Αιτωλοακαρνανία | Μισός αιώνας πριν… όπως σήμερα! (Σύνδεσμος Επιστημόνων)


...

Σύνδεσμος Επιστημόνων
Αιτωλοακαρνανίας (1977)

Μισός αιώνας πριν και όλα ακόμα επίκαιρα!

Μια ιστορική μελέτη από την Αιτωλοακαρνανία
που φωτίζει τα προβλήματα της κοινωνίας και της οικονομίας.


Σχεδόν μισό αιώνα πριν, το καλοκαίρι του 1977[1], μια ομάδα επιστημόνων στην Αιτωλοακαρνανία τόλμησε να κοιτάξει κατάματα τα μεγάλα προβλήματα του τόπου και δημιούργησε τον Σύνδεσμο Επιστημόνων Αιτωλοακαρνανίας ο οποίος παρουσίασε, μπροστά στο κοινό του Αγρινίου, μια μελέτη που χαρτογραφούσε κρίσιμους τομείς της τοπικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής του νομού, όπως η παιδεία, η υγεία, η κατοικία, η αγροτική και βιομηχανική ανάπτυξη, η τοπική αυτοδιοίκηση, η πνευματική ζωή. Ήταν μια συλλογική προσπάθεια που στηρίχτηκε σε μεθοδική δουλειά, επιστημονική τεκμηρίωση και την πεποίθηση ότι οι λύσεις δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά συλλογική ευθύνη. Τότε οι επιστήμονες απευθύνθηκαν στην κοινωνία με θάρρος και καθαρό λόγο· σήμερα, πολλά από τα ζητήματα που κατέγραψαν παραμένουν ανοιχτά.

Από το πρώτο κεφάλαιο κιόλας αυτής της μελέτης με τίτλο: «Ανάλυση της διακήρυξης και σκοπός του Συνδέσμου», οι συντάκτες της, έθεταν ήδη από το 1977 το πλαίσιο μιας κριτικής ματιάς πάνω στην ανάπτυξη, την τεχνολογία και τον ρόλο της επιστήμης στην κοινωνία. «Η επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονται με άλματα», σημείωναν, «αλλά τα επιτεύγματά τους συχνά μετατρέπονται σε μέσα καταπίεσης, ενώ μεγάλες περιοχές του πλανήτη συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης».

Δεν περιοριζόταν όμως σε μια γενική θεώρηση. Περιέγραφαν με σαφήνεια την ελληνική πραγματικότητα της μεταπολίτευσης: μια οικονομία εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο, δάνεια που υποθήκευαν το μέλλον, πληθωρισμό και έλλειμμα που εκτοξεύονταν, ανεργία και μετανάστευση που μάτωναν την ύπαιθρο, μισθούς καθηλωμένους και επιστήμονες εγκλωβισμένους σε καθεστώς υποαπασχόλησης, αναδεικνύοντας κάτι ακόμη πιο κρίσιμο: την ανάγκη οι ίδιοι οι επιστήμονες να πάψουν να μένουν αμέτοχοι και να διεκδικήσουν ρόλο στον κοινωνικό και οικονομικό σχεδιασμό της χώρας. Βέβαια η αναφορά τους σε αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο δεν ήταν μόνο η Αιτωλοακαρνανία, αλλά η Ελλάδα ολόκληρη, μια αναφορά που σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, φαντάζει και είναι εντυπωσιακά επίκαιρη.

Επειδή θεωρούμε ότι αυτή η δουλειά δεν πρέπει να μείνει ξεχασμένη στις σελίδες ενός παλιού ντοκουμέντου, αλλά αξίζει να ξαναδιαβαστεί ως παρακαταθήκη και ως αφορμή για έναν νέο διάλογο, ξεκινάμε από σήμερα να την παρουσιάζουμε σε συνέχειες, γιατί μέσα από τα κείμενα του 1977 μπορούμε να δούμε όχι μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν μας. Κι ίσως γίνει η αφορμή, να ξανασκεφτούμε το μέλλον μας, γιατί είναι ένα κείμενο που, όσο κι αν γράφτηκε σε άλλη εποχή, μοιάζει να συνομιλεί απευθείας με το σήμερα.

 

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ

Τα τελευταία χρόνια η επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονται με άλματα. Σε παγκόσμιο επίπεδο δημιουργούνται καθημερινά νέες δυνατότητες για τη βελτίωση της υλικής ευημερίας, για καλύτερες συνθήκες δουλειάς, για την αρμονική ανάπτυξη του ανθρώπου και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, ανοίγουν δρόμοι για διάδοση του πνευματικού πολιτισμού. Κι όμως, την ίδια στιγμή, μεγάλες περιοχές του πλανήτη εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Ενώ θα ήταν λογικό η σύγχρονη επιστήμη και τεχνική να τίθενται στην υπηρεσία της ανθρωπότητας και της ειρήνης, συχνά συμβαίνει το αντίθετο: τα επιτεύγματα του τεχνολογικού πολιτισμού μετατρέπονται σε μέσα καταπίεσης, με τα ατομικά και πυρηνικά όπλα να απειλούν την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας.

