Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων ιδρύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1913
Έδρα του 2/39 ΣΕ ήταν το Μεσολόγγι και διοικητικά
ανήκε στην ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού που έδρευε στην Πάτρα

  • του Κωνσταντίνου Σαλταούρα

Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων ιδρύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1913 και στο σύνολο των 42 Συνταγμάτων Πεζικού που διέθετε ο ελληνικός στρατός εκείνη την περίοδο, αποτελούσε ένα από τα πέντε τελευταία Ευζωνικά [1/38 ΣΕ (Καρδίτσα), 2/39 ΣΕ (Μεσολόγγι), 3/40 ΣΕ (Ιωάννινα), 4/41 ΣΕ (Βέροια), 5/42 ΣΕ (Λαμία)]. Τα Συντάγματα Ευζώνων θεωρούνταν Μονάδες πρώτης γραμμής και οι άνδρες που τα επάνδρωναν στρατολογούνταν κυρίως από ορεινές περιοχές.

Έδρα του 2/39 ΣΕ ήταν το Μεσολόγγι και διοικητικά ανήκε στην ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού που έδρευε στην Πάτρα. Στην ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού ανήκαν τα 6ο και 12ο Συντάγματα Πεζικού, καθώς και η ΙΙΙη Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού. Μαζί με τις VΙη (Ναύπλιο) και XIVη (Καλαμάτα) Μεραρχίες Πεζικού, υπαγόταν στο Β΄ Σώμα Στρατού, το οποίο είχε επίσης έδρα την Πάτρα.

Με την προσχώρηση της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία) στις 15 Ιουνίου 1917 και την κήρυξη του πολέμου κατά των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) και των συμμάχων τους (Τουρκία, Βουλγαρία), η Κυβέρνηση Βενιζέλου προχώρησε στην λήψη επιστρατευτικών μέτρων, προκειμένου να ανταποκριθεί στις συνεχείς πιέσεις των συμμάχων για ενίσχυση του Μακεδονικού Μετώπου με ελληνικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο (192 Τάγματα) ήταν κατώτερες σε σχέση με αυτές των Κεντρικών Δυνάμεων, καθώς οι Βούλγαροι είχαν παρατάξει από την λίμνη Αχρίδα ως την Καβάλα 260 Τάγματα Πεζικού και στην Αλβανία βρισκόταν 40 αυστριακά Τάγματα Πεζικού. Επιπλέον, οι γαλλικές δυνάμεις είχαν μικρή δύναμη, λόγω ασθενειών και αδειών και μόνο με την προσθήκη 10 ελληνικών Μεραρχιών (90 Τάγματα) θα καθίστατο δυνατή η συμμαχική επίθεση. Σύμφωνα με τα επιστρατευτικά μέτρα, η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε στο Μακεδονικό Μέτωπο το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης (Μεραρχίες Αρχιπελάγους, Σερρών και Κρήτης), το Α΄ Σώμα Στρατού (Ιη, ΙΙη, ΧΙΙΙη Μεραρχίες Πεζικού), το Β΄ Σώμα Στρατού (ΙΙΙη, ΙVη, XIVη Μεραρχίες πεζικού) και την ΙΧη Μεραρχία Πεζικού.

Με την υπ. αριθμ. ΕΠΕ 733 της 4ης Απριλίου 1918 διαταγής του Υπουργείου Στρατιωτικών ορίστηκε η επίταξη των κτηνών και των οχημάτων της ΙΙΙης Μεραρχίας και διατάχθηκε η συγκέντρωση των οπλιτών για την μεταφορά τους στο μέτωπο. Η υπ. αριθμ. 53711 διαταγή όριζε την προσέλευση των εφέδρων για τις 24 Απριλίου. Το 2/39 ΣΕ επιστρατεύτηκε στις 25 Απριλίου 1918 στην Πάτρα. Διοικητής ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Ζωιτόπουλος Δημοσθένης και διοικητές των τριών ταγμάτων του, οι Λοχαγοί Παναγόπουλος Αλκιβιάδης (Ι/39 ΤΕ), Σαμαντάς Φίλιππος (ΙΙ/39 ΤΕ) και Λάιος Δημήτριος (ΙΙΙ/39 ΤΕ). Παρά τα κενά στο έμψυχο δυναμικό (ο αριθμός των κλάσεων που κλήθηκαν δεν ήταν ικανοποιητικός, υπήρχαν μεγάλα κενά σε Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς) και τις ελλείψεις στην επίταξη κτηνών, κάρων και τον ιματισμό, με τις υπόλοιπες Μονάδες της ΙΙΙης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία είχε Διοικητή τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Τρικούπη, το Σύνταγμα μεταφέρθηκε ατμοπλοϊκώς, αρχικά, στον Βόλο και σιδηροδρομικώς, στην συνέχεια, στην Λάρισα (19 Μαΐου – 5 Ιουνίου 1918). Από την Λάρισα, πορευόμενο υπό αντίξοες καιρικές και εδαφικές συνθήκες, έφτασε στα Πετρανά Κοζάνης και παρέμεινε ως τα τέλη Ιουνίου ασχολούμενο με την εκπαίδευση και τον ανεφοδιασμό του. Αρχές Ιουλίου μεταστάθμευσε στην περιοχή της Φλώρινας και παρέμεινε εκεί ως τις 11 Αυγούστου, εκπαιδευόμενο στην χρήση νέων όπλων και τον σύγχρονο τρόπο μάχεσθαι υπό την επίβλεψη Γάλλων Αξιωματικών, ενώ στις 12 Αυγούστου το Σύνταγμα αποσπάστηκε από την ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού και τέθηκε στις διαταγές της 30ης Γαλλικής Μεραρχίας, η οποία υπαγόταν στην 2η Ομάδα Μεραρχιών της Γαλλικής Στρατιάς Ανατολής. Από τις 15 Αυγούστου ως τα μέσα του Σεπτέμβρη το 2/39 ΣΕ, προωθημένο στην περιοχή της Μεγάλης Πρέσπας και δυτικά του Μοναστηρίου, ανέλαβε αμυντικά καθήκοντα στον υποτομέα Maroc, αντικαθιστώντας τις εκεί γαλλικές δυνάμεις. Το Ι/39 ΤΕ ανέλαβε την ευθύνη του τομέα της Πρέσπας και το ΙΙ/39 ΤΕ τον ορεινό όγκο του Περιστερίου. Το ΙΙΙ/39 ΤΕ και η διοίκηση του Συντάγματος εγκαταστάθηκαν σε χωριά της περιοχής.

Οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν συνεχείς σφοδρούς βομβαρδισμούς, είτε με αεροπλάνα, είτε με το πυροβολικό και αιφνιδιαστικές επιθέσεις κατά των ελληνικών θέσεων, με σκοπό να κλονίσουν το ηθικό των Ευζώνων. Μάταιο, όμως. Οι Εύζωνες, αν και δεν ήταν συνηθισμένοι στον πόλεμο των χαρακωμάτων παρέμεναν ψύχραιμοι στις θέσεις τους, απωθούσαν τις επιθέσεις και καταδίωκαν τον εχθρό μέχρι τα συρματοπλέγματά του. Ανυπομονούσαν, δε, πότε θα λάμβαναν την διαταγή της γενικής επίθεσης και να ορμήσουν εναντίον των Γερμανοβουλγάρων, ώστε να αποδείξουν πόσο αξιόμαχοι ήταν τόσο στους Συμμάχους, όσο και στις αντίπαλες δυνάμεις που βρίσκονταν απέναντί τους.

Αξιομνημόνευτες είναι οι νυχτερινές περιπολίες των Ευζώνων για την συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν την διάταξη και την δύναμη του εχθρού, καθώς και την καθήλωσή του στον τομέα του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιστατικό που έλαβε χώρα στις 8 Σεπτεμβρίου. Μία περίπολος, με ηγήτορα τον Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Ιωάννη Πεπονή, αν και έγινε αντιληπτή και βαλλόταν διαρκώς από τα βουλγαρικά πυρά, διαπέρασε τρεις σειρές συρματοπλεγμάτων κι έφτασε μια ανάσα από τα εχθρικά χαρακώματα. Ο επικεφαλής Αξιωματικός, τραυματισμένος στον αγκώνα και το στήθος κατάφερε, τελικά, να απεγκλωβίσει την διμοιρία του και επέστρεψε πίσω με όλους τους τραυματίες, αφήνοντας πίσω τρεις ηρωικούς Εύζωνες νεκρούς. Το γεγονός αυτό, προκάλεσε τον θαυμασμό των Γάλλων και ο Στρατηγός Ανρύ μνημόνευσε και παρασημοφόρησε όλους Εύζωνες που συμμετείχαν. Στον Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Πεπονή, δε, απονεμήθηκε ο Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός, ο οποίος δινόταν μόνο στους Ανώτερους και Ανώτατους Αξιωματικούς.

Από τις 12 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν και οι επιθετικές ενέργειες του 2/39 ΣΕ, με κυριότερη αυτή της κατάληψης του υψώματος Περιστερίου. Το Περιστέρι είναι βουνό της Σερβίας με βαθιές χαράδρες με απότομες κλίσεις και ψηλές κορυφές και βρίσκεται δυτικά του Μοναστηρίου και βορειοανατολικά της λίμνης Πρέσπας. Οι Βούλγαροι, σ’ αυτόν τον ορεινό και πετρώδη τομέα του Περιστερίου είχαν ισχυρές οχυρές θέσεις, άριστα οργανωμένες, καθώς αποτελούσε την πρώτη γραμμή αντίστασης. Το 2/39 ΣΕ παρατεταγμένο ανάμεσα σε γαλλικές δυνάμεις και, έχοντας την υποστήριξη του πυροβολικού, εξόρμησε κατά των εχθρικών θέσεων. Μολονότι, ο εχθρός έβαλλε με όλα τα διαθέσιμα μέσα, δεν κατόρθωσε να απωθήσει την χειμαρρώδη προέλαση των ανδρών του Συντάγματος και ο ορεινός όγκος κατελήφθη με την λόγχη. Στην συνέχεια και, ύστερα από σφοδρό αγώνα, κατέλαβε το έδαφος τακτικής σημασίας Κάμπος Μπουλγκάρ και εξασφάλισε την σταθερή κατοχή της διάβασης Μολοβίστας.

Το 2/39 ΣΕ κατέλαβε, επίσης, μετά από διαδοχικές κι επίπονες προσπάθειες και το ύψωμα Τετ-α-Φριτς, καθώς και την ανατολική όχθη της λίμνης Πρέσπας, «εκδιώκοντας τον εχθρό κατά πόδαν», παρόλο που οι εχθρικές δυνάμεις προέβαλαν σθεναρή αντίσταση προκειμένου να καλύψουν την υποχώρησή τους προς Ρέσνα και Οχρίδα.

Στην κατοχή του Συντάγματος περιήλθαν πολλά λάφυρα και αναγνωρίστηκε για ακόμη μία φορά η μαχητική του αξία, καθώς συνέβαλε καθοριστικά στην διάσπαση του γερμανοβουλγαρικού μετώπου. Με το πέρας των επιχειρήσεων αυτών, το 2/39 ΣΕ έλαβε διαταγή να κινηθεί βόρεια προς τον Δούναβη ποταμό, με σκοπό την πλήρη εξουδετέρωση των εχθρικών δυνάμεων και την σύλληψη αιχμαλώτων.

Από τις 28 Σεπτεμβρίου έως τις 2 Οκτωβρίου, το Σύνταγμα στάθμευσε στα Σκόπια για ανάπαυση, ενώ στις 7 Οκτωβρίου με την άφιξή του στην Πρίστινα, τέθηκε ξανά στις διαταγές της ΙΙΙης Μεραρχίας Πεζικού. Στις 14 Οκτωβρίου έφτασε στο Προκούμπλι, όπου οι κάτοικοι τού επιφύλασσαν θερμή υποδοχή, ραίνοντας τους Εύζωνες με άνθη και στις 21 Οκτωβρίου παρέλασε στην Νύσσα προ του Διοικητή της ΙΙΙης Μεραρχίας και του Γάλλου Στρατηγού. Κατόπιν, συνέχισε την προς Δούναβη προέλασή του, καταδιώκοντας τις αυστροουγγρικές δυνάμεις.

Κατά την διάρκεια της προέλασης οι Εύζωνες βάδιζαν συνεχώς, δίχως ανάπαυση, με συχνές βροχές, χιονοπτώσεις και δριμύτατο ψύχος. Ακολουθούσαν δυσπρόσιτα και κατεστραμμένα δρομολόγια και συχνά αποπεράτωναν κωλύματα που είχαν ανεγείρει οι καταδιωκόμενες εχθρικές δυνάμεις, στην προσπάθειά τους να αναχαιτίσουν την προέλασή τους. Απομακρυσμένοι από τις βάσεις εφοδιασμού της Υπηρεσίας Επιμελητείας, προχωρούσαν ανυπόδητοι, άνευ ιματισμού και νηστικοί, φανερώνοντας την αντοχή και τα ψυχικά αποθέματα που διέθεταν. Δυστυχώς, όμως, πολλοί Εύζωνες προσλήφθηκαν από διάφορες νόσους και πέθαναν.

Η εξαντλητική αυτή πορεία και οι κακουχίες των Ευζώνων του 2/39 ΣΕ τερματίστηκε στις 23 Οκτωβρίου, καθώς τις προηγούμενες μέρες είχε προηγηθεί η συνθηκολόγηση της Τουρκίας (17 Οκτωβρίου) και της Αυστροουγγαρίας (21 Οκτωβρίου). Οι Βούλγαροι είχαν καταθέσει τα όπλα από τις 15 Σεπτεμβρίου και ο Μεγάλος Πόλεμος όδευε προς την λήξη του. Συνεπώς, η περαιτέρω πορεία πέρα από τον Δούναβη δεν ήταν αναγκαία και το Σύνταγμα διατάχθηκε να κατευθυνθεί προς το Πιρότ, όπου ήταν συγκεντρωμένη η ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού.

Στο Πιρότ το Σύνταγμα παρέμεινε ως τις 25 Δεκεμβρίου αναπαυόμενο και ανασυντασσόμενο, αναμένοντας ταυτόχρονα την αποκατάσταση των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών και την προώθηση του αναγκαίου εφοδιασμού σε ιματισμό και υποδήματα. Ο επαναπατρισμός ξεκίνησε στις 26 Δεκεμβρίου και ολοκληρώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1919, όταν το 2/39 ΣΕ έφτασε στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης και επανήλθε με την ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού ξανά στο Β΄ Σώμα Στρατού. Ορόσημο στην ιστορία του 2/39 ΣΕ αποτέλεσε η διέλευσή του από την Σόφια στις 26 Δεκεμβρίου και η δίωρη παραμονή στην βουλγαρική πρωτεύουσα συγκίνησε ιδιαίτερα τους Ευζώνους κι έμεινε βαθιά χαραγμένη στην μνήμη τους.

Αυτή ήταν εν συντομία η δράση του 2/39 ΣΕ στο Μακεδονικό Μέτωπο, η οποία αναγνωρίστηκε από τους Συμμάχους με την παρασημοφόρηση της Πολεμικής του Σημαίας με τον Γαλλικό Πολεμικό Σταυρό. Σημαντική διάκριση, αν αναλογιστεί κανείς ότι από τα είκοσι Συντάγματα που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις από την «Παλαιά Ελλάδα», μόλις τρία ήταν αυτά που παρασημοφορήθηκαν. Το τίμημα, δε, από την συμμετοχή αυτή, ανέρχεται σε 222 νεκρούς Εύζωνες, σύμφωνα με τα Αρχεία της ΔΙΣ/ΓΕΣ. Στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Πιρότ, εκεί που μετά την λήξη του πολέμου η ΙΙΙη Μεραρχία Πεζικού ανέγειρε μνημείο για τους 358 θυσιασθέντες μαχητές της Μεραρχίας, υπάρχουν και ονόματα Ευζώνων του 2/39 ΣΕ που η μοίρα θέλησε να μην επιστρέψουν ποτέ στην πατρίδα.

Ολοκληρώνοντας, ας μού επιτραπεί να κάνω και μια μικρή αναφορά στον Εύζωνα πάππο μου, Κώστα Σαλταούρα (Κλάση 1912), ο οποίος έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου με το 2/39 ΣΕ (26/04/1918 – 18/02/1919). Μολονότι, δεν συνήθιζε να μιλά πολύ για την δεκαετή στρατιωτική του θητεία, διηγούνταν κάποια γεγονότα τα οποία διασώθηκαν κι έμαθα ο ίδιος από τις αφηγήσεις του πατέρα μου και της θείας μου και μοιάζουν με τα όσα προαναφέρθηκαν.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα μού έλεγαν, ο πάππος ανέφερε τις συνεχείς και ασταμάτητες πεζοπορίες υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, καθώς και τον κακό επισιτισμό που είχαν. Προχωρούσαν νηστικοί μέσα στο κρύο και προτιμούσαν να συνεχίζουν την πορεία τους παρά να σταματούν για να μην ξεπαγιάσουν. Όπου συναντούσαν δένδρα, τρέχανε να ξεγελάσουν την πείνα τους με τους καρπούς τους και θεωρούσαν τους εαυτούς τους τυχερούς αν βρίσκανε, καθώς τα προπορευόμενα τμήματα τούς είχαν ήδη συλλέξει και καταναλώσει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τρώγανε τις πεσμένες στο έδαφος φλούδες από τα πορτοκάλια, ενώ άλλες, έσβηναν την δίψα τους με νερό που δεν γνώριζαν αν είναι καθαρό ή μολυσμένο, γεγονός που αύξανε τα κρούσματα γαστρεντερίτιδας. Οι κακουχίες ήταν πολλές και για να ανταπεξέλθει κάποιος έπρεπε να είχε μεγάλες αντοχές.

Ιδιαίτερα συγκινητική, ωστόσο, είναι η περιγραφή ενός συμβάντος που παραλίγο να τού κόστιζε την ζωή. Άγνωστος ο χρόνος και ο τόπος, όπως, επίσης, άγνωστο και το είδος της επιχείρησης που συμμετείχε (περιπολία, ενέδρα, μάχη). Κάποια στιγμή, ο πάππος μου με τους συμπολεμιστές του περικυκλώθηκαν από βουλγαρικές δυνάμεις και καθηλώθηκαν στις θέσεις τους από τα καταιγιστικά εχθρικά πυρά. Όλη την νύχτα οι Βούλγαροι έβαλλαν ασταμάτητα και ήταν σίγουρο ότι με την αυγή θα εξαπέλυαν επίθεση εναντίον τους, καθώς οι θέσεις τους θα ήταν πλέον ορατές. Ο επικεφαλής Αξιωματικός τούς είπε ότι η μόνη σωτηρία θα ήταν να περάσουν μέσα από τις εχθρικές γραμμές πριν ξημερώσει. Δίνοντας το παράγγελμα της επίθεσης, όρμησαν όλοι στο σκοτάδι με εφ’ όπλου λόγχη. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και επέστρεψαν πίσω σώοι. Ανέφερε, δε, το χάος που επικρατούσε εκείνες τις στιγμές από τις ριπές των όπλων και των πολυβόλων και τα ουρλιαχτά των λαβωμένων και αναγνώριζε το αξιόμαχο των Βούλγαρων στρατιωτών, καθώς τους χαρακτήριζε σκληροτράχηλους και πείσμωνες.

Ο πάππος μου επέστεψε σώος από τον τρομερό αυτόν πόλεμο, δημιούργησε οικογένεια και πρόκοψε στο χωριό του, τους Αμοργιανούς Βάλτου. Όπως χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του, δεν ζήτησε ανταλλάγματα, καθώς θεωρούσε ότι έπραξε το χρέος του απέναντι στην πατρίδα, όπως όφειλε. Η πατρίδα, ωστόσο, φρόντισε να τον ανταμείψει τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, όταν τον εξόρισε στα ξερονήσια του Αη Στράτη και της Μακρονήσου με την κατηγορία του ΕΑΜοβούλγαρου εθνοπροδότη. Αυτήν την τύχη είχε ο άνθρωπος αυτός που κάποτε παραλίγο να χάσει την ζωή του στην γη της Μακεδονίας. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που θα την εξιστορήσουμε κάποια άλλη στιγμή.

 

Βιβλιογραφία – Πηγές:
ΔΙΣ, Φορ. 3/Φακ. 222/Η/ΑΑ2
Ιωάννης Ν. Κοκοσούλας, Πολεμικά Ημερολόγια, επιμ. Γ.Ι.Κ., εκδ. Αράκυνθος, Μεσολόγγι, 2000
Νικόλαος Κολόμβας, 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων, εκδ. ΑΙ.ΠΟ.Ε., Αθήνα, 2009
Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Απομνημονεύματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1948
Νικόλαος Θ. Τρικούπης, Διοίκησις Μεγάλων Μονάδων εν Πολέμω, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 2001

AgrinioStories