Βραχώρι – Ονομασία και συγκρότηση του οικισμού

«Για την αρχική ονομασία
έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς διάφορες εκδοχές»

α) Εβραιοχώριον: Στο χώρο της Αιτωλίας είχαμε Εβραίους από την Ρωμαϊκή ακόμα εποχή και υπήρχε μικρή κοινότητα στη μεσαιωνική πόλη Αχελώο, στα μέσα του 12ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν Τουδέλας στο οδοιπορικό του. “Εκείθεν (δηλαδή εκ Λάρτας = Άρτας) χρειάζεται κανείς δύο ημέρας μέχρι του Αφίλου, (πρόκειται προφανώς περί της πόλεως του Αχελώου), φρούριον εις το οποίον ευρίσκονται περίπου τριάκοντα Ιουδαίοι έχο ντας επί κεφαλής των τον ραββίνον Σαββατάι”[1]. Εβραϊκό χωριό δεν είχαμε ποτέ, όχι μόνο στην Αιτωλία, αλλά σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η αρχική ο-νομασία δεν θα ήταν το λόγιον πλάσμα Εβραιοχώριον, αλλά Ουβριουχώρ΄, κατά το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής, που με όποιες παραφθορές δεν διαμορφώνεται σε Βραχώρ΄.

β) Βραχοχώριον: Η εκδοχή αυτή αυτοαναιρείται για δυο λόγους. Πρώτο γιατί δεν έχουμε βραχώδη τόπο και δεύτερο, γιατί πρόκειται για λόγιο πλάσμα.

γ) Βλοχοχώρι, ότι δηλαδή συνοίκισαν το χώρο κάτοικοι της περιοχής του γειτονικού Βλοχού. Αν δεχτούμε αυτή την εκδοχή, με το νόμο της απλολογίας, θα έπρεπε να έχουμε: Βλουχουχώρ΄- Βλουχώρ΄. Από το Βλουχώρ΄, που είναι ευπρόφερτο και οπωσδήποτε εύηχο, δε φτάνομε στο Βραχώρ΄.

δ) Βλαχοχώρι κατά το Μένο Φιλήντα αυτή πρέπει να είναι η αρχική ονομασία, η οποία σύμφωνα  με το νόμο της απλολογίας απέβαλε την πρώτη από τις δύο όμοιες μεσαίες συλλαβές, έτρεψε το «λ» στο επίσης υγρό «ρ», ( όπως Βούλγαρος, Βούργαρος) και κατέληξε Βραχώρι.
Οι υποστηριχτές της εκδοχής αυτής θεωρούν ως δεδομένο, ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη από Βλάχους πριν από την εγκατάσταση των Τούρκων. “…λέγεται Βραχώρι, διότι πρότερον κατώκουν Βλάχοι και πτωχοί άνθρωποι”[2]. «Οι παρεφθαρμένοι τουρκικοί τύποι Αμπουλαχόρ και Λαχόρ νομίζομεν ότι συνηγορούν υπέρ της ετυμολογίας εκ του Βλαχοχώρι…»[3].
Πραγματικά η εκδοχή έχει λογικά επιχειρήματα, αλλά ας μας επιτραπεί να παρατηρήσουμε, ότι οι Βλάχοι έστηναν τα κονάκια τους, (βλαχοκάλυβες), κατά πατριές, (τσελιγκάτα), στους τόπους όπου παραχείμαζαν, κι αυτές οι «κατούνες» δεν ήταν σε καμιά περίπτωση, χωριά.
Ο τύπος Αμπουλαχόρ δε νομίζομε ότι έχει κάποια σχέση. είναι καθαρά αραβοτουρκικός ή αραβοπερσικός και το δεύτερο συνθετικό λαχόρ, θυμίζει τον τίτλο σαλαχόρ. Όσο για τον τύπο Λαχόρ, αναφέρεται μόνο στο οδοιπορικό του Τσελεμπή και δεν αποκλείεται να οφείλεται και σε λαθεμένη ανάγνωση του συμπλέγματος από το μεταφραστή.
Σ’ αυτές τις τέσσερες εκδοχές, που νομίζομε, ότι εύκολα αναιρούνται, ας μας επιτραπεί να παρουσιάσουμε δύο νέες εκδοχές από τις οποίες εκείνη που θεωρούμε ότι δίνει την οριστική λύση στο πρόβλημα της προέλευσης της πόλης είναι η δεύτερη.

