν και στέλνονταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων της επαρχίας Ερζερούμ στην ανατολική Ανατόλια και στο Ντιγιάρμπακιρ.
Αντιθέτως, ο αντίστοιχος φόρος που επιβλήθηκε στους Τούρκους έφτανε στο 5% των περιουσιακών τους στοιχείων και όσοι δεν μπόρεσαν να τον πληρώσουν καταδικάστηκαν σε πολύ ελαφρύτερες ποινές.Από τον κυριολεκτικά εξοντωτικό αυτό νόμο επήλθε τεράστια καταστροφή κυρίως των Ελλήνων, των Εβραίων και των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης, εναντίον των οποίων ουσιαστικά και στρέφονταν ο νόμος αυτός, καθώς ειδικά για τις μειονότητες ο φόρος υπολογιζόταν από τις τοπικές αρχές αυθαίρετα, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο συντελεστή, αλλά κυριολεκτικά από ένα καπρίτσιο της στιγμής.
Τεράστιες περιουσίες χάθηκαν τότε ή και εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποια άτομα από τις μειονότητες που καταστράφηκαν, έφτασαν ακόμα και στην αυτοκτονία. Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον γύρω στους 2.000 εύπορους οικογενειάρχες οδηγήθηκαν στα καταναγκαστικά έργα, ένας αριθμός των οποίων πέθανε εκεί από τις κακουχίες.
Όμως η εφαρμογή αυτού του νόμου επέφερε παράλληλα μία τρομερή αύξηση της τιμής των αγαθών προκειμένου να μειωθούν οι όποιες απώλειες, με συνέπεια να βαρύνει ακόμα περισσότερο τις οικονομικά χαμηλότερες τάξεις. Τελικά ο νόμος αυτός καταργήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1944 λόγω διεθνών πιέσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και πλέον είχε επέλθει τεράστια οικονομική εξαθλίωση των θρησκευτικών μειονοτήτων. Μετά την κατάργηση του νόμου, όσοι είχαν οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα γύρισαν στα σπίτια τους. Η κυβέρνηση της Τουρκίας υποσχέθηκε να τους αποδώσει πίσω και τις περιουσίες τους, αλλά στην πράξη δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο σε κανέναν.
Γεννήσεις
1885 – Τζορτζ Πάτον (George Smith Patton, 11 Νοεμβρίου 1885 – 21 Δεκεμβρίου 1945) ο νεότερος, ήταν Αμερικανός στρατηγός, ένας από τους ικανότερους διοικητές των στρατιωτικών δυνάμεων των Συμμάχων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με ειδικότητα στη διοίκηση των τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων μονάδων. Ήταν αλαζόνας, εκκεντρικός, ματαιόδοξος και θεωρούσε τους στρατιώτες τόσο αναλώσιμους όσο τις σφαίρες. Παράλληλα όμως ήταν ειλικρινής και ακέραιος χαρακτήρας, ατρόμητος στη μάχη και με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος. Μπορούσε να εμπνεύσει τρόμο στους αντιπάλους του και σεβασμό στους συμμάχους του.
Ο Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ο νεότερος ήταν γιος του Τζωρτζ Σμιθ Πάττον του πρεσβύτερου (1856-1927) και της Ρουθ Γουίλσον (1861-1928). Γεννήθηκε στο Σαν Γκάμπριελ της Καλιφόρνιας στις 11 Νοεμβρίου του 1885. Οι γονείς του ήταν εύποροι και με μεγάλη ιστορία ως οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νομικός αλλά είχε σπουδάσει σε στρατιωτική ακαδημία, ο παππούς του από τη πλευρά της μητέρας του ήταν πολιτικός και μεγάλος γαιοκτήμονας, ο προπάππους του Χίου Γουήντον Μέρσερ ήταν στρατηγός στην Αμερικανική επανάσταση και ο παππούς του, από τη πλευρά του πατέρα του, Τζωρτζ Σμιθ Πάττον ο πρώτος ήταν ταξίαρχος στον Αμερικανικό Εμφύλιο.
