Πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση του Ανυπότακτου Αγρινίου
για τα 70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη
Πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο η εκδήλωση του Ανυπότακτου Αγρινίου, που ήταν αφιερωμένη στα 70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, με την παρουσίαση της νέας εμπλουτισμένης έκδοσης του βιβλίου, του Σπύρου Σακελλαρόπουλου: «Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα πλήρη πρακτικά και ιστορικό των δικών Μπελογιάννη – Τα σήματα Βαβούδη»
Στην εκδήλωση εκτός από τον συγγραφέα Σπύρο Σακελλαρόπουλο μίλησαν για τον Νίκο Μπελογιάννη ο πρώην πρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Αγρινίου, Γιώργος Τζωρτζόπουλος και το μέλος της δημοτικής παράταξης του Ανυπότακτου Αγρινίου, Γιώργος Κατσιπάνος.
«Γιατί ο Μπελογιάννης αποτελεί ένα πρόσωπο που η μορφή του και η ζωή του απασχολεί έως και σήμερα;» αναρωτήθηκε ο Γιώργος Κατσιπάνος και συνέχισε:
«Γιατί μια μικρή δημοτική παράταξη όπως το Ανυπότακτο Αγρίνιο και όσοι ήρθατε σε αυτή την παρουσίαση να ενδιαφέρονται για κάποιους που δολοφονήθηκαν πριν ακριβώς 70 χρόνια; Πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον και την ανάγνωση της αλήθειας σε μια εποχή που ακόμα και σήμερα γεννά συγκρούσεις; Ο Μπελογιάννης ακόμα απασχολεί γιατί είχε μια ζωή που πολλοί θα την ζήλευαν.
Είχε επίσης πολλά «κουσούρια». Τέτοια που δεν θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από τους δολοφόνους του. Εκτός από μαχητής με το όπλο του ΕΛΑΣ στο χέρι την περίοδο της Κατοχής ενάντια στους ναζί, εκτός από μαχητής του ΔΣΕ ενάντια στους εκμεταλλευτές και τους αμερικανοτσολιάδες στον Εμφύλιο, ήταν και μαχητής με «όπλο» την πένα. Ο Μπελογιάννης αποτελούσε τη διανόηση που τόσο λείπει από την Ελλάδα του σήμερα, αυτή που τίθεται στην υπηρεσία του λαού, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης τόσο στο βιβλίο του “Η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, όσο και στο βιβλίο του “Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα” που εκδόθηκε το 1998 από τις εκδόσεις “Σύγχρονη Εποχή” στην επέτειο των 80 χρόνων του ΚΚΕ. Ένα έργο γραμμένο σε συνθήκες εγκλεισμού του στην Ακροναυπλία από την μεταξική δικτατορία και στη συνέχεια μέχρι την απόδραση του από τις ναζιστικές δυνάμεις Κατοχής.
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Μπελογιάννης περιγράφει τους ληστρικούς όρους των δανείων με σκοπό την αποκόμιση κερδών από ντόπιους και ξένους τοκογλύφους και το πώς οι επακόλουθες πτωχεύσεις του 1827, του 1843, του 1893 και του 1932 έγιναν πεδίο θησαυρισμού της πλουτοκρατίας μέσα από επιβολή συνθηκών αποστέρησης του λαού. “…ο λαός υπόφερνε”, γράφει ο Μπελογιάννης. Είχε γονατίσει από τους φόρους, κι η τοκογλυφία ερχότανε ύστερα να του δώσει τη χαριστική βολή. Αφήνω κατά μέρος κάθε δική μου περιγραφή και παίρνω ένα κομμάτι από την Ιστορία του Καρολίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο: “Την εποχή εκείνη η χώρα εσπαράζετο υπό της φυγοδικίας και των συμμοριών τοκογλύφων, οίτινες εν συνεργασία προς τους ταμίας του κράτους και αυτούς ακόμα τους δικαστάς είχον δημιουργήσει αλληλεγγύην και κατέτρωγαν τας σάρκας του λαού” (…). Κι έτσι, τοκογλύφοι, κομματάρχες, δικαστές, ταμίες, Εθνοτράπεζα, κράτος και ληστές – τούτοι οι τελευταίοι πολύ λιγότερο από τους άλλους – εκτελούσαν το ίδιο εθνοφελές έργο: Την ερήμωση της χώρας και τον αφανισμό του λαού. Και στο αντιλαϊκό τούτο όργιο, έρχονται και οι ξένοι κεφαλαιούχοι να πάρουν μία από τις καλύτερες θέσεις.
