Βαλτί: Ένας κρυμμένος παραθαλάσσιος οικισμός

Ένα από τα κρυμμένα διαμάντια της Αιτωλοακαρνανίας,
είναι ο όμορφος παραθαλάσσιος οικισμός το Βαλτί

 

Το βαλτί ή Βαλτίον βρίσκεται στο δέλτα του Αχελώου απέναντι από τις Εχινάδες. Είναι οικισμός του Αστακού στη περιφερειακή ενότητα Αιτωλοακαρνανίας με υψόμετρο 15 μέτρα. Βρίσκεται Ν.-ΝΑ. από τον Αστακό σε απόσταση 26 χλμ. και 29 χλμ. Δ.-ΒΔ. από το Αιτωλικό.

Ως οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά το 1940, όταν προσαρτήθηκε στην τότε κοινότητα Αστακού. Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης, μαζί με τον Αστακό αποτελεί κοινότητα που υπάγεται στη δημοτική ενότητα Αστακού του Δήμου Ξηρομέρου, ενώ η αγροτική έκταση πριν τη ξύλινη γέφυρα ανήκει στον Δήμο Ι.Π. Μεσολογγίου. Οι πιο κοντινοί οικισμοί είναι τα χωριά Πεντάλοφο και Λεσίνι.

 

 

Πολύ κοντά στον οικισμό του Βαλτίου αναπτύχθηκαν και άλλοι δύο οικισμοί: ο οικισμός του Φράξου, κοντά στο σημερινό ομώνυμο προστατευόμενο δάσος, περιλάμβανε δύο οικήματα για τη στέγαση του προσωπικού της γεωργικής υπηρεσίας της εταιρείας.

Επίσης, αναπτύχθηκε ο μικρός οικισμός του Αγίου Δημητρίου, στον οποίο κατοικούσαν κυρίως φύλακες και διέθετε ναό και σχολείο. Στον οικισμό αυτό θα προστεθούν αργότερα και κάποιες οικίες κτηνοτρόφων.

Η ανάπτυξη των παραπάνω οικισμών αυτών άλλαξε τα γεωγραφικά, οικονομικά και δημογραφικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής. Η αποξήρανση του έλους Λεσίνι δημιούργησε μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργεια (σιτάρι, βαμβάκι, καρπούζι, πεπόνι, καλαμπόκι) και για βοσκή, ενώ η περιοχή προστατεύτηκε καλύτερα από τις πλημμύρες.

 

 

Ακολούθως, η ύπαρξη πλεύσιμων καναλιών μέσα στο έλος και η θέση των οικισμών πολύ κοντά στη θάλασσα δημιούργησε μια επιπλέον εστία εμπορικής δραστηριότητας δίπλα στον Αστακό. Συγκεκριμένα, εμπορικά προϊόντα και πρώτες ύλες διακινούνταν εύκολα μέσα από τα πλεύσιμα κανάλια του έλους, ενώ ευνοήθηκαν και οι εξαγωγές προϊόντων μέσω της θαλάσσιας οδού. Τα κανάλια βοηθούσαν, επίσης, στη μετακίνηση των ανθρώπων από περιοχή σε περιοχή, καθώς εκείνη την εποχή το οδικό δίκτυο ήταν ακόμα υπό κατασκευή. Ο περιορισμός του έλους, τέλος, οδήγησε στη μείωση του πληθυσμού των κουνουπιών και της απειλής που προερχόταν από την ασθένεια της ελονοσίας.

O μεσοπολεμικός εργατικός οικισμός Βαλτί και η ευρύτερη πεδιάδα, αποτελούν αξιόλογα τοπία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Η περιοχή παρουσιάζει εξαιρετικό πολιτιστικό ενδιαφέρον διαχρονικά. Ωστόσο, η διαμόρφωση αυτού του τοπίου και η δημιουργία του οικισμού κατά τον 20ό αιώνα έγιναν αρχικά από μια τεχνική-γεωργική εταιρεία κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο έως το 1959, και ακολούθως από τον Οργανισμό Λεσινίου (1959-1984), που ανέλαβαν την αποξήρανση του έλους Λεσίνι και εν συνεχεία τη γεωργική εκμετάλλευση της αποκαλυφθείσας έκτασης (65.000 στρέμματα περίπου), μια παραγωγική διαδικασία στην οποία απασχολήθηκε ένα σημαντικό μέρος του ντόπιου πληθυσμού.

 

 

Αναλυτικότερα, η Γεωργική Εταιρεία Λεσίνι Α.Ε. με την έναρξη της αποξήρανσης του έλους κατά τη δεκαετία του 1930, ανέπτυξε διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες (παραγωγή, εμπορία και μεταποίηση αγροτικών, κτηνοτροφικών και ορισμένων βιομηχανικών προϊόντων) ενώ εμφανίσθηκαν και καινούριες οικονομικό-κοινωνικές σχέσεις πρωτόγνωρες για την περιοχή αυτή.

Από την άλλη, ο οικισμός Βαλτί(ον) έχει πολλές ομοιότητες με τους διάφορους εργατικούς οικισμούς που αναπτύχθηκαν στο παρελθόν από ορισμένες βιομηχανικές, μεταλλευτικές και αγροτοβιομηχανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Αυτό το μαγικό τοπίο φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς αξίζει να αναδειχθεί και να διασωθεί για πολλούς λόγους.

Εκτός από το φυσικό, αρχιτεκτονικό (μνημειακότητα) και τεχνολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, και τα οποία μπορούν να αναδειχθούν με τις συμβολές της βιομηχανικής αρχαιολογίας, της ανθρωπολογίας και της περιβαλλοντικής ιστορίας, θα πρέπει να προστεθεί και μια άλλη παράμετρος, αυτής της διάσωσης της μνήμης και των τοπικών και συλλογικών ταυτοτήτων.

 

 

Η μελέτη, η καταγραφή και η προστασία αυτών των συνόλων, των συμπλεγμάτων των παραγωγικών εγκαταστάσεων, των εργατικών κατοικιών αλλά και η ανάδειξη των τοπικών συστημάτων μεταφοράς, και των μετακινήσεων των ανθρώπων και των υλικών μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το πλαίσιο εργασίας των ανθρώπων στο παρελθόν, τα ίχνη των βιωμάτων του κόσμου της εργασίας, μιας και το υπό μελέτη τοπίο εμφανίζεται, από την τοπική συλλογική μνήμη, τόσο ως τόπος εργατικού μόχθου όσο και ως τόπος ευημερίας.

Εξάλλου, παρόμοιοι χώροι παρουσιάζουν και ενδιαφέρον ως συστήματα που μπορούν να ερμηνεύσουν τις κοινωνικές και τις έμφυλες σχέσεις, έχουν δηλαδή και πολιτιστικό νόημα ως σύμβολα αλλαγών των ανθρωπίνων σχέσεων. Θεωρούμε ότι η ανάδειξη και η διατήρηση ολόκληρων τοπίων που περιλαμβάνουν πολυσύνθετα υλικά σύνολα και κατάλοιπα θα βοηθήσει τις τοπικές κοινωνίες στην κατανόηση σημαντικών πτυχών της ιστορίας τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


AgrinioStories