Τόποι μνήμης και αμνησίας – Η Μεγ. Παρασκευή

Το πιο τραγικό συμβάν στην κατοχική Αιτωλοακαρνανία
συνέβη στο Αγρίνιο τη Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου 1944
- Τασούλας Βερβενιώτη* – Χρυσούλας Σπυρέλη**
Το πιο τραγικό συμβάν στην κατοχική Αιτωλοακαρνανία συνέβη στο Αγρίνιο τη Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απριλίου 1944. Εκτελέστηκαν 117 κρατούμενοι της τοπικής φυλακής έξω από το περιτείχισμα του Νεκροταφείου του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδας Αγρινίου και τρεις απαγχονίστηκαν στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας του Αγρινίου, οι οποίοι είχαν συλληφθεί για την αντιστασιακή τους δράση. Ήταν αριστεροί. Ο μεγαλύτερος στην ηλικία ήταν μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και οι άλλοι δύο ήταν μέλη της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ), η οποία αποτελούσε τη νεολαία του ΕΑΜ, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Τα πτώματα των απαγχονισμένων ρίχτηκαν στον ί-διο λάκκο με τα πτώματα των τουφεκισμένων. Σε αυτό το μαζικό θα-νατικό δεν ενεπλάκησαν μόνο τα στρατεύματα Κατοχής, οι Γερμανοί, αλ-λά και τα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία αποτελούνταν από Έλληνες συ-νεργάτες τους, οπλισμένους, γνωστούς και ως «ράλληδες», «γερμανοτσολιάδες» ή απλώς «τσολιάδες». Ο Διοικητής τους ήταν από την Υπάτη, αλλά πάρα πολλοί προέρχονταν από την τοπική κοινωνία[1].
Για τη μελέτη της μνήμης του γεγονότος χρησιμοποιήθηκαν άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, αυτοτελείς εκδόσεις (ιστοριογραφικές μαρτυρίες και χρονικά) τα οποία έχουν ως θέμα τους τη δεκαετία του 1940 στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και προφορικές μαρτυρίες. Οι συγγραφείς ή αφηγητές ήθελαν να κρατηθεί ζωντανό στη μνήμη το τραγικό γεγονός, ως γεγονός που δεν αφορούσε σε μια από τις πολιτικές με-ρίδες που πήραν μέρος στον εμφύλιο (δεξιά – αριστερά). Η πλειοψηφία των αφηγήσεων δεν αντιδιαστέλλει τους απαγχονισμένους από τους εκτελεσμένους, παρόλο που επισημαίνεται ότι οι περισσότεροι από τους εκτελεσμένους δεν ήταν οργανωμένοι στην αντίσταση.
Η Μεγάλη Παρασκευή του 1944 μπορεί πράγματι να ενταχθεί στις «εθνικές» τραγωδίες. Πρόκειται για «αντίποινα» των Γερμανών, οι οποίοι είχαν θεσπίσει τη συλλογική ευθύνη του άμαχου -κυρίως- πληθυσμού, για τη δράση των ανταρτών. Το γεγονός πιστοποιεί η «Ανακοίνωσις» του Στρατιωτικού Διοικητή των Γερμανικών Μονάδων Ηπείρου που δημοσιεύτηκε, ελληνικά και γερμανικά, στην εφημερίδα Δυτική Ελλάς (14.4. 1944). Αναφέρεται σε 120 που «ετυφεκίστησαν ή απαγχονίσθησαν» «ως αντίποινα» της επίθεσης «κομμουνιστικών συμμοριών» (εννοεί τους αντάρτες του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ), σε αμαξοστοιχία, βόρεια του χωριού Σταμνά Αιτωλοακαρνανίας. Από την πυρπόληση της αμαξοστοιχίας, συνεχίζει η «Ανακοίνωσις», σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν Γερμανοί στρατιώτες και «συνταξιδεύοντες Έλληνες πολίται».[2]
Στη διάρκεια του εμφυλίου, ενώ το γεγονός ήταν ακόμα νωπό στη μνήμη, ο δήμαρχος Αγρινίου Σεβαστιανός Καρβούνης (1946-1950) μετέφερε τα οστά των 120 από τον τόπο της εκτέλεσης, όπου είχαν ταφεί, στο δημόσιο νεκροταφείο της πόλης[3].
