...
Το editorial της Δευτέρας 3/11/2025
Λευτέρης Τηλιγάδας

Η Αιτωλοακαρνανία χωρίς δημόσιο χώρο |
Δεν είναι μόνο τα ταχυδρομεία· όλη η Αιτωλοακαρνανία «κλείνει»
και αυτό δεν αναβάλλεται σε καμία περίπτωση με τις πολιτικές που εφαρμόζονται |
Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛΤΑ), ιδρυμένα το 1828 από τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπήρξαν για σχεδόν δύο αιώνες ένα από τα πιο σταθερά σημεία του δημόσιου βίου. Από τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, τα ΕΛΤΑ δεν ήταν απλώς ένας μηχανισμός διακίνησης επιστολών ή δεμάτων, αλλά ένας θεσμός κοινωνικής παρουσίας του κράτους ακόμη και στα πιο απομονωμένα χωριά. Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, ο θεσμός αυτός διαλύεται κομμάτι-κομμάτι.
Από το 2013, πολύ πριν περάσουν οριστικά στο Υπερταμείο, τα ΕΛΤΑ τέθηκαν σε μια μακρά διαδικασία «αναδιάρθρωσης». Η τότε διοίκηση μιλούσε για «εκσυγχρονισμό» και «βελτίωση της αποτελεσματικότητας», για «μετατροπή ζημιογόνων καταστημάτων σε πρακτορεία», για «αποδοτικότερο μοντέλο λειτουργίας». Στην πράξη, όμως, το σχέδιο αυτό σήμαινε κάτι πολύ απλό: λουκέτα. Καταστήματα να κλείνουν, θέσεις να χάνονται, κοινότητες να αποκόπτονται από τη βασική επαφή τους με τη δημόσια υπηρεσία. Και κάθε δημόσια υπηρεσία που κλείνει είναι δημόσιος χώρος που εκποιείται έναντι πινακίου φακής στους ιδιώτες.
Ακολούθησαν χρόνια σιωπηλών αλλά βαθιών μεταβολών: συγχωνεύσεις, εθελούσιες αποχωρήσεις, αποψίλωση προσωπικού, είσοδος ιδιωτικών συμφερόντων και πλήρης μεταβίβαση του ελέγχου στο Υπερταμείο, δηλαδή τον φορέα που έχει αναλάβει την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Το αποτέλεσμα φάνηκε με τον πιο απτό τρόπο το 2023, όταν ανακοινώθηκε η μαζική παύση λειτουργίας δεκάδων ταχυδρομικών καταστημάτων σε όλη τη χώρα.
Η Αιτωλοακαρνανία βρέθηκε τότε στο επίκεντρο αυτής της «μεταρρύθμισης»: από την Πάλαιρο έως τη Ματαράγκα και από την Παραβόλα έως το Ευηνοχώρι, οι κάτοικοι είδαν τα καταστήματα των ΕΛΤΑ να κατεβάζουν ρολά, τα ψηφίσματα και τις διαμαρτυρίες να αγνοούνται, και τις πόρτες των υπηρεσιών να σφραγίζονται με τη γνωστή ταμπέλα της «αναδιοργάνωσης». Μικρές τοπικές κινητοποιήσεις, επιτροπές αγώνα, επιστολές προς τη διοίκηση, συνεδριάσεις δημοτικών συμβουλίων και δηλώσεις βουλευτών — όλα αποδείχθηκαν ανεπαρκή απέναντι σε έναν σχεδιασμό που είχε προ πολλού αποφασιστεί.
Και τώρα, μετά τη σημερινή αναβολή του κλεισίματος των ΕΛΤΑ Αγίου Βλασίου, Αιτωλικού, Βόνιτσας, Γαβαλούς, Θέρμου, Μύτικα, Νεοχωρίου και Φυτειών, κανείς δεν πρέπει να αυταπατάται: η αναβολή δεν αναιρεί την πορεία· απλώς τη μεταθέτει. Γιατί αυτό που συντελείται δεν είναι το κλείσιμο μερικών γραφείων — είναι η συρρίκνωση του δημόσιου χώρου σε ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία. Είναι η σταδιακή μετατροπή της δημόσιας ζωής σε ιδιωτική υπόθεση.
Το κλείσιμο των ταχυδρομείων, δεν είναι απλώς ζήτημα εξοικονόμησης ή «αναδιάρθρωσης»· είναι το σύμπτωμα μιας γενικότερης υποχώρησης του δημόσιου χώρου από τον χώρο της καθημερινότητας. Όπως παλιότερα το σχολείο και το αγροτικό ιατρείο έτσι και το ταχυδρομείο λειτουργούσε ως απόδειξη ότι η δημοκρατικά θεσπισμένη πολιτεία υπάρχει ακόμη στον τόπο. Με το κλείσιμό του, κάθε χωριό μένει λίγο πιο μόνο, κάθε κοινότητα λίγο πιο «ιδιωτική», παραδομένη στη λογική του κόστους και της αγοράς. Κι έτσι, το κενό που αφήνει πίσω του το δημόσιο, δεν μένει ποτέ κενό· γεμίζει με ανταγωνισμούς, μικρές τοπικές φιλοδοξίες και την αγωνία κάθε πόλης να μη χαθεί από τον χάρτη.
Η παλιά αντιπαλότητα ανάμεσα στο Μεσολόγγι και το Αγρίνιο για παράδειγμα, αναζωπυρώνεται με αφορμή τις συγχωνεύσεις των υπηρεσιών. Κάθε πόλη προσπαθεί να κρατήσει για τον εαυτό της ό,τι μπορεί. Και ο αγώνας δεν γίνεται για να διασωθεί και να γίνει αποτελεσματική η υπηρεσία, αλλά για να διατηρηθεί η έδρα· δηλαδή το κύρος και η αξιοπρέπεια της μιας πόλης απέναντι στην άλλη. Έτσι όμως ο πολίτης του Βάλτου, του Αστακού ή του Μενιδίου χρειάζεται μισή μέρα για μια υπογραφή και, συχνά, μια στοιχειώδη γνώση υπολογιστή που ίσως δεν διαθέτει, εξαιτίας του εκτεταμένου διαδικτυακού αναλφαβητισμού που χαρακτηρίζει τους συνταξιούχους αυτών των περιοχών. Έτσι η δημόσια υπηρεσία υπάρχει μόνο στο διαδίκτυο, αλλά εξαφανίζεται από τον τόπο. Και η ψηφιακή διοίκηση που υπόσχεται εξυπηρέτηση χωρίς γραφειοκρατία λειτουργεί ως βιτρίνα μιας βαθύτερης απουσίας: η απουσία της αυθύνης. Η ευθύνη της διοίκησης χάνεται μέσα στον αλγόριθμο, γίνεται απρόσωπη, και η ευθύνη του πολίτη γίνεται ατομική, αδύναμη, φοβική απέναντι σε ένα σύστημα με άγνωστες τις περισσότερες δυνατότητες του. Κι ο πολίτης, που καλείται να επωμιστεί και αυτή την ευθύνη, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια τεχνολογία που διαρκώς αναβαθμίζεται χωρίς να μπορεί να την παρακολουθήσει και με μια πολυνομία που διαρκώς εμπλουτίζεται, χωρίς να είναι σε θέση να τη γνωρίζει. Κάπως έτσι, η παλιά γραφειοκρατία υποχωρεί μεν, αλλά ένα άλλο τέρας γεννιέται: ο φόβος απέναντι σε μια αόρατη εξουσία, που καθορίζει από άκρη σε άκρη την καθημερινότητα του πληθυσμού και που δεν μπορεί να ελεγχθεί με όρους κοινωνίας.
Και η συρρίκνωση του δημόσιου χώρου συνεχίζεται ανεπανόρθωτα. Συνεχίζεται στις τράπεζες, που εδώ και χρόνια αποσύρουν τα υποκαταστήματά τους από κάθε χωριό. Εθνική, Πειραιώς, Alpha, Eurobank — καμία δεν διατηρεί παρουσία στις μικρές κοινότητες, παρά το γεγονός ότι έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με δημόσιο χρήμα. Οι ηλικιωμένοι του Θέρμου και της Γαβαλούς μετακινούνται στο Αγρίνιο ή στο Μεσολόγγι για να σηκώσουν τη σύνταξή τους, μέσα σε λεωφορεία γεμάτα ταξιδιώτες της ανάγκης που επιστρέφουν κουρασμένοι, με τα χρήματα στην τσέπη και την αίσθηση πως κάτι πολύ βαθύτερο έχει χαθεί. Δεν είναι μόνο οικονομικό το ζήτημα· είναι η διάλυση μιας υπηρεσίας που κάποτε φρόντιζε να εξυπηρετεί και να κερδίζει, ενώ σήμερα -γεμάτη με κουμπιά, οθόνες και χαμένες θέσεις εργασίας- φροντίζει μόνο να κερδίζει.
