Το χρονικό της Μεγάλης Παρασκευής του Αγρινίου

Έβρεχε εκείνο το τραγικό πρωί της Μεγάλης Παρασκευής.
Ο ουρανός ήταν κατασκότεινος.

Δεν έβλεπες ψυχή στο δρόμο.
Και ξαφνικά ακούστηκαν οι ριπές των πολυβόλων.

 

Επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας

 

Δημοσιεύουμε σήμερα το χρονικό της θυσίας των 120, όπως αυτό έχει καταγραφεί στην έκδοση της Φωνής του Λαού τη Μεγάλη Παρασκευή του 1945, ένα χρόνο δηλαδή, μετά από εκείνη την μαύρη Μεγάλη Παρασκευή, που ο διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου Γιώργος Τολιόπουλος αποφάσισε και διέταξε την εκτέλεση 120 Αιτωλοκαρανάνων και Πρεβεζάνων, ως αντίποινα για το σαμποτάζ του τρένου στη θέση «Εικοσιπέντε» της σιδηροδρομικής γραμμής των ΣΒΔΕ

Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε, ότι η έκδοση του συγκεκριμένου φύλλου της παραπάνω εφημερίδας έγινε σε μια πόλη, που λίγες μέρες πριν οι Άγγλοι καθαίρεσαν τον εκλεγμένο Δήμαρχό της, Θανάση Κακογιάννη, και τοποθέτησαν στη θέση του το διορισμένο από την κυβέρνηση Πλαστήρα, Ηλία Σαγιώργη.

Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι το συγκεκριμένο δημοσίευμα της «Φωνής του Λαού» κυκλοφόρησε λογοκριμένο.

Όπως αναφέρει ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ σε πρωτοσέλιδο άρθρο του με τίτλο «Το Λευκό Στίγμα» (Δείτε ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 22 4 1945), υπήρξε μια καταγγελία της αριστεράς προς την κυβέρνηση του αντιναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη ότι σε ορισμένες πόλεις ασκείται λογοκρισία στον τύπο. Υπουργός επί του τύπου εκείνη την εποχή, ήταν ο καθηγητής Πανεπιστημίου Διονύσιος Ζακυθηνός, ο οποίος δήλωσε ότι καμία πληροφορία δεν είχε γι’ αυτό. Στις 13 του Απρίλη μάλιστα όλες οι εφημερίδες του αθηναϊκού τύπου είχαν μια δήλωσή του με την οποία υποστήριζε ότι «δεν θα ανεχθεί να ασκείται οποιαδήποτε λογοκρισία». «Όπως είναι φανερό», σημειώνει ο συντάκτης του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ στο φύλλο που παραπέμπει το παραπάνω link, «ο κ. Διοικητής της Εθνοφυλακής φρόντισε να διαγραφούν τα σημεία εκείνα που περιγράφουν την εκτέλεση των 117 πατριωτών του Αγρινίου και τον απαγχονισμό άλλων τριών από τους “ηρωικούς” άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, αδιαφορώντας αν ο σεβασμός του αυτός προς το γόητρο των δημίων… ξεκουρελιάζει το γόητρο του Δημιουργού».

 

 

Το κείμενο της Φωνής του Λαού
της 14ης Απριλίου του 1945

«Πέρασε ένας χρόνος από τη δραματική εκείνη Μεγάλη Παρασκευή, θυσία στο βωμό της λευτεριάς της Πατρίδας. Ό,τι ιερότερο και καλλίτερο έχει ο ελληνικός λαός. Το Αγρίνιο πρόσφερε στην ιστορία της αγωνιζόμενης Ελλάδας το ολοκαύτωμα των 120 δολοφονημένων παιδιών του. Ποιος θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει σε όλη της την έκταση, τη φρίκη της ημέρας; Σας μεταφέραμε εδώ απλές αφηγήσεις για τα γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής, όπως τα διηγήθηκαν φυλακισμένοι, αυτόπτες μάρτυρες και τσολιάδες ακόμη.