Στον επίλογο του βιβλίου ο Μπελογιάννης σημειώνει: “… Γενικά, η πολιτική ζωή της χώρας μας μέσα στα 120 χρόνια της ελεύθερης ύπαρξής της επηρεάστηκε σημαντικά από τις θελήσεις κι τα συμφέροντα των ξένων κεφαλαιούχων και των χωρών τους. Και τα συμφέροντα αυτά ήταν πάντοτε αντίθετα με τα συμφέροντα της Ελλάδας και του λαού της. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι ελληνικές κυβερνητικές κλίκες, όταν έφταναν στο σταυροδρόμι που οδηγούσε ή στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της πατρίδας τους ή στην υποταγή στις επιθυμίες και τους εκβιασμούς των ξένων, προτίμησαν πάντοτε, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, το δεύτερο δρόμο”.
Οποιαδήποτε σχέση με το παρόν και την κατάσταση που περιγράφει το κείμενο με το σήμερα είναι εντελώς συμπτωματική. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μαρτυρικός θάνατος του Μπελογιάννη και των συντρόφων του του Αργυριάδη, του Καλούμενου και του Μπάτση ,οφείλεται σε αυτό που περιγράφεται παραπάνω, στην αβουλία αλλά και την τυφλή υπακοή στα ξένα συμφέροντα και συγκεκριμένα στα Αμερικάνικα των τοπικών αρχόντων που λόγω του ψυχροπολεμικού κλίματος πίεσαν τις καταστάσεις ώστε να επισπευστεί η εκτέλεση των 4 αγωνιστών.
Επίσης η συγκεκριμένη εκτέλεση αναδεικνύει και τις ταξικές αντιθέσεις αφού από τη μία έχουμε μια πανλαϊκή ένωση διαφορετικών φωνών που ξεφεύγουν από τα σύνορα της Ελλάδας και ενώνονται όλες μαζί κόντρα στον άδικο θάνατο τεσσάρων ανθρώπων που εκδιώχθηκαν λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων τους ενώ από την άλλη έχουμε την εγχώρια αστική τάξη που τέσσερις μέρες μετά την εκτέλεση, πήγε με τα σμόκιν και τις τουαλέτες τους στα πρώτα μεταπολεμικά καλλιστεία, που έγιναν στην Πλατεία Συντάγματος.
Εκεί ο νεαρός βουλευτής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γνώρισε την όμορφη Αθηναία Μαρίκα Γιαννάκου, κόρη εύπορης οικογένειας. Ο Μητσοτάκης είχε κάθε λόγο να βρίσκεται στα καλλιστεία αφού διαγωνιζόταν η ξαδέρφη του Νταίζη Μαυράκη η οποία αναδείχθηκε και νικήτρια των καλλιστείων. Οποιαδήποτε ομοιότητα με το σήμερα και ειδικά η απουσία ενσυναίσθησης με τον σημερινό πρωθυπουργό που όλως τυχαίως έχει το ίδιο επώνυμο κρίνεται ως κακόβουλη και κακοπροαίρετη.
Προσπαθώντας λοιπόν να σκιαγραφήσουμε λίγο το προφίλ του Μπελογιάννη αλλά και την ιστορική συγκυρία εκείνης της εποχής, έχει πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο του κ. Σακκελαρόπουλου αφού για πρώτη φορά είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό τα πλήρη πρακτικά των δύο δικών του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, μεγάλο μέρος από τα σήματα Βαβούδη, τα υπομνήματα μετατροπής της θανατικής ποινής των Μπελογιάννη, Μπάτση και Καλούμενου σε ισόβια κάθειρξη, σχολιασμό για τον τρόπο διεξαγωγής καθώς και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι δίκες.»