Ο Τζωρτζ Πάττον φοίτησε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία και ήταν ιδιαίτερα καλός στη φιλοσοφία, στους αρχαίους συγγραφείς και στην νεότερη ιστορία αλλά ταυτόχρονα ήταν τραγικά απαράδεκτος στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες. Του δόθηκε η άδεια να φοιτήσει στη στρατιωτική ακαδημία της Βιρτζίνια και ένα χρόνο μετά μετατέθηκε στην ανώτατη στρατιωτική σχολή του Γουέστ Πόιντ, την πιο φημισμένη μέχρι σήμερα σχολή στρατιωτικών. Λόγω των χαμηλών γνώσεων του στα μαθηματικά, αποφοίτησε, πιο αργά από τους συμφοιτητές του, από τη σχολή το 1909 και διορίσθηκε αξιωματικός του ιππικού. Όσο φοιτούσε στη σχολή Γουέστ Πόιντ, γνώρισε την κόρη ενός πλούσιου βιομηχάνου, την Μπέατρις Άγιερ, με την οποία παντρεύτηκε μετά την αποφοίτησή του.
Ο Τζωρτζ Πάττον διακρίθηκε ως αθλητής, μέσα και έξω από τη σχολή. Μάλιστα το 1912 πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, εκπροσωπώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και το στρατό τους. Αγωνίστηκε στο μοντέρνο πένταθλο και κατέλαβε την Πέμπτη θέση. Το 1913 φοίτησε στην Γαλλική Σχολή Ιππικού και με την αποφοίτησή του έγραψε ένα εγχειρίδιο για την σωστή χρήση της σπάθης.
1974 – Λεονάρντο Ντι Κάπριο (Leonardo Wilhelm DiCaprio, 11 Νοεμβρίου 1974) είναι Αμερικανός ηθοποιός. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, ο Ντι Κάμπριο ξεκίνησε την καριέρα του με τηλεοπτικές διαφημίσεις πριν συμμετάσχει σε τηλεοπτικές σειρές, όπως Santa Barbara και Growing Pains στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε στην κωμωδία τρόμου Critters 3 το 1991. Έλαβε αναγνώριση με δευτερεύοντες ρόλους στις ταινίες Τι Βασανίζει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ (What’s Eating Gilbert Grape, 1993), Σταγόνες Αγάπης (Marvin’s Room, 1995) και Το Τέλος της Αθωότητας (The Basketball Diaries, 1995). Πήρε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο Romeo + Juliet το 1996 και έγινε παγκοσμίως γνωστός με την ταινία Τιτανικός (Titanic) σε σκηνοθεσία του Τζέιμς Κάμερον, τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών μέχρι το 2010.
Κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ το 2016, για την ερμηνεία του στην ταινία η Επιστροφή. Έχει ακόμη βραβευτεί με τη Χρυσή Σφαίρα Α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στις ταινίες Ιπτάμενος Κροίσος (The Aviator, 2004), Ο Λύκος της Wall Street (The Wolf of Wall Street, 2013) και η Επιστροφή (The Revenant, 2015). Οι ταινίες Το Νησί των Καταραμένων (Shutter Island, 2010) και Inception (2010) συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων εμπορικών επιτυχιών της καριέρας του.
Ά
λλες ταινίες στις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει είναι οι: Πιάσε Με Αν Μπορείς (Catch Me If You Can, 2002), Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Gangs of New York, 2002), Ματωμένο Διαμάντι (Blood Diamond, 2006), Ο Πληροφοριοδότης (The Departed, 2006) και Ο Δρόμος της Επανάστασης (Revolutionary Road, 2008). Επίσης, έχει λάβει σαν ηθοποιός άλλες πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ. Ο Ντι Κάμπριο είναι ιδιοκτήτης μίας εταιρίας παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, της Appian Way Productions, που εδρεύει στην Καλιφόρνια.
Θάνατοι
1950 – Αλέξανδρος Διομήδης. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 1875 και ήταν γιος του Νικολάου Διομήδη, νομικού, και της Ελένης Φιλαρέτου. Καταγόταν από τη μεγάλη οικογένεια νομικών και πολιτικών Διομήδη-Κυριακού. Ο παππούς του Διομήδης Κυριακός ήταν καθηγητής νομικής και πρωθυπουργός. Καθηγητής νομικής ήταν και ο θείος του Βασίλης Οικονομίδης.
Η οικογένεια Κυριακού ήταν μεγάλη ναυτική σπετσιώτικη οικογένεια που προσέφερε πολλά στην επανάσταση του 1821. Λόγω της μεγάλης οικογενειακής παράδοσης, σπούδασε νομική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, αλλά συνέχισε τις σπουδές του ειδικευόμενος στα οικονομικά στη Βαϊμάρη, το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Λειψία, όπου αναγορεύθηκε διδάκτωρ.
Το 1905, διορίστηκε υφηγητής του διοικητικού δικαίου στο Εθνικό Πανεπιστήμιο και ήταν ανταποκριτής των εφημερίδων «Νέες Ημέρες» της Τεργέστης και «Νέος Ελεύθερος Τύπος της Βιέννης» ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως δικηγόρος. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910.