 

Στις φυλακές της Αγίας Τριάδας

 

Το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης, λέει ο κρατούμενος Θαν. Καλ… η φρουρά των φυλακών της Αγ. Τριάδας δυνάμωσε αρκετά. Από μέρες διαδίδονταν πως, για το σαμποτάζ της Σταμνάς, θα εκτελούνταν σ’ αντίποινα 160 κρατούμενοι ή 120. Μας καθησύχαζαν όμως απ’ έξω κι’ είχαμε πιστέψει πως θα γλυτώναμε. Τα ξαφνικά αυτά μέτρα άρχισαν να μας ανησυχούν. Κρύος ιδρώτας μας περιέλουσε όλους, όταν αργότερα τη νύχτα ακούσαμε δίπλα στις φυλακές τα γκαπ-γκουπ των σκαφτιάδων που έσκάφταν.

«Φτιάχνουν λάκκους», διαδόθηκε σαν αστραπή ανάμεσα μας.

Ύστερα από λίγο ο γδούπος των τσαπιών απομακρύνθηκε. Το έδαφος μπροστά στις φυλακές ήταν σκληρό και άρχισαν να φτιάχνουν τους λάκκους στο χωράφι του Σούλου. Πέσαμε να κοιμηθούμε. Οι πιο θαρραλέοι φώναζαν πως δεν είναι τίποτα. Στοιβαγμένοι μέσα στους απαίσιους θαλάμους της φυλακής κρατούσαμε όλοι την ανάσα μας, 450 άνθρωποι κλεισμένοι σ’ ένα κλουβί. Πόσοι από μας θα ζούσαν αύριο; Πόσους θα εκτελούσαν; Ποιους; Με τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στο σκοτάδι, 450 άνθρωποι ζούσαμε με το απαίσιο αίσθημα της επιθανάτιας αγωνίας. Είμασταν όλοι γεροί. Υγιείς, ζωντανοί άνθρωποι. Όμως κανένας μας δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει στο θάνατο που έρχονταν, που έμπαινε μέσα μας με τους υπόκωφους γδούπους των τσαπιών που έσκαβαν τους λάκκους μας τη νύχτα.

Στις 4.45 το πρωί ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων μπήκε στη φυλακή και φώναξε τρία ονόματα: Αναστασιάδης, Σαλάκος, Σούλος. Προχώρησαν παλικαρίσια. Καμμιά λιποψυχία.

«Γεια σας, παιδιά. Χαιρετισμούς στους δικούς μας. θα νικήσουμε», ήταν τα τελευταία τους λόγια.

Με σπρωξίματα οι τσολιάδες τους έσπρωξαν σ’ ένα αυτοκίνητο και τους πήραν. Σε λίγο γύρισε ο αρχιφύλακας των τσολιάδων και διέταξε τους κρατούμενους να ντυθούν όλοι και νάναι έτοιμοι. Προηγούμενα τους είχε διατάξει να γδυθούν όλοι και να μείνουν με τα εσωτερικά παντελόνια.

Στις 6 π.μ. κατέφτασε πάλιν ο λοχίας Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων και διέταξε όλους να κατεβούν στο προαύλιο και να μπουν στη γραμμή.

 

Το προαύλιο των φυλακών της Αγίας Τριάδας

 

Εκεί ήταν δύο αξιωματικοί των S-S και ο υπολοχαγός των τσολιάδων Μπλέσσας, σύνδεσμος των Γερμανών. Ο ένας Γερμανός αξιωματικός άρχισε να φωνάζει τον κατάλογο και μόλις συμπληρώθηκε η πρώτη δεκάδα ο τσολιάς υπολοχαγός διέταξε απόσπασμα τσολιάδων να τους πάνε “εκεί!! που ξέρουν…” Και συνεχίστηκε η εκφώνηση των ονομάτων. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πυροβολισμοί.

[Στο σημείο αυτό έχει καταγγελθεί λογοκρισία: (Λευκό στίγμα)]

Το απόσπασμα ξαναγύρισε για να παραλάβει τη δεύτερη δεκάδα και ούτω καθεξής. Ο τσολιάς υπολοχαγός τους έκανε με μια σατανική απάθεια παρατηρήσεις γιατί αργούσαν.

Κοίταξα τους συγκρατούμενούς μου. Ήταν όλοι κάτωχροι. Μέσα στα μάτια τους όμως άστραφτε η αποφασιστικότητα και ένα θανάσιμο μίσος ανάμικτο με αηδιαστική περιφρόνηση για τους προδότες.