Στην εκπαίδευση, το ίδιο μοτίβο. Από το 2011 και μετά, δεκάδες δημοτικά και νηπιαγωγεία έχουν κλείσει ή συγχωνευτεί. Στο Θέρμο, στη Μακρυνεία, στην Άνω Χώρα, στην Παλαιομάνινα, μικρές σχολικές μονάδες που ήταν η καρδιά του χωριού έσβησαν. Τα παιδιά μετακινούνται καθημερινά με ταξί ή λεωφορεία για χιλιόμετρα, πολλές φορές σε επικίνδυνους δρόμους και κάτω από κακοκαιρία. Όταν κλείνει ένα σχολείο, δεν κλείνει απλώς ένα κτίριο· χάνεται η παιδική φωνή από την πλατεία, η συνέχεια μιας κοινότητας, η ιδέα ότι υπάρχει αύριο. Είναι η πιο οδυνηρή μορφή συρρίκνωσης — εκεί όπου η σιωπή αντικαθιστά το κουδούνι.
Εκεί όμως που η παραπάνω συρρίκνωση γίνεται επικίνδυνη, είναι στην υγεία. Και τα δέκα Κέντρα Υγείας του νομού λειτουργούν υποστελεχωμένα και πραγματοποιούν μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Όπου γίνονται εφημερίες, αυτές καλύπτονται εκ περιτροπής από ιατρικό προσωπικό άλλων μονάδων. Στη Γαβαλού οι εφημερίες έχουν σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια. Το Κέντρο Υγείας Χαλκιόπουλων έχει μείνει κλειστό για μήνες λόγω πλημμύρας· μεταστεγάστηκε στο Δημαρχείο. Οι κάτοικοι ζουν με το τηλέφωνο του ΕΚΑΒ πρόχειρο και με την ελπίδα ότι κάπου, κάποτε, θα βρεθεί και γιατρός. Στο Μεσολόγγι, η Γυναικολογική Κλινική παραμένει κλειστή. Η ΜΑΦ (Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας) δεν λειτούργησε ποτέ· τα σοβαρά περιστατικά μεταφέρονται στην Πάτρα ή στο Αγρίνιο. Εκεί, η λειτουργία της ΜΕΘ —η μοναδική σε όλο τον νομό— έχει ανασταλεί τρεις φορές την τελευταία τετραετία: το 2021, με θνητότητα 100% που προκάλεσε έρευνα· το 2022, λόγω έλλειψης γιατρών· το 2024, για «απολύμανση» που έκρυβε υποστελέχωση. Σήμερα λειτουργεί με τέσσερις από τις οκτώ κλίνες και δύο μόνιμους εντατικολόγους και απαραίτητο προσωπικό που έρχεται από άλλες μονάδες της υγειονομικής περιφέρειας. Οι νέοι αξονικοί και μαγνητικοί τομογράφοι, αγορασμένοι με ευρωπαϊκά προγράμματα, μένουν συχνά ανενεργοί. Ο αξονικός του Μεσολογγίου λειτουργεί μόνο πρωί ή μόνο τις μέρες που η ακτινολόγος εφημερεύει, ενώ ο μαγνητικός του Αγρινίου λειτουργεί τέσσερις μέρες την εβδομάδα, με προσωπικό που ακόμη εκπαιδεύεται, άραγε; Όπου υπάρχει η τεχνολογία, λείπουν οι άνθρωποι, κι όπου υπάρχουν οι άνθρωποι, λείπει η τεχνολογία. Το ΕΣΥ κρατιέται όρθιο από την εξάντληση των λίγων που απέμειναν.
Οι υποδομές για την πραγματική αγροτική ανάπτυξη έχουν διαλυθεί. Τα αρδευτικά δίκτυα παραμένουν ασυντήρητα, οι γεωτεχνικές υπηρεσίες υποστελεχωμένες, οι συνεταιρισμοί που δεν φυτεύουν φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, αδύναμοι και διαλυμένοι. Οι παλιοί γεωπόνοι, οι τεχνικοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι που γνώριζαν την περιοχή, συνταξιοδοτούνται μαζικά χωρίς να αντικαθίστανται. Στη θέση τους έρχονται συμβασιούχοι, χωρίς εμπειρία, χωρίς συνέχεια, χωρίς δυνατότητα να σχεδιάσουν το παραμικρό. Έτσι, η γνώση χάνεται, η εμπειρία εξαφανίζεται, η διοίκηση γίνεται περιστασιακή και απρόσωπη· μια μηχανή αναθέσεων και προσωρινών λύσεων.
Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την αποψίλωση, το κράτος δεν απουσιάζει από παντού. Είναι απολύτως παρόν εκεί όπου πρόκειται να εισπράξει. Οι πολίτες της Αιτωλοακαρνανίας πληρώνουν φόρους, εισφορές, τέλη, ΦΠΑ και επιβαρύνσεις ενέργειας για υπηρεσίες που δεν έχουν. Η φορολογία λειτουργεί σαν μηχανισμός αυτόματης είσπραξης σε έναν τόπο όπου το κράτος έχει πάψει να προσφέρει το παραμικρό. Από τη μία πλευρά, η εφορία συλλέγει κάθε λεπτό της ζωής των ανθρώπων· από την άλλη, τα νοσοκομεία μένουν χωρίς γιατρούς, τα σχολεία χωρίς δασκάλους, τα Κέντρα Υγείας χωρίς ρεύμα. Η κρατική παρουσία υπάρχει μόνο στα χαρτιά — στις οφειλές και στις δηλώσεις εισοδήματος. Και την ίδια στιγμή, το ίδιο κράτος μοιράζει επιδοτήσεις που παγιώνουν τη φτώχεια: επιδόματα ανεργίας, θέρμανσης, αγροτικής ενίσχυσης που δεν στηρίζουν την παραγωγή, αλλά τη διατήρηση της εξάρτησης. Ο αγρότης που κάποτε έσπερνε και ζούσε από τη γη του, σήμερα περιμένει το επίδομα για να πληρώσει το ρεύμα. Η αγροτική παραγωγή μετατρέπεται σε βιομηχανική εκμετάλλευση της γης, όπου οι μεγάλες εταιρείες ενέργειας καταλαμβάνουν τις πεδιάδες με φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, ενώ οι μικροί παραγωγοί βλέπουν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται. Οι επιδοτήσεις, οι «πράσινες» μεταβάσεις, οι εξαγγελίες για βιώσιμη ανάπτυξη καταλήγουν να ενισχύουν τους ίδιους μεγάλους ομίλους που απομυζούν τη γη και την εργασία.
Αυτό είναι το οξύμωρο της εποχής: ένα κράτος που φορολογεί χωρίς να υπηρετεί, που επιδοτεί τη φτώχεια ενώ εγκαταλείπει την εργασία, που μιλά για «πράσινη ανάπτυξη» ενώ παραδίδει τη γη και το νερό στην αγορά. Ένα κράτος που κρατά για τον εαυτό του μόνο τον ρόλο του εισπράκτορα και του επιτηρητή, ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες — οι πραγματικοί χώροι κοινωνικής ζωής — εκποιούνται και αντικαθίστανται από εταιρείες, εργολάβους και εργολήπτες. Κάθε δημόσιο γραφείο που κλείνει, κάθε γιατρός που φεύγει, κάθε σχολείο που συγχωνεύεται δεν είναι απλώς απώλεια θέσης ή υπηρεσίας· είναι κομμάτι δημοσίου χώρου που χάνεται. Και η Αιτωλοακαρνανία, όπως και τόσες άλλες περιοχές, μαθαίνει να πληρώνει ένα κράτος που δεν έχει, να περιμένει από αυτό που δεν προσφέρει, να θεωρεί φυσική την απουσία του. Όταν οι δημόσιες υπηρεσίες μετατρέπονται σε αναμνήσεις και η κοινή ζωή σε ιδιωτική υπόθεση, τότε το κράτος παύει να είναι πολιτεία και γίνεται μηχανισμός είσπραξης σε μια χώρα που μαθαίνει να ζει χωρίς δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς συλλογική μνήμη και χωρίς φωνή.
————————————————————————
Στη σπουδή της πατίνας των ημερών

