«Ξετυλίγονταν κουβάρι φευγάτες στιγμές,
ιστορίες που έζησα,
συμπλήρωνα τις εικόνες που έβλεπα με όσα θυμόμουν»
- από το προφιλ του
Χρήστου Μποκόρου
«Κατεβήκαμε αυθημερόν στ’ Αγρίνιο να ψηφίσουμε, ο Χρήστος του Θωμά και ο Θωμάς του Χρήστου -πρώτη του φορά- κι είπαμε να περπατήσουμε μετά, να πάρουμε τη διαδρομή που έκανα μικρός απ’ το Μποκοραίικο, το πατρικό μου στην οδό Μεγάλης Χώρας μέχρι το Μαργεταίικο, των γονιών της μάνας μου στον συνοικισμό των προσφύγων, σ’ αυτά τα δυό μεγάλωνα μικρός.
Ξετυλίγονταν κουβάρι φευγάτες στιγμές, ιστορίες που έζησα, συμπλήρωνα τις εικόνες που έβλεπα με όσα θυμόμουν, ελάχιστα τα σπίτια που απομείναν με τις χρυσόγκριζες σίμαλες πέτρες και το κοκκινόχωμα, κάπου με πήρε γνώριμη η μυρωδιά μιας σβηστής ψησταριάς, όπως τότε μετά από γιορτές, Κυριακές, σίδερο, στάχτη και κάρβουνα ποτισμένα απ΄την τσίκνα, άνοιξη και στα χέρσα τσουκνίδες, μολόχες, αγριόχορτα, όλο γι’ άλλα μιλάω, στο “σύνορο” τσιμεντωμένο το ρέμμα, η συνοικία Καπέλα ανοικοδομημένη, καινούργια, πάνε τα χαμόσπιτα με τα τσίγκια και τις ασβεστωμένες αυλές, εκείνο όμως στη θέση του, με το που πήραμε την ανοιχτή στροφή το είδα να στέκει μόνο του ανάμεσα στα καινούρια, αλλαγμένο λιγάκι κι αυτό αλλά ίδιο.
Πόσο μικρό μου φαινότανε τώρα, δεκάδες χρόνια μετά, χωρίς τη μουσμουλιά που θυμόμουν μπροστά, και την αμυγδαλιά πίσω με τα καναρίνια, τα γαρδέλια και τ’ άλλα πουλιά, τα κελαηδοπούλια που κρέμαγε ο Άγγελος ψηλά στα κλαδιά και στους τοίχους να λαλούν όλη μέρα, με είχε μάθει κι εμένα να φτιάχνω κλουβιά με τρυπημένα πηχάκια και σύρμα, να τα ταΐζω πράσινα φύλλα και κανναβούρι, να τα ποτίζω φρέσκο νεράκι, ν’ αλλάζω τα χαρτιά με τις ατσαλιές από κάτω, είχε ακόμα γλάστρες με μυρωδάτες γαρυφαλιές στα σκαλιά σαν κι αυτές που φρόντιζε τότε η γιαγιά, η Πολυξένη, οι τριανταφυλλιές ανθισμένες, η ξύλινη κολώνα της ΔΕΗ με την πίσα ήταν ακόμα εκεί κι η σιδερένια αυλόπορτα που σκαρφάλωνα και κρεμιόμουν παιδί, δίσταζα τώρα, λαδωμένη, δεν έτριξε, τα κάγκελα στα πεζούλια βαμμένα, δίπλα χώμα χλοερό το σπιτάκι της καλόβολης κυρά Βασιλείας, κι απ’ την άλλη μεριά δίπατο χτισμένο καινούριο εκεί που έμενε η Αγγέλα, η χοντρή περιπτερού με το κατσαρό της το γέλιο -πως χωρούσε εκεί μέσα χωμένη να διαβάζει “ρομάντζο” και “ντομινό” με το μαλλί φουσκωτό, χτενισμένο ίδιο εξώφυλλο- ούτε το περίπτερο υπάρχει, τα στραγάλια, τα λεμπλεμπλιά με σταφίδες, τα φιστίκια τ’ αρμυρά κι οι μπατιρόσποροι σ’ εφημεριδένια χωνάκια, οι τσιχλόφουσκες οι ροζ στο μασούρι και οι τυλιγμένες ασημόχαρτο στα φυλλαράκια, οι καραμέλες οι χύμα στις γυάλες, οι βουτύρου κι οι γάλακτος με την αγελαδίτσα, οι γεμιστές με το ουίσκι, οι άλλες με τη γεύση του ούζου, οι μέντες, οι γομίτσες, τα ραντεβουδάκια, οι σοκολάτες οι ΙΟΝ με τα αμύγδαλα κι οι υγείας γλυκόπικρες σαν τον όψιμο νόστο στο γαλάζιο χαρτί τους, οι ταινίες με τα σκάγια των ψεύτικων πιστολιών τις Απόκρηες, ο χαρτοπόλεμος κι οι σερπαντίνες, οι φουρκέτες για τα μαλλιά της γιαγιάς, τα ξυραφάκια να ξυριστεί ο παππούς, εφημερίδες, περιοδικά, όλο εκεί γυροφέρναμε με τα ρέστα, δεκάρες, εικοσάρες και πενηνταράκια, σπάνια είχαμε μια δραχμή ή καν’να δίφραγκο, όλο γι’ άλλα μιλάω, βάθος απύθμενο η μνήμη, παλίμψηστο, με σέρνει, με σπρώχνει, με τραβολογάει, πότε απίστομα, πότε ανάσκελα, σταματημό κι ησυχία δεν έχει
κι η εξώπορτα ίδια όπως τότε, το κλειδί στην κλειδαριά να τ’ αγγίξω, να το γυρίσω, ν’ ανοίξει, να μπώ, στρωματσάδα με τ’ άλλα παιδιά καταγής να χωθώ σε στρωσίδια ζεστά, ν’ ακούω τους μεγάλους να μιλάνε από δίπλα, λόγια σπουδαία, σοβαρά, ακατανόητα και γέλια μετά και σιωπή, μισάνοιχτη πόρτα, φωτεινή χαρακιά στο σκοτάδι, και να μπαίνει η Φιλιώ ή η γιαγιά να μας δίνει στη χούφτα καλούδια κρυφά, όλο χάχανα κι αγκαλιά και φιλιά και σσσσστ! κοιμηθείτε τώρα είν’ αργά! αλλά που να μας πάρει ο ύπνος, όλο γι’ άλλα μιλάω, τι είν’ αυτό άραγε που όλο θέλω να πω και δεν λέγεται;»