Ξεσπάει η Κρητική Επανάσταση στο χωριό Θέρισος

Στις 10 Μαρτίου 1905,
ο Ελευθέριος Βενιζέλος
με τους συναρχηγούς του
Κων/νο Φούμη και Κων/νο Μάνο
κήρυξαν από το Θέρισο, την ομώνυμη Επανάσταση

Πρώτος στόχος του κινήματος ήταν η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα

«…εις μίαν αδιαίρετον, ελευθέραν συνταγματικήν πολιτείαν». Ο Βενιζέλος γνώριζε εκ προοιμίου ότι ο στόχος αυτός ήταν ανέφικτος την ώρα αυτή, δέχθηκε όμως να τεθεί, διότι ενέπνεε, μαζικοποιούσε και ομογενοποιούσε τον επαναστατικό αγώνα, σε περίπτωση που ο στόχος αυτός αποδεικνυόταν ανέφικτος, δεύτερος στόχος ήταν η πολιτική προσέγγιση  της Κρήτης με την Ελλάδα,  με απώτερo  στόχο την κατάργηση της  «απολυταρχίας».

Το Θέρισο υπήρξε η κορύφωση μιας έντονης πολιτικής αντίθεσης και διαμάχης ανάμεσα στον Πρίγκιπα και τον Ελ. Βενιζέλο που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1901.

 

 

Και οι δύο,  Πρίγκιπας και Βενιζέλος, ως τελικό στόχο της πολιτικής τους είχαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, εκεί που διαφώνησαν, όμως, ήταν η πολιτική που έπρεπε να εφαρμοστεί για να επιτευχθεί η πολυπόθητη Ένωση. Ο Πρίγκιπας θεωρούσε ότι ο μόνος υπεύθυνος να χαράξει την πολιτική  για το εθνικό θέμα ήταν αποκλειστικά και μόνο αυτός. Στήριζε δε την πολιτική του στους συγγενικούς δεσμούς που είχε με τις αυλές και τα ανακτοβούλια της Ευρώπης και είχε τη βεβαιότητα ότι αυτές θα βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί η Ένωση. Αγνοούσε, όμως, ότι η εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων  δεν χαράσσεται με  το  συναίσθημα ή τους συγγενικούς δεσμούς, αλλά αποκλειστικά και μόνο με βάση τα εθνικά τους συμφέροντα.

Αντίθετα ο Βενιζέλος, γνωρίζοντας τους βαθύτερους στόχους της παρουσίας των δυνάμεων στην Κρήτη, αλλά και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντά τους είχε διαφορετική άποψη. Καταρχήν αμφισβητούσε το δικαίωμα του πρίγκιπα ότι μόνο αυτός ήταν αρμόδιος να χαράζει την εξωτερική πολιτική χωρίς να ζητά τη γνώμη κανενός και πίστευε ότι λόγο σε αυτό το θέμα, και μάλιστα αποφασιστικό, είχε και ο κρητικός λαός. Πίστευε ότι η άμεση επίτευξη της Ένωσης, τη δεδομένη χρονική στιγμή, ήταν αδύνατη και ότι η παράταση του αρμοστειακού καθεστώτος,  στην αρχική του μορφή, κρατούσε το νησί υποχείριο των Δυνάμεων.

Είχε την άποψη ότι η πορεία προς την Ένωση έπρεπε να είναι προοδευτική με επιμέρους στόχους  και επιδιώξεις. Πρώτα έπρεπε να ολοκληρωθεί η αυτονομία με το δικαίωμα του κρητικού λαού αυτός και μόνο αυτός να εκλέγει τον ανώτατο άρχοντα. Στη συνέχεια να απομακρυνθούν από την Κρήτη τα ξένα στρατεύματα και να αποκτήσει το νησί πολιτοφυλακή ( στρατό) και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτύχει τον εθνικό στόχο, την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Τελικά το Μάρτιο του 1901 Γεώργιος απέλυσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο από την κυβέρνηση με το αιτιολογητό «ότι όλως αναρμοδίως και δημοσία εξέθηκε γνώμας αντιθέτους προς το Ημέτερον φρόνημα και την εντολήν Ημών».

Ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε ως ανθενωτικός. Τόσο στον κρητικό τύπο, όσο και στον αθηναικό δημοσιεύθηκαν λίβελλοι εναντίον του.  Στην αρχή σιώπησε, αργότερα όμως ανέλαβε μια έντονη αντιπολιτευτική δράση από τις στήλες της εφημερίδας του Ο ΚΗΡΥΞ και σιγά σιγά συσπείρωσε κοντά του τους αντιπολιτευόμενους που προέρχονταν  από νέους που σπούδαζαν στην Αθήνα, αλλά από και ανθρώπους της ανερχόμενης αστικής τάξης.

Στις 10 Μαρτίου 1905 κήρυξε από το Θέρισο την ομώνυμη επανάσταση.  Γνώριζε ότι για τις Δυνάμεις ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσουν βίαια μέσα εναντίον των επαναστατών. Πρώτον γιατί δεν είχαν επαρκείς προς τούτο δυνάμεις στο νησί αλλά και διότι λάμβαναν σοβαρώς υπόψη τους τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης στις χώρες τους,  τουλάχιστον στις τρεις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες,  Αγγλία,  Γαλλία,  Ιταλία,  εκτός της τσαρικής Ρωσίας.

Από την πρώτη στιγμή ο Βενιζέλος κατέστησε γνωστό στους Γεν.  Προξένους των Δυνάμεων ότι η επανάσταση δεν έχει πρόθεση να ενοχλήσει τα ευρωπαϊκά στρατεύματα και ότι ο κύριος και μοναδικός στόχος της ήταν το αρμοστιακό καθεστώς.

Μετά την έκρηξη του κινήματος επιβλήθηκε αυστηρή λογοκρισία,  επίσης η κατασκοπεία είχε απλώσει παντού τα δίχτυα της. Προκειμένου δε να αποκλεισθεί η επέκταση του  κινήματος και στους άλλους νομούς της Κρήτης απαγορεύθηκε κάθε επικοινωνία με τους άλλους  νομούς.

Το αρμοστιακό καθεστώς υποστήριξε ότι το κίνημα δεν είχε την αποδοχή της πλειοψηφίας του κρητικού λαού. Η κατάσταση,  όμως, άλλαξε από τη στιγμή που ο παλαίμαχος πολιτικός Σφακιανάκης, Ιωάννης τάχθηκε στο πλευρό του Βενιζέλου. Στις 22 Μαρτίου 1905 έγινε στο Ηράκλειο μεγάλο συλλαλητήριο στην πλατεία του Αγίου Μηνά.

 

Στιγμιότυπο από το μεγάλο συλλαλητήριο στα Χανιά (20 Απριλίου 1905)

 

Σε  αυτό μίλησε ο Ιωάννης Σφακιανάκης ο  οποίος μεταξύ των άλλων είπε… «εάν το κίνημα δεν είχε γίνει, ίσως επετρέπετο διχογνωμία. Αλλά το κίνημα ήδη εξαπλωθέν … γενόμενον δε ήδη αντικείμενον διαπραγματεύσεων προς  τας δυνάμεις και του οποίου η κατάπνιξις  θα ήτο εθνική συμφορά μίαν μόνον υπαγορεύει διαγωγήν: ολόψυχον επιδοκιμασίαν και ενδυνάμωσιν των εν Θερίσω συναθροισθέντων ενόπλων αδελφών». Ο λόγος του πολύπειρου πολιτικού αντήχησε σε όλη τη Μεγαλόνησο και οι εκδηλώσεις υπέρ της Ένωσης και της Επανάστασης γενικεύθηκαν.

Οι Δυνάμεις τον πρώτο καιρό παρακολουθούσαν απλώς τα γεγονότα. Από τον Ιούλιο,  όμως, ανέλαβαν πρωτοβουλίες. Προσκάλεσαν τους αρχηγούς του κινήματος  να συζητήσουν,  προκειμένου να βρεθεί μία λύση και να ηρεμήσει ο τόπος. Η συνάντηση έγινε στις Μουρνιές, γενέθλιο χωριό του Βενιζέλου, 5 χλμ έξω από τα Χανιά. Στη συνάντηση αυτή ο Βενιζέλος,  μεταξύ των άλλων, έκανε στους Γεν. Προξένους την πρόταση να κατέβει στην Κρήτη μία επιτροπή, να  μελετήσει επιτόπου την κατάσταση και να προτείνει μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για τη βελτίωση του καθεστώτος.

Οι πρόξενοι έκαμαν αποδεκτή την πρόταση και  παράλληλα ζήτησαν από τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα,  διαφορετικά θα κηρύξουν δικτατορία, πράγμα που έγινε τον Ιούλιο του 1905. Όλες οι Δυνάμεις δεν εφάρμοσαν  με τον ίδιο τρόπο τον στρατιωτικό νόμο. Στα Χανιά και το Λασίθι οι Ιταλοί και οι Γάλλοι ακολούθησαν ήπια και διακριτική πολιτική.  Αντίθετα οι Ρώσοι στο Ρέθυμνο και οι Άγγλοι  στο Ηράκλειο έλαβαν αυστηρά μέτρα εναντίον των Θερισιανών.

Προέβησαν σε συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες, αποκλεισμούς,  συνέλαβαν και εξόρισαν ιερείς, δεν σεβάστηκαν ούτε τον επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Διονύσιο, τον οποίο απείλησαν και προπηλάκησαν μέσα στο επισκοπείο. Αποκορύφωμα της αντίδρασης των Ρώσων ήταν η σύγκρουση με τους επαναστάτες στο Ατσιπόπουλο στις 2 Αυγούστου 1905,  με 14 νεκρούς και τραυματίες Θερισιανούς.

Στο  Ηράκλειο η αγγλική διοίκηση κάθε άλλο παρά φιλική δεν ήταν  απέναντι στην Επανάσταση. Παρακολουθούσε στενά  πολίτες του Ηρακλείου, τους οποίους θεωρούσε ότι ήταν φίλοι της Θερισιανής Επανάστασης. Δεν τους επέτρεπαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι.  Στις 9 το βράδυ έπρεπε να βρίσκονται στα σπίτια τους, να μη δέχονται επισκέψεις μη συγγενικών τους προσώπων και ακόμη να μην εμποδίζουν την  είσοδο στα σπίτια τους Άγγλων στρατιωτικών.

Ακολούθησαν οι δηλώσεις μετάνοιας στις οποίες οι επαναστάτες δήλωναν ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, Ευμένιου, «υποσχόμεθα πίστιν, αφοσίωσιν και υποταγήν εις τον λατρευτόν ημών ηγεμόνα Γεώργιον,  ως αρραβώνα και απόστολον της εθνικής ημών αποκαταστάσεως…». Ακολούθησαν δίκες και καταδίκες από τα αγγλικά στρατοδικεία με την κατηγορία της συνομωσίας κατά του πολιτεύματος επί σκοπώ να ανατρέψουν αυτό διά βιαίων μέσων.

Η επανάσταση έληξε τον Νοέμβριο του 1905 με έναν έντιμο συμβιβασμό, όταν πια ο Βενιζέλος διαπίστωσε ότι η περαιτέρω συνέχιση του αγώνα κατέστη αδύνατη. Και μπορεί μεν η Επανάσταση να μην πέτυχε την Ένωση της Κρήτης,  πέτυχε όμως να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της Κρητικής Πολιτείας και να αλλάξει τις παραμέτρους του Κρητικού Ζητήματος.

 

Πηγές: Κείμενο, Γεώργιος Περπιράκης  patris.gr
Φωτιγραφίες agonaskritis.gr
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Της ημέρας
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Της Ημέρας