Ο δήμαρχος φωτογραφίζεται επίσης να ξεναγεί στους τάφους των εκτελεσθέντων το βασιλικό ζεύγος που είχε επισκεφτεί το Αγρίνιο. Και το γεγονός αυτό συμβαίνει την πιο σκληρή χρονιά της εμφύλιας σύρραξης, το 1948.[4]
Μετά το τέλος όμως του εμφυλίου τη διαχείριση της μνήμης της «εθνικής» τραγωδίας θα αναλάβει η αριστερά. Γιατί ο εμφύλιος, ως η βαριά κληρονομιά της Αντίστασης και ως πολιτική διαμάχη αριστεράς δεξιάς, κράτησε δεκαπλάσια χρόνια από την τρίχρονη ένοπλη σύγκρουση, σχεδόν μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (1989), και δεν δίχασε μόνο την κοινωνία αλλά και τη μνήμη.
Για είκοσι χρόνια, η μαζική εκτέλεση της Μεγάλης Παρασκευής 1944 «ξεχνιέται». Τη δεκαετία του 1960, όμως, ο δήμαρχος Τάσος Παναγόπουλος (1964-1967), πρώην αντάρτης του ΕΛΑΣ, ευκατάστατος έμπορος καπνών και λόγιος, με εισήγησή του και απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, οργανώνει μνημόσυνο για τους εκτελεσμένους και προτείνει την ίδρυση μνημείου. Τότε δημοσιεύεται, όχι στον τοπικό αλλά στον Αθηναϊκό τύπο (Αυγή 18.4.1964) το πρώτο αφιέρωμα για τους 120 γραμμένο από το Θανάση Κακογιάννη[5] και το Σπύρο Γερολυμάτο.[6] Την ίδια ε-ποχή εντοπίζεται και η πρώτη «ποιητική μνεία». Πρόκειται για ένα ποίημα, το οποίο γράφτηκε το 1964 και δημοσιεύτηκε μερικά χρόνια αργότερα, το 1967[7], λίγες μέρες πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974). Η έκδοση δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει. Το βιβλίο απαγορεύτηκε[8] από τη Χούντα και ο συγγραφέας, όπως και ο δήμαρχος, εξορίστηκαν. Η δημόσια μνήμη της Μεγάλης Παρασκευής του 1944 θάφτηκε μαζί με τη δημοκρατική άνοιξη των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960.
Το θέμα επανήλθε αφού πέρασαν άλλα είκοσι χρόνια αμνησίας. Το 1980 ο δήμαρχος Στέλιος Τσιτσιμελής (1975-1986) τελεί επίσημο μνημόσυνο της Δημοτικής Αρχής για τους 120 και ο γνωστός ποιητής Γιάννης Ρίτσος, μέλος του ΚΚΕ, απαγγέλλει το Αναστάσιμο Μνημόσυνο(κατά πα-ραγγελία γραμμένο ποίημά του) και αφιερώνει το καλλιγραφημένο χειρόγραφό του στο Δήμο Αγρινίου.[9] Επί Δημαρχίας Τσιτσιμελή επίσης ανεγέρθηκε κοντά στο χώρο των εκτελέσεων, στην Αγία Τριάδα, μνημείο, όπου γίνεται μέχρι σήμερα το ετήσιο μνημόσυνο για τη «θυσία» των 120.
Τη δεκαετία του 1980 εκδίδονται αρκετές αυτοβιογραφικές ή μη μαρτυρίες για την Κατοχή και την Αντίσταση στην περιοχή, καθώς και ποίηση-μνήμη από ποιητές που έζησαν σε περίοδο σύγχρονη με τα γεγονότα.[10] Η πολιτική συγκυρία το επέτρεπε. Στις αρχές της δεκαετίας, με την άνοδο του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ) στην εξουσία, αναγνωρίστηκε η Εαμική Αντίσταση ως «Εθνική» αντίσταση. Από τις 95 αυτοτελείς εκδόσεις που έχουμε συγκεντρώσει, το 20% περίπου των κειμένων αναφέρεται και στα γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής του ΄44, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιο βιβλίο που να αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτά. Προς το τέλος της δεκαετίας καταγράφονται ελάχιστα ποιήματα, σε αυτοτελείς ποιητικές συλλογές, με τίτλους όπως «Εκκρεμές», «Κρεμασμένοι», «Εκτέλεση», «Θυσία», που ευκρινώς αναφέρονται στη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Τη δεκαετία του 1990 δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο, σποραδικά, ποιήματα με το ίδιο θέμα. Kατά κανόνα η δημοσίευσή τους συμπίπτει με το ετήσιο επίσημο μνημόσυνο της πόλης για τους 120. [11]
Παρατηρείται όμως ένα γεγονός που αξίζει να επισημανθεί. Παρόλο που η πλειοψηφία των συγγραφέων είναι Αιτωλοακαρνάνες, δεν ζούσαν εκεί αλλά στην Αθήνα, όπου έχουν εκδοθεί και τα περισσότερα βιβλία. Οι διαχωριστικές γραμμές του εμφυλίου, τις οποίες συντηρούσε και επαύξανε ο Ψυχρός Πόλεμος καλά κρατούσαν ακόμα στην ελληνική περιφέρεια. Ένας από τους λόγους που εμπόδισε την έκδοση των βιβλίων στη «φυσική» τους κοιτίδα, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο διαχωρισμός της κοινωνικού σώματος είχε βαθιές ρίζες. Προϋπήρχε της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης. Ξεκινάει από την εποχή του μεσοπολέμου με την άνοδο του εργατικού κινήματος που συνέπεσε και δυνάμωσε με τον ερχομό των προσφύγων στην πόλη («αιματοβαμμένες» απεργίες καπνεργατών το 1926 και το 1929) [12], συνεχίζεται με τις εκτοπίσεις και εξορίες στη με-ταξική περίοδο. Στη διάρκεια της Κατοχής, ο διαχωρισμός κορυφώθηκε, με την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος, αλλά και τη συμμετοχή (εθελοντική και μη) μεγάλου αριθμού ντόπιων στα Τάγματα Ασφαλείας.[13] Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των «τσολιάδων» -μέχρι στιγμής- δεν έχουν ερευνηθεί.
Στον τοπικό τύπο τη δημόσια συζήτηση ενέτεινε και ένα άλλο γεγονός, το οποίο εκπορεύτηκε και αυτό από το κέντρο, την Αθήνα. Πρόκειται για το σίριαλ «Μαρία Δημάδη», το οποίο παίχτηκε στην κρατική τηλεόραση (ΕΤ2) το 1987 και σε επανάληψη το 1997. Η υπόθεση της Μαρίας Δημάδη αποτελεί το δεύτερο «σημαντικό» γεγονός (μετά την εκτέλεση των 120) που έχει καταγραφεί στη μνήμη της κατοχικής Αιτωλοακαρνανίας. Η Δημάδη που γνώριζε Γερμανικά, είχε επιστρατευτεί από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε ως διερμηνέας στο Φρουραρχείο. Θεωρείται ότι ήταν οργανωμένη «από τις αρχές του Εαμικού κινήματος» και ότι πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αντιστασιακό αγώνα. Εκτελέστηκε από ταγματασφαλίτες, λίγες μέρες πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από το Αγρίνιο, έξω από το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδος, κοντά στους 120.[14]
Γενικότερα, στον τοπικό τύπο, από το 1980 έως το 2007, σε σύνολο 140 δημοσιευμάτων με θέμα την Κατοχή και την Αντίσταση, μόνο οι 20 αναφέρονταν στη Μεγάλη Παρασκευή. Επιπλέον, τα περισσότερα άρθρα έφεραν την υπογραφή τεσσάρων – πέντε τοπικών λόγιων. Και ενώ στον τοπικό τύπο, η συζήτηση για το θέμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υποτονική», σε καθημερινή εφημερίδα της Αθήνας, (Ελευθεροτυπία, 6 Μαΐου 1983) ο Αγρινιώτης Σ. Γερολυμάτος δημοσίευσε μια πρώτη κατάσταση με τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Ο ίδιος, πιο πριν, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, είχε δραστηριοποιηθεί ώστε να δημιουργηθούν μνημεία, όχι μόνο για τους 120 στο Αγρίνιο, αλλά και για τους εκτελεσθέντες στα Καλύβια[15].
Ο Γερολυμάτος ήταν πρώην καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Αντάρτες του ΕΛΑΣ ήταν επίσης και ο δήμαρχος Τάσος Παναγόπουλος, που τη δεκαετία του 1960 οργάνωσε και καθιέρωσε το δημόσιο μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες, καθώς και ο δήμαρχος Τσιτσιμελής, ο οποίος το 1980 έδωσε ευρύτητα στο θέμα του μνημόσυνου καλώντας και τον ποιητή της Ρωμιοσύνης. Καθόλου τυχαία και οι τρεις προσωπικότητες που πρωτοστάτησαν για να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη της εκτέλεσης και επιδίωξαν τη «δικαίωση της θυσίας» των 120 ανήκαν στην αριστερά και είχαν ένοπλη αντιστασιακή δράση. Και οι τρεις αποσκοπούσαν να κρατήσουν ζωντανή στη μνήμη τη θυσία και τα θύματα. Οι θύτες όμως αποσιωπούνται.
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989), την «κατάρρευση» της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και αφού περάσουν μερικά χρόνια ώστε τα παγκόσμια αυτά γεγονότα να αφομοιωθούν κοινωνικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η ιστορική μνήμη της Μεγάλης Παρασκευής αρχίζει να γίνεται αντικείμενο πολιτιστικών εκδηλώσεων από διάφορους φορείς της πόλης.[16] Στον τοπικό τύπο και σε έντυπα πατριδοτοπικών συλλόγων πύκνωσαν τα δημοσιεύματα. Καταγράφηκαν μνήμες «απλών» ανθρώπων τους οποίους αναζήτησαν οι τοπικοί δημοσιογράφοι ή λόγιοι, ως «μάρτυρες των γεγονότων. Στο Συνέδριο που οργάνωσε το τοπικό πανεπιστημιακό τμήμα με θέμα τη μνήμη έγιναν ανακοινώσεις και για τη Μεγάλη Παρασκευή.[17]
Μπαίνοντας ο 21ος αιώνας, είκοσι χρόνια μετά τη δημιουργία του μνημείου στην Αγία Τριάδα για τους εκτελεσμένους, επί Δημαρχίας Θύμιου Σώκου (1995-2006), με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου στήνεται στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου ορειχάλκινη στήλη στη μνήμη των τριών απαγχονισθέντων όπου αναγράφονται και τα ονόματά τους. Σχεδόν παράλληλα εκδόθηκε μια νέα – πιο ολοκληρωμένη – κατάσταση των εκτελεσθέντων Προστέθηκαν οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου από το Δήμο Αγρινίου καθώς και μαρτυρίες από τους επιγόνους τους.[18]
Στο «χορό» των εκδηλώσεων μνήμης μπήκαν και τα σχολεία χρησιμοποιώντας τα τοπικά δημοσιεύματα, αλλά και τη λογοτεχνία. Η ποίηση για τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944, όσο πενιχρή και αν εκτιμηθεί από τους κριτικούς, αποτέλεσε μέρος του προγράμματος των εθνικών σχολικών εορτών και με το συγκινησιακό της λόγο ανασηματοδοτούσε το γεγονός. Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Αναστάσιμο Μνημόσυνο», επειδή καλύπτει απόλυτα αυτούς τους στόχους, σχεδόν ποτέ δεν παραλείπεται από τέτοιου είδους επετειακές εκδηλώσεις.
Η μελέτη της μνήμης όμως δεν αφορά μόνο στο τι θυμούνται οι άνθρωποι, αλλά και το πώς το θυμούνται και για να είμαστε πιο ακριβείς το πώς θέλουν να το θυμούνται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Μεγάλης Παρασκευής τονίζεται ο χαμός τόσων ανθρώπων, λόγω των αντιποίνων των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, ενώ αποσιωπάται η δράση των Ελλήνων συνεργατών τους. Οι Γερμανοί ήταν «ξένοι», έφυγαν, αλλά οι συνεργάτες τους ήταν ντόπιοι. Και όπως φαίνεται η δράση τους δεν ήταν ασήμαντη.
Από τις προφορικές μαρτυρίες κρατουμένων ή αυτοπτών μαρτύρων προκύπτει ότι τα Τάγματα Ασφαλείας της περιοχής διενεργούσαν συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Υποστηρίζεται ότι έκαναν και την επιλογή για το ποιοι θα συμπεριληφθούν στη μαζική εκτέλεση των 120 αλλά και το ποια σπίτια θα καούν από τα διπλανά χωριά. Αυτό μοιάζει λογικό, γιατί οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να ξέρουν, τι ακριβώς γίνεται σε κάθε χωριό. Μόνοι οι ντόπιοι μπορούσαν να γνωρίζουν ή να υποψιάζονται ποιοι ήταν αναμεμειγμένοι στην αντίσταση. Στη μεσολάβηση των «τσολιάδων» αποδίδεται ,κυρίως, η μείωση του αριθμού των εκτελεσμένων κατά 17-20 άτομα,[19] αλλά και ο διπλασιασμός τους. Αναφέρεται ότι στην κοινή σύσκεψη Γερμανών και Ταγματασφαλιτών, στα γραφεία της Γκεστάπο στο Αγρίνιο, οι Γερμανοί πρότειναν την εκτέλεση 60 ομήρων, αλλά μετά «από πιεστικές προτροπές των ταγματασφαλιτών ο α-ριθμός ορίστηκε να είναι 120».[20]Οι πελατειακές σχέσεις, τα δίκτυα συγγένειας και το χρήμα φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις «μεσολαβήσεις» για μείωση του αριθμού, ο διπλασιασμός όμως (αν εί-ναι αλήθεια) είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Ωστόσο αναφέρεται και περί-πτωση που υπήρχαν «χρυσές λίρες» για να δοθούν στους «τσολιάδες» αλλά η σωτηρία του κρατούμενου δεν επιτεύχθηκε.[21] Ίσως οι παλιές οικογενειακές ή κοινωνικές έχθρες ήταν ισχυρότερες.
Παρόλο όμως που δημοσιεύεται η κατάσταση με τα ονόματα των εκτελεσμένων, ελάχιστα ονόματα «τσολιάδων» δημοσιοποιήθηκαν. Τα ελάχιστα αυτά ονόματα μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: η μια αφορά σε όσους επέδειξαν ιδιαίτερο «ζήλο» στην εξάσκηση των καθηκόντων τους[22] και η άλλη κατηγορία είναι αυτή των δωσίλογων – ευεργετών, που έσωσαν συμπατριώτες τους από την εκτέλεση[23].
Τα θύματα της Μεγάλης Παρασκευής του 1944 έγινε προσπάθεια να διατηρηθούν στη μνήμη, αλλά δε συνέβη το ίδιο με τους θύτες, με εξαίρεση τις κατηγορίες που αναφέραμε αλλά και το Διοικητή των ταγμάτων Ασφαλείας, ο οποίος δεν ήταν όμως Αιτωλοακαρνάνας. Από όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε κανείς δεν τιμωρήθηκε. Και παρόλο που οι σύγχρονοι τους γνώριζαν πολύ καλά πόσοι και ποιοι ήταν οι «τσολιάδες», επικράτησε μια ιδιότυπη omerta, τους κάλυψε ο νόμος της σιωπής, η αμνησία, η λήθη ή όπως λέει και ο ποιητής, κείνους «που πράξαν το κακό τους πήρε μαύρο σύννεφο».[24] Αξίζει όμως, για την Ιστορία, να ξέρουμε ποιες κοινωνικές κατηγορίες, για ποιους λόγους και κάτω από ποιες συνθήκες συνεργάστηκαν – ενεργητικά ή παθητικά – µε τους κατακτητές. Αξίζει όμως να γνωρίζουμε το εύρος που είχαν οι «γκρίζες ζώνες» της συνεργασίας ή αλλιώς πόσο «εθνική» και «παλλαϊκή» ήταν η Αντίσταση.
Δείτε ακόμα. Τόποι μνήμης και αμνησίας:
Εμφυλιοπολεμική Αιτωλοκαρνανία
Ακολουθούν: Η Παιδούπολη του Σωτήρος – Οι φυλακές Κρυονερίου
1. Θόδωρος Καλλίνος- Αμάρμπεης, Η Απελευθέρωση του Αγρινίου- Σεπτέμβρης 1944, έκδοση Δήμου Αγρινίου, Σεπτέμβρης 1985, σελ 14-15. | 2. Βλ. αναλυτικότερα: Σπύρος Γερολυμάτος και Θανάσης Κακογιάννης, «Η αιματοβαμμένη Μ. Παρασκευή 1944 του Αγρινίου», εφ. Αυγή, 18 Απριλίου 1964 | 3. Βλ. τη μαρτυρία του Νίκου Κανή στο Χρυσούλα Σπυρέλη (επιμ.), Το Χρονικό μιας συνάντησης. Αφιέρωμα στη Μεγάλη Παρασκευή του 1944, Εκδόσεις Ίβυκος, Αγρίνιο 1998, σελ. 24-27. | 4. Βλ. φωτογραφία στο λεύκωμα του Αριστείδη Μπαρχαμπά, Το Αγρίνιο κάποτε, Εκδόσεις ergo, Αθήνα 2003, σ. 356 ή σελίδα 34 του παρόντος τεύχους. | 5. Ο Θ. Κακογιάννης ανέπτυξε πολύπλευρη αντιστασιακή δραστηριότητα στην ΕΠΟΝ, στο ΕΑΜ και στη Λαϊκή αυτοδιοίκηση. Ήταν ο πρώτος δήμαρχος Αγρινίου μετά την απελευθέρωση: Σεπτ. 1944 – Μάρτ.1945. | 6. Ο Σπύρος Γερολυμάτος ήταν μέλος του Νομαρχιακού Συμβουλίου της ΕΠON Αιτωλοακαρνανίας με το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Λέανδρος». | 7. Πάνος Χατζόπουλος, στέλεχος Αντιστασιακής οργάνωσης με έντονη δραστηριότητα, κατατρεγμένος στη μεταεμφυλιακή περίοδο (πενταετής εξορία 1941-1951), στη μοναδική ποιητική συλλογή του Αιτωλικά εκδόσεις Ελληνικό Βιβλίο, 1967, ανάμεσα στα ποιήματα αντιστασιακού περιεχομένου περιλαμβάνει το μεγαλύτερο σε έκταση (176 στίχοι) με τίτλο «Στου Κρανίου τον τόπον», σελ. 29-34 εμπνευσμένο από την εκτέλεση των 120 τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. | 8. Μιχάλης Σταφυλάς, Πάνος Χατζόπουλος. Ο βασανισμένος ποιητής του λαού του, εκδόσεις Πνευματική Ζωή, 1998, σελ. 14. | 9. Βλ. Θ. Μ. Πολίτης « Πότε και πώς γράφτηκε και πού στηρίχθηκε η σύνθεση του ποιήματος, Αναστάσιμο μνημόσυνο, του κορυφαίου ποιητή Γιάννη Ρίτσου», Ρίζα Αγρινιωτών, Ιούνιος 1997, τχ. 24-25, σελ. 42-43. | 10. Θόδωρος Πολιτόπουλος (έτος γένν. 1924), Τραγούδια να τους κρατήσω στη ζωή, Αθήνα 1986. Τάκης Αντωνίου (έτος γένν. 1932), Δόκτωρ Βλαχούστους, Αθήνα 1986. Σωκράτης Κυλάφης (έτος γένν. 1932), Διαστάσεις, Αγρίνιο 1988, 1990. | 11. Για τα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στη δεκαετία του 1990 βλ. Χρυσούλα Σπυρέλη (επιμ.) ό.π., σελ. 24-35. | 12. Γερ. Παπατρέχας Ιστορία του Αγρινίου, Αγρίνιο 1991, σελ. 418 – 421. | 13. Θανάσης Κακογιάννης, Μνήμες και σελίδες της Εθνικής Αντίστασης. Αγρίνιο-Δυτική Στερεά Ελλάδα, εκδόσεις Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη, Αθήνα, 1997, σελ. 119-120, 130-132 και Θόδωρος Καλλίνος- Αμάρμπεης, ό. π., σελ.14. | 14. Βλ. Φίλιππας Γελαδόπουλος, Μαρία Δημάδη. Ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης, εκδόσεις Νέστορας, Αθήνα 1987 (β΄ έκδοση), σελ. 36-37, 81-82, κ.α., Φίλιππας Γελαδόπουλος, Μαρία Δημάδη Μνήμες και Ελεγεία, Νέοι Καιροί Αθηναϊκές εκδόσεις, 1989, σελ. 31, 35, 50 κ.ά. και Γεράσιμος Γερολυμάτος, Αγρίνιο, Δρόμοι που γράφουν ιστορί, Αθήνα 1994, σελ. 135-139. | 15. Βλ. επιστολή του με τίτλο «Να τιμηθούν οι εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς όμηροι στο Αγρίνιο και στα Καλύβια», Αυγή, 15.1.1975. | 16. Χρ. Σπυρέλη (επιμ.), ό.π . | 17. Κων/να Μπάδα (επιμ.) Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου: το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, Αθήνα, Μεταίχμιο / Δ.Α. 2003. | 18. Κων/νος Ι. Νικολακόπουλος, Αντιστασιακά και άλλα θέματα, Πασχέντη, Αγρίνιο 2008, σελ. 139-254. | 19. Βλ. στο ίδιο ,σελ. 139-254. | 20. Γερ Γερολυμάτος, Αγρίνιο, Δρόμοι που γράφουν ιστορία, Αθήνα 1994, σελ. 35. Για το ρόλο που διαδραμάτισαν οι «τσολιάδες» βλ. Θόδωρος Καλλίνος -Αμάρμπεης, ό.π., σελ. 18-19. Βλέπε επίσης και μαρτυρίες Ν. Κανή, Κ. Τσέλιου, και άλλων, στο Κων/νος Ι. Νικολακόπουλος, ό.π., σελ. 175-208. | 21. Βασίλης Σαλάκος, Ενθυμήματα μιας Ζωής, Αγρίνιο 2004, σ. 131-134. | 22. Ονόματα τσολιάδων κατά τον απαγχονισμό των τριών βλ. Θ. Μ. Πολίτη (επιμ.) «Αφιέρωμα. Αγρίνιο: 14 Απριλίου Μεγάλη Παρασκευή τους έτους 1944», εφ. Ελεύθερος, 12.4.1994. Για τη δολο-φονία της Μ. Δημάδη επίσης βλ. Μαίρη Πάνου «Ψάχνοντας για την ιστορική αλήθεια γεγονότων της Κατοχής στην Αιτ/νία», εφ. Ελεύθερος Αγρινίου 13.11.1987. | 23. Ενδεικτικά αναφέρουμε τρεις μαρτυρίες κρατουμένων στις φυλακές της Αγ.Τριάδας, του Νίκου Κανή, ο οποίος καταθέτει προφορικά το ονοματεπώνυμο του ταγματασφαλίτη που του έσω-σε τη ζωή, στη Χρ. Σπυρέλη (επιμ.), ό.π., σελ. 25-26, του γιατρού Γ. Σκιαδά ο οποίος αναφέρει «το Θανάση», στην εφ. Αχελώος, έκδοση των Αγιοβλασιτών Αθήνας, φ. 40 (311) Ιού-νιος 1989 και του Κ. Ξυγκά για τον πατέρα του, στο Κώστας Ξυγκάς – Νερομανιώτης, «Πώς γλίτωσε την εκτέλεση ο πατέρας μου τη Μ. Παρασκευή του 1944 στο Αγρίνιο», περ. Πα-ρουσία, τχ. 27 (2004). Αξίζει να αναφερθεί η «αμνηστευτική» αναφορά ευχαριστίας του Βασίλη Σαλάκου, ο αδελφός του οποίου ήταν ένας από τους τρεις απαγχονισμένους και ο ίδιος Γενικός Γραμματέας της ΕΠΟΝ Δυτικής Στερεάς. Αναφέρει λοιπόν ότι ένας από τους «τσολιάδες», όταν είδε τη μάνα του να πηγαίνει στις φυλακές και ήξερε ότι θα περνούσε από την πλατεία και θα έβλεπε το μικρό της γιο κρεμασμένο, της είπε να γυρίσει σπίτι, γιατί εκείνη την ημέρα η φυλακή δεν είχε επισκεπτήριο. Και καταλήγει «Όποιος και να ήταν αυτός, εκείνη τη στιγμή πρέπει να θυμήθηκε ότι είχε γεννηθεί άνθρωπός και τον ευχαριστώ για την πράξη του», βλ. στο Βασίλης Σαλάκος,, ό.π. | 24. Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη. Βλ. περισσότερα στο Χρ. Σπυρέλη «Η μετάπλαση του ιστορικού γεγονότος σε ποίημα: Η ποίηση και η Μ. Παρασκευή στο Αγρίνιο, Παρουσία, τχ. 11 (Ιαν.-Μάρτ. 2000) σελ. 31-42
*Η κ. Τ. Βερβενιώτη είναι δρ του Παντείου Πανεπιστηµίου
** Η κ. Xρυσoύλα Σπυρέλη είναι δρ του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων.
1 thought on “Τόποι μνήμης και αμνησίας – Η Μεγ. Παρασκευή”
Comments are closed.