Άμα τελείωσε η εκτέλεση διέταξαν τους υπολοίπους να μπουν μέσα στη φυλακή. Οι Γερμανοί και ο τσολιάς υπολοχαγός αφού επιθεώρησαν τον ομαδικό τάφο, όπου κείτονταν 117 κουφάρια παλικαριών και μιας γυναίκας, η Κατίνα Χατζάρα, γύρισαν στις φυλακές όπου ο τσολιάς υπολοχαγός μίλησε στους κρατουμένους, εξυμνώντας το έργο των Γερμανών(!!!) και των τσολιάδων(!!!).

Ύστερα από κάμποση ώρα ακούσαμε απ’ έξω τους θρήνους των πρώτων συγγενών που κατάφθαναν και μάθαιναν την εκτέλεση των δικών τους. Οι τσολιάδες τους απαγόρευαν με τη ξιφολόγχη να πλησιάσουν.

 

Στην κεντρική πλατεία

 

Στην πλατεία Μπέλλου διαδραματίζονταν στο μεταξύ άλλες φριχτές στιγμές. Αυτόπτης μάρτυρας πάλι, διηγείται τα παρακάτω: Στο μισοσκόταδο άκουσα τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε στην Πλατεία. Άκουσα ακόμα μερικές γερμανικές ομιλίες, που ύστερα απομακρύνθηκαν και φωνές τσολιάδων.

 

Ο Πάνος Σούλος κρεμασμένος στον φανοστάτη της Πλατείας Μπέλλου. (Η Φωτογραφία του Ξυθάλη)

 

Στο βάθος της πλατείας είδα να κινούνται μερικοί τσολιάδες γύρω από τις δύο κολώνες. Δεν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Πνιχτές άναρθρες φωνές που ακούστηκαν κατόπιν δεν μου άφησαν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό που γινόταν: Κρεμούσαν το Σούλο και τον Αναστασιάδη. Τον απαγχονισμό του μακαρίτη Σαλάκου τον παρακολούθησα από σιμά. Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο περίφημος δήμιος επιλοχίας και έπειτα ανθυπολοχαγός του Τάγματος Ασφαλείας Γεωργόπουλος. Όταν ετοίμαζαν τη θηλειά ο συν. Σαλάκος φώναζε:

«Θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ».

Με φρίκη άκουσα το Γεωργόπουλο να απαντάει με θηριωδία.

«Σκάσε παλιοκάθαρμα». Και τράβηξε το σκαμνί απ’ τα πόδια του θύματος.

Οι άλλοι τσολιάδες έστρεψαν τα νώτα τους προς την κολώνα για να μη βλέπουν. Απόστρεψα με φρίκη το πρόσωπο και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το παράπονο που μ’ έπνιγε.

Έβρεχε εκείνο το τραγικό πρωί της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ουρανός ήταν κατασκότεινος. Από πολύ νωρίς οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν πένθιμα θρηνώντας τον Εσταυρωμένο Ιησού. Δεν έβλεπες ψυχή στο δρόμο. Και ξαφνικά ακούστηκαν οι ριπές των πολυβόλων. Σαν αστραπή διαδόθηκε πως στην πλατεία έχουν κρεμάσει τρεις. Γυναίκες, παιδιά, γέροντες, νέοι άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους έξαλλοι. Μέσα στα μάτια τους έβλεπες έκδηλο τον τρόμο και τη φρίκη. Έβλεπες γνωστούς σου που σε κοιτούσαν με αλλόφρονα βλέμματα και δεν τολμούσαν να σου πουν λέξη.

Σ’ απόμερα σταυροδρόμια άνδρες και γυναίκες έκλαιγαν στα κρυφά, χαροκαμένες μανάδες τραβούσαν τα μαλλιά τους και χτυπούσαν τα κεφάλια τους στους τοίχους. Βουβός, πνιχτός, ανάμικτος με ένα θανάσιμο ανάθεμα για τους δολοφόνους ανέβαινε από ολόκληρη τη πόλη ο θρήνος για τα 120 αδικοχαμένα παλικάρια της.

Οι κρεμασμένοι έμειναν εκεί όλη τη Μεγ. Παρασκευή και το πρωί του Μεγ. Σαββάτου. Έγινε η αποκαθήλωση του Χριστού, ο ενταφιασμός του, η χαρμόσυνη Ανάσταση. Σάββατο κι αυτοί έμειναν εκεί κρεμασμένοι. Μόλις το μεσημέρι τους ξεκρέμασαν απ’ το σταυρό του δικού τους μαρτυρίου και τους έθαψαν μαζί με τους άλλους».

 

Φωτογραφία: Ο απαγχονισμός του Σούλου
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Μαρτυρίες