Η Ελλάδα, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν κυρίως αγροτική χώρα. Στη μεταπολεμική περίοδο αναπτύχθηκε σημαντικά η βιομηχανία, που σήμερα κατέχει πρωταγωνιστική θέση στην παραγωγή, χωρίς ωστόσο αυτό να επιτρέπει τον χαρακτηρισμό της χώρας ως «βιομηχανικής». Παράλληλα, συνεχίζει να εξελίσσεται η αγροτική οικονομία, παρά τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού, ενώ σημαντική ανάπτυξη γνωρίζουν η ναυτιλία, οι μεταφορές και ο τουρισμός. Παρ’ όλα αυτά, σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί αισθητά, παρά την αύξηση της παραγωγής.

Λογικά, αυτή η οικονομική ανάπτυξη θα έπρεπε να έχει αμβλύνει τα κοινωνικά προβλήματα και να έχει συμβάλει στην ομαλοποίηση της κοινωνικής ζωής. Όμως, στην πράξη, παρατηρείται το αντίθετο: εθνικά, κοινωνικά και πολιτιστικά προβλήματα οξύνονται. Αυτό δείχνει ότι οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας δεν αξιοποιούνται σωστά. Οι αιτίες εντοπίζονται αφενός στην εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο, που ελέγχει κρίσιμους τομείς της οικονομίας, και αφετέρου στους προσανατολισμούς και τους στόχους της εσωτερικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Οι λεγόμενες «βοήθειες» και τα δάνεια, κυρίως από την Αμερική αλλά και από άλλες χώρες, αποτέλεσαν μηχανισμό διείσδυσης του ξένου κεφαλαίου – είτε μέσω τραπεζών, είτε μέσω τεχνολογικών επιχειρήσεων και επιστημονικών μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής.

Όπως έγραφε ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΝΟΣ (3.1.1974), η μεταπολεμική αναπτυξιακή πολιτική ήταν μια πολιτική «ευκολίας»: εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ημέρας, πάγωνε το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα και ανέβαλε την ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Αντίστοιχα, το ΒΗΜΑ σχολίαζε ότι ύστερα από 25 χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε ξανά μπροστά στο επιτακτικό και επείγον ζήτημα της «επανασταθεροποίησης» της οικονομίας.

Η θεαματική αύξηση του εθνικού εισοδήματος στα χρόνια της δικτατορίας, μαζί με τις αδυναμίες και τις στρεβλώσεις που αναπτύχθηκαν, όξυνε τις αντιθέσεις που υπήρχαν ήδη. Το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών επιδεινώνεται συνεχώς· το 1977 το έλλειμμα ξεπέρασε τα 40 δισ. δραχμές, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό. Την ίδια περίοδο, οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού εκτοξεύτηκαν: από 45,6 δισ. το 1967 σε 245,8 δισ. το 1977. Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 1 δισ. δολάρια (1976). Την τελευταία διετία η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 40 δισ. δραχμές, κυρίως μέσα από έμμεσους φόρους που πλήττουν μισθωτούς και εργαζόμενους. Ο δημόσιος δανεισμός ξεπέρασε τα 2 δισ. δολάρια, ενώ η ανεργία οδηγεί σε συνεχή μετανάστευση και εγκατάλειψη της υπαίθρου.

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η υποβάθμιση του βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου του ελληνικού λαού – ήδη από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Κατά τη δικτατορία η κατάσταση επιδεινώθηκε και συνεχίζει να χειροτερεύει με το πάγωμα των μισθών και τη συνεχή άνοδο των τιμών στα βασικά αγαθά.

Η δύσκολη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα δεν αφήνει ανεπηρέαστους ούτε τους επιστήμονες. Βρίσκονται στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας, βλέπουν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους να μένουν αναξιοποίητα και ταυτόχρονα διαπιστώνουν ότι τα οφέλη δεν φτάνουν στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Στις σημερινές συνθήκες τεχνολογικής ανάπτυξης και αυξημένων αναγκών σε εξειδικευμένο προσωπικό, οι επιστήμονες γίνονται ολοένα και περισσότερο μισθωτοί υπάλληλοι σε υπηρεσίες και επιχειρήσεις. Ο αριθμός εκείνων που καταφέρνουν να σταθούν ως εργοδότες ή αυτοαπασχολούμενοι μικραίνει συνεχώς. Έτσι, η προνομιούχα θέση που απολάμβαναν στο παρελθόν χάνεται, και πλέον αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με κάθε εργαζόμενο.