Στην αρχή της καριέρας του διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Από το 1910 μέχρι το 1918 εκλεγόταν βουλευτής Σπετσών με το κόμμα των Φιλελευθέρων και διετέλεσε υπουργός Οικονομικών από το 1912 μέχρι το 1915 στην πρώτη Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και προσωρινός υπουργός Εξωτερικών (από 13 Δεκεμβρίου 1918 έως 20 Νοεμβρίου 1919), αναπληρωτής του υπουργού Νικολάου Πολίτη Το 1918 έγινε συνδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Το 1922, υπήρξε συνιδρυτής της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», διετέλεσε προσωρινά υπουργός Οικονομικών και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας (1923-1929)[8] με την οποία ασχολήθηκε, με κάποιες διακοπές, μέχρι το έτος 1949. Διετέλεσε πρώτος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος[9] την περίοδο από το 1928 έως το 1931 και πρόεδρος του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου. Το 1945 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1949 ορκίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη τον οποίο και διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία για έξι μήνες την περίοδο από τις 30 Ιουνίου 1949 έως τις 6 Ιανουαρίου 1950.
Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1950 και ήταν νυμφευμένος με την Ιουλία Ψύχα, κόρη του Γεωργίου Ψύχα και της Ζηνοβίας Σαλβάγου, οικογένειας της διασποράς από την Αλεξάνδρεια, με σημαντική κοινωνική δράση. Με τον θάνατό του κληροδότησε μέρος της περιουσίας του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με σκοπό να δημιουργηθεί βοτανικός κήπος, που άρχισε σταδιακά από το 1961 έως το 1975 και πήρε το όνομα της γυναίκας του και του ιδίου ως «Βοτανικός Κήπος Ιουλίας και Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους». Εξέδωσε πολλές οικονομικές μελέτες ενώ ασχολήθηκε και με την βυζαντινή ιστορία.
1990 – Αλέξης Μινωτής. Γεννήθηκε στα Χανιά στις 8 Αυγούστου 1900. Από τα δεκαπέντε του δημοσίευε ποιήματα στο περιοδικό Διόνυσος της Κωνσταντινούπολης, υιοθετώντας το επίθετο Μινωτής. Μετά το γυμνάσιο εργάστηκε στην Τράπεζα Αθηνών, ενώ το 1921 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να εμφανίζεται ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο θέατρο και σύντομα διακρίθηκε επαγγελματικά, περιοδεύοντας με τους θιάσους Βεάκη και Νέζερ.
Η καθοριστική στιγμή ήρθε το 1925, όταν προσλήφθηκε από τη Μαρίκα Κοτοπούλη και εντυπωσίασε στο έργο Πόλεμος του Αρτζιμπάσεφ. Από τότε θεωρήθηκε κορυφαίος της ελληνικής σκηνής, με ιστορικές ερμηνείες στην «Ελεύθερη Σκηνή» (1930) και στο Εθνικό Θέατρο. Το 1939, στον Άμλετ του Σαίξπηρ στο Λονδίνο, οι Άγγλοι κριτικοί τον χαρακτήρισαν τον καλύτερο Άμλετ των τελευταίων πενήντα ετών.
Υποδύθηκε πλήθος ρόλων σε όλα τα είδη, από φάρσα έως τραγωδία, σε έργα των Σαίξπηρ, Ίψεν, Σίλλερ και Σοφοκλή. Το 1940 παντρεύτηκε την Κατίνα Παξινού, με την οποία δημιούργησαν το Βασιλικό Θέατρο. Κατά την Κατοχή κατέφυγε στις ΗΠΑ και το 1946 εμφανίστηκε σε ταινίες του Χίτσκοκ (Notorious) και άλλων σκηνοθετών του Χόλυγουντ. Από το 1952 συνεργάστηκε ξανά με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας αρχαίες τραγωδίες και ανεβάζοντας τον Οιδίποδα Τύραννο στη Νέα Υόρκη.
Το 1958 σκηνοθέτησε τη θρυλική Μήδεια του Κερουμπίνι με τη Μαρία Κάλλας στο Κόβεντ Γκάρντεν, ενώ συμμετείχε και στην ταινία Η Γη των Φαραώ. Τελευταία του εμφάνιση ήταν στην Επίδαυρο, το 1989, ως Οιδίπους επί Κολωνώ, ρόλος-σύμβολο της ζωής του. Μετά τη μεταπολίτευση υπηρέτησε σε πολιτιστικές θέσεις κύρους υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990, μένοντας πιστός στη μνήμη της Παξινού.
———————————————————————-
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