ε) Βρακοχώρι: Σε δυο αναφορές Ενετών αξιωματούχων απαντά η ονομασία Βρακοχώρι, από την οποία με ελάχιστη παραφθορά έχουμε τον τύπο Βραχώρι.

  1. Ο Προβλεπτής της Αγίας Μαύρας Πιέτρο Μπέμπο προς τον Δόγη από 26-5-1689: “Μόλις ετελείωσαν αι εκλογαί των δημογερόντων Ξηρομέρου, Βάλτου, Αγγελοκάστρου… εξεστράτευσεν ο Γκιαούρ Πασάς ονό-ματι Μπέη – Λιμπεράκη… μετέβη εις Βρακοχώρι και έστειλεν απειλητικά γράμματα εις όλας τας κοινότητας του Ξηρομέρου”[4].
  2. Ο Γενικός στρατιωτικός διοικητής του Μορέως Ιάκωβος ντε Μόστο, από Πάτρα στις 14 Γενάρη του 1702, προς τον Δόγη: “εσημειώθησαν μερικά κρούσματα πανώλους και, ότι το χωρίον Βρακοχώρι, απέχον δύο – τρία μίλλια από το Ζαπάντι, παραμένει άθικτον… “[5].

Στον τύπο Βρακοχώρι, όπως βλέπουμε, έχουμε δύο μεσαίες συλλαβές με αρκτικά τα ουρανικά κ, χ, και με την αποβολή της πρώτης κατά το φαινόμενο της απλολογίας, φτάνουμε αμέσως στον τελικό τύπο Βραχώρι. Και ήταν πραγματικά βρακοχώρι, ο οικισμός, αφού κατοικούνταν αποκλειστικά από βρακοφόρους. Όλοι, άντρες και γυναίκες, φορούσαν τη γνωστή βράκα, τη μπουραζάνα. Είναι μια εκδοxή πολύ αληθοφανής και οπωσδήποτε επικρατέστερη από όλες τις προηγούμενες. Αλλά μπορεί να παρατηρήσει κάποιος, αντιλέγοντας: Δέχτηκαν οι Τούρκοι αυτή τη σκωπτική, θα λέγαμε, ονομασία, δοσμένη από χριστιανούς στον οικισμό τους; Δικαιολογημένη παρατήρηση, που κλωνίζει κι αυτή την εκδοχή, αν όχι αναιρεί»[6].

στ) Βραχώρ από το Ιμπραχόρ. Στην «Ιστορία του Αγρινίου» ο Παπατρέχας  αναφέρεται σε έναν χάρτη της Ελλάδας, ο οποίος δημοσιεύτηκε στο χρονικό του Bernard Randolph με τίτλο «Η σημερινή Πολιτεία του Μορέως, η οποία στην αρχαιότητα ονομαζόταν Πελοπόννησος» (πρωτότυπος τίτλος «The present state of a Morea called anciently») και εκδόθηκε το 1560 στο Λονδίνο από τους Γουίλιαμ Νότι, Thomas Basset & Thomas Bennet.

 

 

Παρά το γεγονός ότι πολλά σημεία στον παραπάνω χάρτη δεν ταυτίζονται με την γεωγραφική γνώση που διαθέτουμε σήμερα, (Ζαπάντι, Δραγάμεστο, Αχελώος) καταγράφει μια σημαντική κωμόπολη με την ονομασία Ιμπραχόρ. «Την εποχή που χαρτογραφήθηκε η περιοχή ο οικισμός αριθμούσε λίγων δεκαετιών ζωή», αναφέρει ο Παπατρέχας, «και το όνομα δεν είχε παραφθαρεί. Ο τύπος λοιπόν που απαντούμε στον χάρτη αντιπροσωπεύει την αρχική ονομασία του οικισμού: «Imrahor» (από τις αραβοπερσικές emir ahur) ή «Imprahor», που τυπώθηκε «Imrahoar», ελαφρά αλλοιωμένος δηλαδή, με το α παρένθετο μεταξύ του ο και του ληκτικού ρ.  Η λέξη που σημαίνει σταυλάρχης, ήταν τίτλος «επί τιμή» της σουλτανικής αυλής, όπως επίσης και ο τίτλος σαλαχόρ, που σημαίνει ασπιδοφόρος, σωματοφύλακας του σουλτάνου, ίππαρχος».