Η ανεργία, η υποαπασχόληση και η ετεροαπασχόληση είναι βασικά ζητήματα για πολλούς κλάδους. Τα ποσοστά ανεργίας φτάνουν το 7% στους μηχανολόγους, αλλά εκτοξεύονται στο 32% και 33% για τους εκπαιδευτικούς και τους γεωπόνους αντίστοιχα. Οι συνθήκες δουλειάς για τους νέους επιστήμονες είναι συχνά κακές: ελλιπή μέτρα ασφαλείας, χαμηλές μηνιαίες αποδοχές (με ελάχιστες εξαιρέσεις), ανεπαρκής ασφάλιση και περίθαλψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι γιατροί, ο βασικός κορμός της περίθαλψης, στερούνται οι ίδιοι πλήρους ιατροφαρμακευτικής κάλυψης. Η γυναίκα επιστήμονας βρίσκεται σε ακόμη πιο δύσκολη θέση, καθώς υφίσταται τη διπλή πίεση: αυτή της γενικότερης καταπίεσης και εκμετάλλευσης της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, αλλά και τις πρόσθετες δυσκολίες στον τομέα της επιστημονικής εργασίας.

Παράλληλα, η επιμόρφωση απουσιάζει από τους περισσότερους επιστημονικούς κλάδους, ενώ η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αυτό έχει ως συνέπεια το επιστημονικό δυναμικό της χώρας να αναγκάζεται να αναζητεί διεξόδους στο εξωτερικό. Η κάλυψη των αναγκών της εγχώριας παραγωγής σε εξειδικευμένο προσωπικό γίνεται όλο και πιο συχνά με ξένους επιστήμονες, γεγονός που αυξάνει την εξάρτηση.

Όλα αυτά κάνουν ξεκάθαρο ότι οι επιστήμονες, όπως και όλοι οι εργαζόμενοι, δεν μπορούν να μείνουν αμέτοχοι. Από τη μία πλευρά συνειδητοποιούν ότι έχουν χρέος να αγωνιστούν για λύσεις. Από την άλλη, απαιτούν καθοριστικό ρόλο στον κοινωνικό και οικονομικό σχεδιασμό της χώρας, μέσα από αντιπροσωπευτικούς φορείς που θα αξιοποιούν την πείρα και τη γνώση τους απέναντι στα σύνθετα προβλήματα της εποχής. Η εμπειρία δείχνει καθαρά ότι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων είναι η ενεργή συσπείρωση και η ενότητα. Τα ζητήματα αυτά δεν λύνονται από έναν μόνο κλάδο· απαιτούν ειδικές γνώσεις από πολλούς επιστημονικούς τομείς και συντονισμένη, προγραμματισμένη συμμετοχή.»

 

——————————————————————————————————————————————————————–
Παραπομπές: 1. Η πρώτη δημόσια παρουσία του Συνδέσμου πραγματοποιήθηκε στις 6 Ιουνίου 1977, στον κινηματογράφο «ΟΛΥΜΠΙΟΝ» του Αγρινίου, όπου παρουσιάστηκε η εργασία που δημοσιεύουμε. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή με το ευρύτερο κοινό της περιοχής και, όπως υπογράμμισε το προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο, αποτέλεσε το εναρκτήριο βήμα μιας πορείας που φιλοδοξούσε να συνδυάσει την επιστημονική γνώση και την κοινωνική πράξη. Στόχος του Συνδέσμου ήταν να μελετά σε βάθος τα προβλήματα του τόπου και, στο μέτρο του δυνατού, να συμβάλει ουσιαστικά στην επίλυσή τους. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σε αυτή τη ζωντανή παρουσίαση. Τα συμπεράσματα αυτής της πρώτης εργασίας του τα κοινοποίησε σε όλους τους φορείς του νομού.
Παράκληση: Παρακαλούμε όποιον διαθέτει περισσότερα στοιχεία για τον Σύνδεσμο Επιστημόνων Αιτωλοακαρνανίας του 1977 (Μέλη, φωτογραφίες από την παραπάνω παρουσίαση πληροφορίες για άλλες παρεμβάσεις του Συνδέσμου και επιθυμεί να μας βοηθήσει στην πιο ολοκληρωμένη παρουσίασή του, ας μας ενημερώσει γι’ αυτά  στο email: info@agriniostories.gr
Φωτογραφία: Διασταύρωση των οδών Τσαλδάρη και Παπαστράτου το 1978
(Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Γιάννη Κουτρουμπούση)
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν