Το Νοέμβριο το 1934
έρχεται στη Γερουσία της Ελλάδας
ένα νομοσχέδιο, που αφορούσε
στην ίδρυση Πρωτοδικείου στο Αγρίνιο
- του Λευτέρη Τηλιγάδα
Όπως είναι γνωστό, την 11η Ιουνίου του 1821 το Βραχώρι, που αποτελούσε ισχυρό διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής διοίκησης, αλώθηκε από τους εξεγερμένους οπλαρχηγούς του Ξηρομέρου, του Βάλτου, του Ζυγού και του Απόκουρου. Ένα χρόνο σχεδόν μετά, στις 24 Φεβρουαρίου 1822 συστήθηκε στο Βραχώρι προσωρινή Διοίκηση με την ονομασία «Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος». Μια από τις πρώτες πράξεις της Γερουσίας ήταν η ιδρύση του «Κριτηρίου», ενός δικαστηρίου δηλαδή, σκοπός του οποίου ήταν η επίλυση όλων των διαφορών. Με την κατάργηση της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος καταργήθηκε και το «Κριτήριο» και ολόκληρη η σημερινή περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αγρινίου (δηλαδή τα Ειρηνοδικεία Αγρινίου, Βάλτου κλπ), έγιναν τμήμα της περιφερείας του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου.
Πρώτα δείγματα της διεκδίκησης της αγρινιώτικης κοινωνίας για τη λειτουργία Πρωτοδικείου στο Αγρίνιο βρίσκουμε στο φύλλο της 4ης Σεπτεμβρίου του 1885, της εφημερίδας «Τριχωνία» του Γιάννη Ρόκκου. όπου μεταξύ άλλων, διαβάζουμε«[…] απαιτεί και θα απαιτήση να συσταθή τουλάχιστον έν Γυμνάσιον και έν Πρωτοδικείον […] όχι ως ρουσφέτι ή μποναμάς, αλλ’ ως αυτό καθ εαυτό δίκαιον […]»
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, οι Αγρινιώτες δικηγόροι που υπάγονταν στο Δικηγορικό σύλλογο Μεσολογγίου, μεμονωμένα και όχι συλλογικά, αφού το συμφέρον των δικηγόρων του Μεσολογγίου ήταν διαφορετικό, άρχισαν να διεκδικούν την ίδρυση πρωτοδεικίου στο Αγρίνιο. Μαζί τους και ο αγρινιώτικος τύπος, καθώς και ο Εμπορικός Σύλλογος Αγρινίου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια κάλεσε κατ’ επανάληψη τα μέλη του σε συνέλευσεις για το συγκεκριμένο θέμα.
Όπως ανέφερε στην ομιλία του ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αγρινίου Γιάννης Βλασόπουλος στην επετειακή εορτή των 82 χρόνων λειτουργίας του η «ίδρυση Πρωτοδικείου Αγρινίου σήμαινε, και τότε όπως και τώρα, απόσπαση των περιφερειών των ορισμένων Ειρηνοδικείων (εν προκειμένων των περιφερειών των Ειρηνοδικείων Αγρινίου, Κουρήτιδος και Βάλτου), από το Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, και υπαγωγή τους στο νεοϊδρυόμενο Πρωτοδικείο. Αλλά τότε η διοικητική αυτή μεταβολή συνεπάγονταν αφαίρεση σημαντικότατης δικηγορικής ύλης από τους δικηγόρους του Μεσολογγίου και μεταφορά της, κατ αποκλειστικότητα, στους δικηγόρους Αγρινίου. Και τούτο διότι τότε δεν υπήρχε, όπως σήμερα, δικαίωμα αυτοτελούς παραστάσεως δικηγόρων εξ άλλων Πρωτοδικείων. Το αίτημα λοιπόν τότε δεν ήταν απλώς αίτημα ικανοποιήσεως ενός γοήτρου. Ήταν αίτημα με εξόχως οικονομικές συνέπειες και με αντιτιθέμενα συμφέροντα ανάμεσα, αφ ενός μεν, των δικηγόρων Μεσολογγίου (όπου και έδρευε Δικηγορικός Σύλλογος) και, αφ ετέρου, των δικηγόρων Αγρινίου που υπάγονταν και αυτοί σε εκείνον τον ίδιο τον δικηγορικό σύλλογο. Τον ΔΣΜ. Πέραν όμως τούτων στις οικονομικές αυτές συνέπειες πρέπει κανείς να προσθέσει το γεγονός ότι το Μεσολόγγι, ως Πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας, βρίσκονταν ψηλότερα στην διοικητική ιεραρχία, ως πρωτεύουσα του Νομού. Και η απήχηση της δοξασμένης ιστορικής εξόδου πρέπει να συνυπολογιστεί.»
Σε όλα τα παραπάνω προστέθηκε και η θέση του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου όπως αυτή εκφράστηκε στις 25 Μαΐου 1930, στην αρχή της ομιλίας του σε συγκέντρωση της πόλης του Αγρινίου για τον εορτασμό των 100 χρόνων από το ξέσπασμα της Ελληνικής επανάστασης: «Σας ευχαριστώ θερμώς δια την υποδοχήν την οποίαν μου εκάματε», είπε στους συγκεντρωμένους Αγρινιώτες που πήγαν για να τον ακούσουν, «και από την οποίαν είμαι πολύ ενθουσιασμένος και από τα λόγια που μου απηύθυνεν εξ ονόματός σας ο κ. Δήμαρχος. Γνωρίζω τα ζητήματα που σας απασχολούν, μου τα ανέπτυξε ο κ. Νομάρχης από τα υπομνήματα που δι’ αυτού μου υποβάλατε. Ζητείτε Πρωτοδικείον. Δεν είναι δυνατόν η Κυβέρνησις να κάνη παντού Πρωτοδικεία, έχετε έναν τόπον ο οποίος οργά εις πρόοδον και θα ήτο λυπηρόν να σκεφθή κανείς ότι περιμένει να προοδεύσει από το Πρωτοδικείον. Σας λέγω, λοιπόν, δια το Πρωτοδικείον όχι».
Το Νοέμβριο το 1934 όμως, είχε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Έρχεται στη Γερουσία της Ελλάδας ένα νομοσχέδιο, το οποίο νομοθετούσε την ίδρυση πρωτοδικείου στο Αγρίνιο. Το γεγονός αυτό τάραξε τα νερά και στις δύο Αιτωλικές πόλεις. Ιδρύθηκαν επιτροπές και στο Αγρίνιο και στο Μεσολόγγι, οι οποίες ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους για τα συμφέροντα της πόλης τους η καθεμιά.
Η επιτροπή των Αγρινιωτών αποτελούνταν από τον δήμαρχο Αγρινίου Δημήτρη Βότση και τους Γ. Τσακανίκα, Γ. Παπαϊωάννου και Μ. Τζάνη ενώ η αντίστοιχη των Μεσολογγιτών από τον Χρυσόγελο, τον Τσίτουρα, τον Αλευρά και τον Λεονάρδο.
Από τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς (1934) και αμέσως μόλις έγινε γνωστή η πρόθεση της κυβέρνησης Τσαλδάρη να ιδρύση Πρωτοδικείο στο Αγρίνιο, οι Μεσολογγίτες επιχείρησαν να κερδίσουν χρόνο διατυπώνοντας την πρόταση να διερευνηθεί από την κυβέρνηση η δυνατότητα δημιουργίας στο Μεσολόγγι Εφετείου, με την ελπίδα ότι στο μέλλον θα μπορούσαν να συμβούν διάφορα πολιτικά γεγονότα, τα οποία θα ήταν ικανά να ματαιώσουν τη σύσταση Πρωτοδικείου στο Αγρίνιο. Από την άλλη οι Αγρινιώτες αγωνίζονται για την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη είσοδο του νομοσχεδίου στη Γερουσία.
Παράλληλα είχε ξεσηκωθεί θόρυβος και στην Ευρυτανία, έτσι ώστε να τεθεί μία διάταξη η οποία θα περιόριζε στο μέλλον την υπαγωγή μιας κοινότητας από την περιοχή της στο Πρωτοδικείο Αγρινίου. Οι Ευρυτάνες μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, είχαν φτάσει στα όριά της εξέγερσης.
Η προθεσμία στους Μεσολογγίτες δόθηκε αλλά η διαρκειά της περιορίστηκε στις 10 μέρες. Μετά τη λήξη του δεκαημέρου το νομοσχέδιο μπήκε στην ημερήσια διάταξη της Πέμπτης 8 Νομεβρίου 1934, αλλά επειδή εκείνη τη μέρα δεν πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση η συζήτηση ορίστηκε για τη συνεδρίαση της Τρίτης 13 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς και αφού προηγουμένως είχαν αποτύχει επανειλημμένες προσπάθειες των Μεσολογγιτών να μην εισαχθεί σ΄αυτή.
Η συζήτησή του τελικά πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Πέμπτης 15 Νοεμβρίου 1934, μετά το πέρας της οποίας υπερψηφίθηκε από τη Γερουσία, στάλθηκε στη Βουλή για να αναγνωσθεί στο σώμα και να γίνει νόμος του κράτους με την δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης
Έτσι και έγινε. Η Βουλή υπερψήφισε στις 19 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς το ψηφισμένο νομοσχέδιο από τη Γερουσία και έγινε νόμος με την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της 3ης Ιανουαρίου του 1935 με αριθμό 6437/1935