«Πολύ βάσιμα», αναφέρει στη συνέχεια, «μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση, ότι ο πρώτος οικιστής, αξιωματικός απάχης, έφερε τον τίτλο του ιμπραχόρ κι απ΄ τον τίτλο του πήρε την ονομασία του ο οικισμός, έχουμε δηλαδή ένα κυριώνυμο τοπωνύμιο, το οποίο με ελάχιστη παραφθορά έφτασε στον τύπο Βραχόρ, που εξελληνισμένος και συνηχητικά έγινε Βραχώριον, Βραχώρι».

Η συγκρότηση του οικισμού

Για το πως ακριβώς συγκροτήθηκε ο πρώτος αυτός οικισμός οι πληροφορίες που έχουμε είναι απειροελάχιστες. Τίποτα δεν έχει απομείνει πια από έναν πολιτισμό που για σχεδόν τέσσερεις αιώνες δημιούργησε σπίτια, τζαμιά δρόμους και παζάρια σε αυτή την περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό, πως για να βρεις ένα απειροελάχιστο δείγμα αυτής της ζωής, θα πρέπει να βγεις από τον αστικό ιστό της σημερινής πόλης και να φτάσεις στον κάμπο του Ζαπαντιού. Εκεί, και μόνο εκεί, θα συναντήσεις το ένα και μοναδικό στοιχείο του ιδρώτα, της τέχνης και της θρησκείας των πρώτων Βραχωριτών: έναν ερειπωμένο μιναρέ, που εξακολουθεί να στέκεται όρθιος, σε πείσμα όλων εκείνων που επιθυμούν να τον δουν να γκρεμίζεται σιγά – σιγά.

Σύμφωνα με την παράδοση -αυτό το τεράστιο αποτύπωμα της συλλογικής μνήμης της βραχωρίτικης κοινωνίας πάνω στις συνήθειες και μέσα στις αφηγήσεις των ανθρώπων- η πρώτη έκταση που καταλάμβανε το Βραχώρι, ήταν τα ανατολικά, «ευάερα και ευήλια» λοφοειδή εξάρματα που σήμερα ξεκινούν απ την βορειοανατολική πλευρά της Σταΐκου και φτάνουν μέχρι το ύψος που σήμερα βρίσκονται τα γραφεία του Εμπορικού συλλόγου στη Βλαχοπούλου. Μέσα σε αυτό το «αναποδογυρισμένο τρίγωνο», όπως το αναφέρει ο Παπατρέχας, «που σχημάτιζαν τα δυο μεγάλα ρέματα, με κορυφή το σημείο συμβολή τους», ζούσε μια κοινωνία, οι οθωμανοί του Βραχωριού, εξαιρετικά κλειστή, αυστηρά ενδογαμική, που κρατούσε ζωντανή τη μνήμη των προγόνων της και πολέμια απέναντι σε κάθε νεωτερισμό που θα τολμούσε να φτάσει ως το χωριό τους. Αποτελούσαν μια αγροτική αριστοκρατία που δεν επιθυμούσε καμία επαφή ακόμα και ομόθρησκούς τους από τα γύρω χωριά, όπως για παράδειγμα το Ζαπάντι.

Τρία ήταν τα τζαμιά του οικισμού, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Η βάση του ενός από αυτά σωζόταν μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ένα άλλο βρισκόταν στην θέση που σήμερα βρίσκεται η Μητρόπολη και ένα τρίτο ήταν χτισμένο στο νότιο άκρο της πλατείας Χατζοπούλου.[7]  Το πόσο φανατικοί μουσουλμάνοι ήταν το αποδεικνύει το γεγονός ότι εκτός από τα τρία μεγάλα τζαμιά που μόλις αναφέραμε, διατηρούσαν επίσης, άλλα έντεκα μικρότερα, χωρίς μιναρέ, δύο τεκέδες δερβισάδων, και δύο διδασκαλεία, επωμιζόμενοι μόνοι τους όλο το κόστος.

Τα σπίτια ήταν χτισμένα σαν μικρά φρούρια. Ήταν εξαιρετικά επιβλητικές σε όγκο και μέγεθος οικοδομές με διπλές και πανύψηλες μάντρες (εσωτερική και εξωτερική) με πολεμίστρες ή «μασχάλια», όπως λεγόταν και πύργους. Το σκαρίφημα ενός τέτοιου σπιτιού το οποίο βασίζεται σε περιγραφές, το βρίσκουμε στα Πρακτικά του 1ου Αρχαιολογικού και Ιστορικού συνεδρίου που διοργάνωσε η Ιστορική Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Ελλάδας από τις 21 έως τις 23 Οκτωβρίου του 1988 και αποτελεί μέρος της εισηγήσης του Κώστα Πατρώνη, ο οποίος το σχεδίασε το 1988 [8], αλλά και στο βιβλίο του Θύμιου Ανδρικόπουλου (Αρχιτέκτονας Μηχανικός, Διδάκτορας του ΕΜΠ) με τίτλο «Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία του μεσοπολέμου στην πόλη του Αγρινίου», έκδοση τουΤΕΕ, το 2000, σελ. 21.

 

 

 

«Δεν ήσαν μόνον ογκώδη διώροφα και τριώροφα κτίρια με άφθονον πλούτον εσωτερικώς… αλλ’ αποτελούσαν το καθένα κι από ένα μικρόν φρούριον», αναφέρει ο Δ. Κόκκινος στην «Ιστορία» του.[9] Και συνεχίζει: «Κάθε σπίτι περιβάλλετο από διπλούν και τριπλούν περιτείχσμα με τρεις αυλαίας θύρας και μίαν μεγάλην εσωτερικήν προς την τελευταίαν αυλήν του βάθους. Τα σπίτια αυτά, μοναδικόν φαινόμενον εις ολόκληρον την Ελλάδα, έδειχναν τον δεσποτικόν χαρακτήρα των κυρίων του, την δύναμίν των αλλά και των φόβων των από τους Έλληνες της επαρχίας».[10]

Η αγορά με τα μαγαζιά και τα εργαστήρια βρισκόταν εκεί που βρίσκεται και σήμερα ο κεντρικός πυρήνας της πόλης, στο τετράγωνο δηλαδή, που ορίζεται από τους δρόμους Κύπρου, Ι. Σταΐκου, Παπαστράτου και την πλατεία Ειρήνης. «∆ιαθέτει σαράντα καταστήµατα χωρίς σκεπαστή “αγορά” πολύτιµων εµπορευµάτων, αλλά αυτό δεν σηµαίνει τίποτα, αφού στο παζάρι µπορείς να βρεις όλα τα πολύτιµα υφάσµατα κι άλλα ακριβά και σπάνια εµπορεύµατα. Η αγορά βρίσκεται σε πολύ ωραία τοποθεσία, που σου φτιάχνει τη διάθεση για ψώνια. Το κλίµα είναι ευχάριστο. Και η περιοχή είναι γεµάτη µε πελώρια πλατάνια, που όµοια δεν βρίσκεις πουθενά αλλού στη Ρούµελη, την Περσία ή την Αραπιά. Είναι ένας τόπος εξοχικός, θαυµάσιος και παράδοξος». Με αυτό τον τρόπο περιγράφει την ομορφιά της μικρής αυτής τούρκικης κωμόπολης ο Ελβιγιά Τσελεμπί, ο οποίος γύρω στο 1668 πέρασε από την Ελλάδα και έφτασε και στο Βραχώρι.

 

 

1. Μ. Δένδια, Λευκάς ή Άρτα, Ηπειρωτικά Χρονικά, τεύχος Α και Β, 1931, σελ. 26 όπου η παραπάνω περικοπή. | 2. Δ. Πύρρου Γεωγραφία Μεθοδική, Ναύπλιο 1834, σελ. 211. | 3. Ι Γιαννόπουλος, Η διοικητική οργάνωση της Στερεάς Ελλάδας κατά την Τουρκοκρατίαν, έκδοση βιβλιοθήκης Σαριπόλου, Αθήνα 1971, σελ. 88 υποσ. 5. | 4. Κ.Δ. Μ. Μέρτζος, Ειδήσεις περί Στερεάς Ελλάδος εκ Βενετίας, Ε.Ρ.Σ.Μ., τ. Β, 1969-70. | 5. Κ.Δ. Μ. Μέρτζος, Συμπλήρωμα, Ηπειρώτικη Εστία τ. Α, 1957, σελ. 492. | 6. Γεράσιμος Παπατρέχας,  Ιστορία του Αγρινίου, Δήμος Αγρινίου, σελ., 116-118. | 7. Γεράσιμος Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου ο.π., σελ. 119. | 8. Πρακτικά 1ου Αρχαιολογικού και ιστορικού συνεδρίου Αιτωλοκαρνανίας, Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας 1991, σελ. 578. | 9. & 10. Δ. Κοκκινος, Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως , τ. 2. σελ. 310-311


AgrinioStories

Διαβάστε όλες
τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ του «ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΓΡΙΝΙΟΥ»
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί