Συνέβη 8 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

8 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 312η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 53 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:56 – Δύση ήλιου: 17:20
– Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 24 λεπτά
🌗  Σελήνη 24 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αγγελική, Άντζελα, Άντζυ, Αγγέλα, Αγγελίνα, Άγγελο, Αγγελής Γαβριήλ, Γαβρίλο, Γαβρίλη, Γαβριέλα, Γαβρίλα, Γαβριηλίτσα, Γαβριλίτσα, Αραβέλα, Μιχαήλ, Μισέλ, Μιχάλη, Μιχαλό, Μιχελή, Μιχαέλα, Μιχαήλα, Μιχαλίτσα, Σεραφείμ, Σεραφειμία, Σεραφείμα, Σεραφίνα, Σεραφειμή, Σεραφειμούλα, Σεραφειμίτσα, Ευστρατία, Μεταξία, Μεταξένια, Μεταξούλα, Ταξούλα, Ραφαέλα, Ραφαέλλα, Ραφαήλα, Ραφαηλία, Ραφαήλ, Ραφαήλο, Ραφαέλο, Σταμάτη, Σταμάτιο, Στάμο, Σταμούλη, Σταμέλο, Σταμέλη, Σταμελά, Σταματία, Μάτα, Ματούλα, Ματίνα, Σταματίνα, Σταμάτα, Σταμέλα, Σταμούλα, Σταματή, Μάτω, Σταματέλλα, Στρατηγό, Στρατή, Στρατηγούλα, Ταξιάρχης, Ταξιαρχούλα.

 

Γεγονότα

 

1901 – Βίαιες συμπλοκές ξεσπούν στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη (Ευαγγελικά). Κατά τις συγκρούσεις σκοτώνονται 8 άνθρωποι και τραυματίζονται 80. Η Δημοτική θα αναγνωριστεί ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους 75 χρόνια αργότερα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισε να κάνει τη δειλή εμφάνιση της η μεσοαστική τάξη στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως συνέβαινε και στις άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Παράλληλα, ένα ανερμάτιστο συνδικαλιστικό κίνημα άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά. Επιπλέον, η νωπή ακόμη ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, όπως την αντιλαμβάνονταν οι και μετέπειτα αθεράπευτοι θιασώτες της Εθνικής Εταιρίας, οδήγησε στην αναθέρμανση του άκρατου εθνικισμού.
Εκείνη την εποχή, ένας λόγιος βαμβακέμπορος του Λονδίνου, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Πάλλης, «ἀποδίδει εἰς τὴν γνησίαν γλῶσσαν τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ» το Ευαγγέλιο, τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών της Αγίας Γραφής που τις προσονόμασε Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο. Το έργο αυτό εκτυπώθηκε σε «ἐργαστήριον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῆς Αἰγύπτου» το 1901 με έξοδα της βασίλισσας Όλγας. Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς. Ήδη, βέβαια, η πρώτη μεταφραστική απόπειρα εκείνης της εποχής είχε γίνει το 1898, όταν η βασίλισσα Όλγα έδωσε σχετική εντολή στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου, πράγμα που είχε προκαλέσει την οργή των αρχαϊστών.
Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς “εἰς τὴν καθομιλουμένην ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπηγόρευσε πᾶσαν μετάφρασιν ἢ παράφρασιν τοῦ πρωτοτύπου ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Κ. Διαθήκης καὶ αὐτοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Π. Διαθήκης” κατά τους πρόσφατους αιώνες. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του αφορισμού την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του αναθέματος την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.[1]
Όταν έφτασε και στην Αθήνα αυτή η απόδοση των Ευαγγελίων πέρασε εντελώς απαρατήρητη. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν η εφημερίδα Ακρόπολις αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1901 να το δημοσιεύει σε συνέχειες, υπό τον τίτλο «Τὸ ἔργον τῆς Βασιλίσσης ἡ Ἀκρόπολις τὸ συνεχίζει». Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι «θεάρεστον ἔργον εἶναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει ἀπολύτως ἀντιληπτόν» από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα.
Εκείνοι που αντέδρασαν σε αυτό το έργο ήταν οι φοιτητές «τοῦ Ἀθήνησιν», αλλά και καθηγητές. Μπορεί να γίνει όμως κατανοητή η αντίδραση αυτή έχοντας κατά νου την επικράτηση εκείνη την εποχή των «γλωσσαμυντόρων» (υποστηρικτών της συνεχούς και στενά συνδεδεμένης πορείας της νέας γλώσσης ως προς την αρχαία), μερικοί εκ των οποίων ήταν υποστηρικτές του άκρατου εθνικισμού, πράγμα που για το κατεστημένο σήμαινε ότι η βάση και η ουσία του ελληνικού έθνους ήταν η αρχαιολατρία. Έκφραση αυτής της κατάστασης αποτελούσε η αρχαΐζουσα «καθαρεύουσα» γλώσσα. Η απόκλιση από τη χρήση της θεωρούνταν εθνικό έγκλημα και όποιος την υπονόμευε προδότης, ανεξάρτητα από το αξίωμα, την κοινωνική ή πολιτική θέση που μπορεί να κατείχε. Στα πρωτοσέλιδα διαφόρων εφημερίδων οι δημοτικιστές παρουσιάζονταν ως άθεοι, προδότες και Σλάβοι, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας.
Με την παρακίνηση καθηγητών τους, όπως οι φανατικότεροι «γλωσσαμύντορες» αντιδημοτικιστές ακαδημαϊκοί Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, οι φοιτητές άρχισαν να δραστηριοποιούνται. Η εφημερίδα της εποχής Τὸ Ἄστυ ανέφερε σχετικά με τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής το μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου ότι «εἶχον συναθροισθῆ εἰς τὸ ἀμφιθέατρον τοῦ Πανεπιστημίου». Και συνέχιζε: «Μετὰ μικρὰν συζήτησιν ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς μεταφράσεως τοῦ Εὐαγγελίου ἀπεφάσισαν ὅπως μεταβῶσιν εἰς τὴν δημοσιεύσασαν αὐτὴν ἐφημερίδα ἐν σώματι καὶ ζητήσουν τὴν διακοπὴν τῆς δημοσιεύσεως. Ἀλλὰ μετὰ νεωτέραν σύσκεψιν ἐθεώρησαν καλὸν νὰ ἑνωθῶσι καὶ μετὰ φοιτητῶν τῶν λοιπῶν σχολῶν καὶ ὅλοι ὁμοῦ νὰ προβοῦν εἰς διαμαρτυρίαν πρὸ τῶν γραφείων τῶν ἐφημερίδων ὅσαι ἔγραψαν ὑπὲρ τῆς μεταφράσεως τοῦ Εὐαγγελίου».
Τα πράγματα δεν έμειναν όμως στα πλαίσια εκείνων που συζητήθηκαν και οι φοιτητές δεν περιορίστηκαν στο αίτημά τους. Περίπου 500 φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της Ακροπόλεως, στην οδό Σταδίου, απείλησαν όσους βρήκαν εκεί ότι «θὰ τὴν πυρπολήσουν […] καὶ διὰ βροντωδῶν φωνῶν ἄλλοι ἀπὸ τὰ παράθυρα ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἐξώστας τῶν γραφείων καὶ οἱ λοιποὶ ἀπὸ κάτω» έβριζαν τον Γαβριηλίδη, ο οποίος απουσίαζε. Έφτασε εγκαίρως εκεί, όμως, ο διευθυντής της Αστυνομίας Βούλτσος ο οποίος, εντελώς αυθαίρετα, «τοὺς διεβεβαίωσεν ὅτι δὲν θὰ ἐπαναληφθῇ ἡ δημοσίευσις τῆς περὶ ἧς ὁ λόγος μεταφράσεως. Ἀφοῦ δὲ ἐπανειλημμένως ἐζητωκραύγασαν ὑπὲρ αὐτοῦ οἱ φοιτηταὶ ἀπεσύρθησαν ἐκεῖθεν».
Αλλά αυτή η δήλωση του αρχηγού της Αστυνομίας δεν σήμαινε ότι η Ακρόπολις θα διέκοπτε τη δημοσίευση της Νέας Διαθήκης. Συνέχισε τη δημοσίευση αλλά αυτό «ἠρέθισε τὴν πάλλουσαν ἐθνικοῦ σθένους Νεολαίαν». Στις 20 Οκτωβρίου διακόπηκε η δημοσίευση της σειράς από την εφημερίδα. Στις 3 και 4 Νοεμβρίου το κέντρο της Αθήνας «ἐπάλλετο» καθώς οι εκατοντάδες διαδηλωτές δεν απειλούσαν πλέον μόνο την εφημερίδα, αλλά έκαναν «ἔκκλησιν» στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ να επέμβει στην κατάσταση και να αφορίσει τον Αλέξανδρο Πάλλη, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν την σύγκληση της Ιεράς Συνόδου «ἵνα ἐπιμεληθῇ τῆς ἀποπομπῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου».
Οι εφημερίδες της εποχής Εμπρός, Σκριπ και Καιροί κατέκριναν την Ακρόπολη και συστρατεύθηκαν με τους φοιτητές, μιλώντας για «κινδύνους» τους οποίους αντιμετώπιζε το έθνος εξαιτίας της παράφρασης του Ευαγγελίου. Έτσι, στο δρόμο άρχισαν να κατεβαίνουν όχι μόνο φοιτητές αλλά και δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, έτοιμοι να λιντσάρουν τους εχθρούς της «γλώσσης τῶν προγόνων» μας.
Έτσι το ζήτημα αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή. Δεν ήταν πλέον γλωσσικό ή έστω θρησκευτικό θέμα αλλά είχε αναδειχθεί σε πολιτικό θέμα «εθνικών διατάσεων». Υποδαυλίζονταν τα πνεύματα με απόψεις όπως ότι η «μετάφραση» του Ευαγγελίου ήταν έργο των «ἐχθρῶν τῆς πατρίδος» και ότι η αιτία ήταν ο «σλαβικός κίνδυνος». Έτσι, δεν άργησαν τα πράγματα να εξελιχθούν σε τραγωδία.
Όταν κάποιοι «ἐν ἐθνικῇ μέθῃ τελοῦντες» επιχείρησαν να παραβιάσουν την πύλη της Βουλής και να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, και άλλοι θέλησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής «διὰ νὰ φρονηματίσουν» τον Αρχιεπίσκοπο, η Χωροφυλακή —καθώς δεν υπήρχε Αστυνομία τότε— «ἐδοκίμασε ἐπὶ κεφαλῶν (των διαδηλωτών) ἄμετρον βίαν». Τα επεισόδια έλαβαν μεγάλες διαστάσεις.
Στις 7 Νοεμβρίου μια ογκώδης και οχλοκρατική συγκέντρωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την οποία συγκάλεσαν αυτόκλητοι «γλωσσαμύντορες» και πολιτευτές της ομάδας Δηλιγιάννη, κατέληξε σε φονικό. Οι χωροφύλακες, χάνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, πυροβόλησαν στο πλήθος όταν κάποιοι, παρακινούμενοι από το υβρεολόγιο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, άρχισαν να κινούνται προς την Αρχιεπισκοπή.

 

1923 – Επιχειρείται αποτυχημένο πραξικόπημα του Αδόλφου Χίτλερ στο Μόναχο, που θα μείνει στην ιστορία ως το Πραξικόπημα της Μπυραρίας. Ο Χίτλερ διέβλεψε ότι έπρεπε να διακινδυνεύσει ή να χάσει την αρχηγία του Κόμματος. Κατέστρωσε με τους συνεργάτες του ένα σχέδιο απαγωγής της Βαυαρικής Κυβέρνησης, την οποία, υπό την απειλή των όπλων, θα υποχρέωνε να δεχτεί ως ηγέτη της τον ίδιο τον Χίτλερ. Για να προσδώσει στην κίνηση αυτή το απαιτούμενο κύρος, προσεταιρίστηκε τον μεγάλο στρατιωτικό ηγέτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorff). Με τη υποστήριξή του ήταν βέβαιος ότι θα κέρδιζε και την υποστήριξη του Γερμανικού στρατού στο πραξικόπημά του, επιτυγχάνοντας ένα γενικό εθνικό ξεσηκωμό και, τελικά, την ανατροπή της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στο Βερολίνο. Έχοντας ετοιμάσει τις κινήσεις του, περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία.
Η ευκαιρία αυτή του δόθηκε όταν έμαθε ότι σε μια μεγάλη μπιραρία του Μονάχου, την “Löwenbräukeller”, θα γινόταν μια συγκέντρωση 3.000 επιχειρηματιών με οικοδεσπότη την ηγεσία της Βαυαρικής Κυβέρνησης, τα μέλη της οποίας σκόπευε να απαγάγει. Στις 8 Νοεμβρίου 1923 τα μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης του Κόμματος SA, υπό την ηγεσία του Χέρμαν Γκέρινγκ περικύκλωσαν την μπιραρία. Στις 8:30 ο Χίτλερ, ακολουθούμενος από μια μικρή ομάδα ένοπλων SA εισέβαλε στην μπιραρία. Η εμφάνισή τους προκάλεσε, όπως αναμενόταν, πανικό ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Ο Χίτλερ πυροβόλησε μια φορά στον αέρα ουρλιάζοντας “Ησυχία!”. Προχώρησε, ακολουθούμενος από τον Γκέρινγκ, στο βάθρο των ομιλητών, ενώ οι SA συνέχισαν να εισέρχονται στην μπιραρία κυκλώνοντας τους πανικόβλητους παρευρισκόμενους. Ο επικεφαλής της Κυβέρνησης Γκούσταφ φον Καρ (Gustav von Kahr), του οποίου την ομιλία διέκοψε ο Χίτλερ, παραχώρησε το βάθρο του ομιλητή στον Χίτλερ, ο οποίος άρχισε αμέσως να αγορεύει, λέγοντας ότι άρχισε η Εθνική Επανάσταση και κανείς δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τον χώρο, απειλώντας με τη χρήση ενός πολυβόλου, που είχε εγκαταστήσει πίσω από το βάθρο. Ανάγγειλε ότι τόσο η Βαυαρική όσο και η Κυβέρνηση του Ράιχ ανατράπηκαν και εγκαθιδρύθηκε προσωρινή επαναστατική Κυβέρνηση. Οι στρατώνες της Ράιχσβερ (γερμανικού στρατού) και της Αστυνομίας είχαν καταληφθεί, τα μέλη τους παρήλαυναν ήδη στην πόλη κάτω από τη σβάστικα. Φυσικά, όλα αυτά ήταν μια τεράστια μπλόφα, αλλά οι παρευρισκόμενοι δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζουν. Ο Χίτλερ κάλεσε τον φον Καρ και τους αδελφούς φον Λόσοβ, Ότο (Otto von Lossow), Αρχηγό του Βαυαρικού Στρατού, και Χανς (Hans von Lossow), Αρχηγό της Αστυνομίας της Βαυαρίας, σε ένα μικρό δωμάτιο πίσω από την κεντρική αίθουσα και τους είπε ότι αυτός είναι ο νέος ηγέτης της Γερμανίας. Τους προσέφερε θέσεις στη νέα του Κυβέρνηση. Οι τρεις άνδρες, γνωρίζοντας ότι η από πλευράς τους αποδοχή των νέων “θέσεων” αποτελούσε πράξη έσχατης προδοσίας, αρνήθηκαν. Ο Χίτλερ εξεμάνη, έβγαλε πάλι το πιστόλι του και τους είπε: “Κύριοι, έχω τέσσερεις σφαίρες σε αυτό το όπλο: Μία για τον καθένα σας και μία για μένα!”. Υπό την απειλή της δολοφονίας τους, οι τρεις συμφώνησαν.
Σχεδόν αμέσως ύστερα κατέφθασε ο Λούντεντορφ, ο οποίος αποδέχτηκε τη θέση του Αρχηγού του Γερμανικού Στρατού, προέτρεψε τους τρεις άνδρες να υποστηρίξουν τον Χίτλερ και το ίδιο έκανε μιλώντας και προς τους παρευρισκόμενους. Εν τω μεταξύ, ο Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), ηγέτης των SA, επικεφαλής μιας ομάδας μαχητών του κατέλαβε το Υπουργείο Πολέμου, ενώ ο Ρούντολφ Ες κατέστρωνε το σχέδιο σύλληψης των αριστερών ηγετών της Βαυαρίας και των Εβραίων. Η προσπάθεια κατάληψης στρατώνων της Αστυνομίας και του Στρατού, όμως, αποκρούστηκε και απέτυχε. Ο Χίτλερ σκόπευε να βαδίσει εναντίον του Βερολίνου και να ανατρέψει την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση (κατά το πρότυπο της Πορείας προς τη Ρώμη του Μουσολίνι). Η ολέθρια παράλειψή του ήταν ότι δεν είχε προβλέψει την κατάληψη από τους SA των ραδιοφωνικών και των τηλεγραφικών σταθμών. Όπως ήταν φυσικό, η Κυβέρνηση του Βερολίνου πληροφορήθηκε πολύ σύντομα τις ενέργειες των Ναζί και έδωσε σχετικές διαταγές για την κατάπνιξη του πραξικοπήματος.
Την επομένη ο Χίτλερ και ο Λούντεντορφ, επικεφαλής 3.000 ενόπλων υποστηρικτών τους, παρέλασαν στους δρόμους του Μονάχου με στόχο να συνενωθούν με τις δυνάμεις του Ρεμ που κατείχαν το Υπουργείο Πολέμου. Στην πλατεία Οντεόν (Odeonsplatz), όμως, βρήκαν τον δρόμο κλεισμένο από αστυνομικές δυνάμεις, ο επικεφαλής των οποίων τους διέταξε να σταματήσουν και να παραδοθούν. Στην άρνηση των Ναζί να συμμορφωθούν, η Αστυνομία άνοιξε πυρ, αρχικά πυροβολώντας προειδοποιητικά μπροστά στα πόδια τους. Οι SA απάντησαν στους πυροβολισμούς και έγινε πραγματική μάχη, με 21 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκέρινγκ, ο οποίος τραυματίστηκε στη βουβωνική χώρα. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου του χορηγήθηκε μορφίνη για την ανακούφιση των ισχυρών πόνων. Αυτή ήταν η έναρξη της εξάρτησης του Γκέρινγκ από τη μορφίνη, από την οποία απαλλάχτηκε μόνο λίγο πριν τον θάνατό του στο τέλος της Δίκης της Νυρεμβέργης, 23 χρόνια αργότερα.
Με την έναρξη του πυρός, ο Χίτλερ έπεσε στο έδαφος, καθώς ο διπλανός του, με τον οποίο είχαν διασταυρωμένους βραχίονες για το σχηματισμό ανθρώπινης αλυσίδας χτυπήθηκε από σφαίρα και κατέπεσε, παρασύροντάς τον. Η πτώση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εξάρθρωση του ώμου του. Ο σωματοφύλακάς του, Ούλριχ Γκραφ (Ulrich Graf), έσπευσε να τον καλύψει με το σώμα του και δέχτηκε αρκετές σφαίρες. Αυτή του η ενέργεια έσωσε τη ζωή του Χίτλερ.
Ο πόνος που ένιωσε από τον εξαρθρωμένο ώμο του, όμως, έκανε τον Χίτλερ να αποθαρρυνθεί και έτρεξε να διαφύγει προς ένα παρακείμενο αυτοκίνητο, στο οποίο υπήρχαν κομματικά στελέχη. Παρά το ότι υπερτερούσαν αριθμητικά, οι Ναζί ακολούθησαν το παράδειγμα του ηγέτη τους και τράπηκαν σε φυγή. Οι μόνοι που συνέχισαν να βαδίζουν προς τους αστυνομικούς ήταν ο Λούντεντορφ και ο υπασπιστής του. Την ενέργεια αυτή του Χίτλερ οι Ναζιστές ιστορικοί προσπάθησαν να τη δικαιολογήσουν, λέγοντας ότι ο Χίτλερ αναγκάστηκε να φύγει γιατί έπρεπε να μεταφέρει ένα τραυματισμένο παιδί στο τοπικό νοσοκομείο.

 

1972 – Λήγει ο Τρίτος Πόλεμος του Βακαλάου, με επικράτηση των Ισλανδών, που χρησιμοποίησαν το μυστικό τους υπερόπλο, ένα μηχανισμό που έκοβε τα δίχτυα των βρετανών ψαράδων, προκαλώντας τους ανυπολόγιστες ζημιές. Την 1η Σεπτεμβρίου 1972 οι Ισλανδοί προκάλεσαν για μία ακόμη φορά τους Βρετανούς, επεκτείνοντας την αποκλειστική οικονομική ζώνη τους στα 50 ναυτικά μίλια (92,6 χιλιόμετρα). Ήταν η απαρχή του «Τρίτου Πολέμου του Βακαλάου», που κράτησε ως τις 8 Νοεμβρίου του 1973. Κατά τη διάρκεια του «πολέμου» οι Ισλανδοί χρησιμοποίησαν το μυστικό τους υπερόπλο, που τελικά έγειρε υπέρ τους την πλάστιγγα του «πολέμου». Ήταν ένας μηχανισμός, που κατασκεύασε ο διοικητής της Ακτοφυλακής Πέτουρ Σίγκουρσον, και έκοβε τα δίχτυα των ψαράδων, προκαλώντας τους ανυπολόγιστες ζημιές.
Στις αρχές του 1973 οι Βρετανοί είχαν κάποιες επιτυχίες, όταν δύο πολεμικά τους διεμβόλισαν ισάριθμα ισλανδικά. Οι Ισλανδοί με ένα πολιτικό ελιγμό απείλησαν ότι θα εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ και στις 16 Σεπτεμβρίου ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας, Γιόζεφ Λουνς, έφθασε εσπευσμένως στο Ρέικιαβικ για συνομιλίες. Στις 3 Οκτωβρίου, η Μεγάλη Βρετανία πείστηκε να αποσύρει τα πολεμικά της και στις 8 Νοεμβρίου 1973 οι δύο πλευρές ήλθαν σε συμφωνία. Τα βρετανικά αλιευτικά θα εισέρχονταν σε συγκεκριμένες περιοχές της αποκλειστικής ζώνης των 50 μιλίων, αλλά δεν θα μπορούσαν να αλιεύουν περισσότερους από 130.000 τόνους ψαριών τον χρόνο.

 

1977 – Ο Μανόλης Ανδρόνικος ανακαλύπτει τον τάφο του Φίλιππου στη Βεργίνα. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα.
«Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στον λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…)
»Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά.
»Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες.
»Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη.
Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση.
»Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση.
»Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας.
»Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…)
»Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα.
»Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε». (Μανόλης Ανδρόνικος, «Το Χρονικό της Βεργίνας», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης – via Λογομνήμων).

 

1999 – Με «λαϊκό δικαστήριο» στην πλατεία Συντάγματος ανοίγει ο κύκλος των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας κατά της επίσκεψης του Κλίντον, το οποίο καταδικάζει τον πρόεδρο των ΗΠΑ για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η εκδήλωση οργανώθηκε από την Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και το ΚΚΕ. Η αναγγελία της επίσκεψης του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα, στις 13 και 14 Νοεμβρίου 1999 (τελικά πραγματοποιήθηκε στις 19 και 20 Νοεμβρίου), ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά του ΚΚΕ και των οργανώσεων του. Μεταξύ των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας που προγραμμάτισε, σίγουρα η πιο πρωτότυπη ήταν η «δίκη» του αμερικανού προέδρου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ένα χάπενιγκ που διοργάνωσε στις 8 Νοεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ).
Ήταν ένα βροχερό δευτεριάτικο βράδυ, όταν χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στην εμβληματική πλατεία της πρωτεύουσας για να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία. Παράγοντες της «δίκης» ήταν ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, που προήδρευσε του «Δικαστηρίου των Λαών», ο ηθοποιός Βασίλης Κολοβός που ανέλαβε χρέη εισαγγελέα και ο επίσης ηθοποιός Γιάννης Καλαντζόπουλος που ανέλαβε συνήγορος των κατηγορουμένων.
Κατηγορούμενοι ήταν ο Αμερικανός Πρόεδρος, Μπιλ Κλίντον, ο γ.γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα και οι 18 ηγέτες των κρατών που πήραν μέρος στην επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία. Ανάμεσά τους και ο έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.
Στο κατηγορητήριο που είχαν συντάξει οι «Δικηγόροι της Ειρήνης» και διάβασε ο Βασίλης Κολοβός, αναφερόταν μεταξύ άλλων: «Όλοι αυτοί κατηγορούνται για απρόκλητο επιθετικό πόλεμο, για βαρύτατο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, για τη γενοκτονία του γιουγκοσλαβικού λαού και για την τεράστια οικολογική καταστροφή που προκάλεσαν στην ευρύτερη περιοχή».
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ανάλογα με την εξέλιξή της, οι συγκεντρωμένοι ξεσπούσαν σε συνθήματα, όπως «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», «Η Ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο» και «Αίσχος Αίσχος».
Μετά τη δίωρη ακροαματική διαδικασία, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, που ήταν καταδικαστική για τους κατηγορουμένους. Σύμφωνα με την απόφαση, όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για τις κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν και αποφασίστηκε η παράδοσή τους «στην ανατρεπτική οργή και στην αγωνιστική αποδοκιμασία των λαών και στη χλεύη της Ιστορίας».
Ακολούθησε πορεία όλων των συμμετασχόντων στο χάπενινγκ προς την αμερικανική πρεσβεία, όπου οι επικεφαλής παρέδωσαν την ετυμηγορία.

 

2016 – Κόντρα στις προβλέψεις, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ αναδεικνύεται 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, επικρατώντας της υποψήφιας των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον στις εκλεκτορικές ψήφους, αν και συγκέντρωσε λιγότερες ψήφους από την αντίπαλό του σε εθνικό επίπεδο. Κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών σε Βουλή και Γερουσία. Οι Προεδρικές εκλογές του 2016 ήταν πρωτόγνωρες στην Αμερικανική πολιτική σκηνή. Από την πρώτη στιγμή ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Ντόναλντ Τραμπ, που έπιασε τον παλμό των δυσαρεστημένων και αγανακτισμένων ψηφοφόρων σαν κι αυτούς που ψήφισαν υπέρ του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία, επινόησε τα προσωνύμια «ανέντιμη Clinton», « διεφθαρμένη Clinton» και άλλα παρόμοια, τα οποία χρησιμοποιούσε σε κάθε ευκαιρία, αναφερόμενος στο πολιτικό κατεστημένο που εκπροσωπούσε η αντίπαλος του επί δεκαετίες. Αντίθετα, η Χίλαρι Κλίντον απέφυγε τις προσωπικές επιθέσεις, ενώ είχε πολλά επιχειρήματα εναντίον του αντιπάλου της, όπως τα μισαλλόδοξα, μισογυνιστικά και σεξιστικά σχόλιά του, καθώς και μια σειρά διεφθαρμένων πολιτικών από την επιχειρηματική του ζωή, όπως οι πάμπολλες πτωχεύσεις του, η μη δημοσιοποίηση των φορολογικών του δηλώσεων, και οι δικαστικές έρευνες για το Πανεπιστήμιο Trump και το Ίδρυμα Trump. Σε τελευταία ανάλυση η Κλίντον έχασε την εκλογή λόγω κακής τακτικής στην προεκλογική της εκστρατεία, με το να επιμένει σε θέματα πολιτικών διαφορών, αντί να προσπαθεί να εμπεδώσει γιατί ο Trump ήταν ουσιαστικά ένας δόλιος και αμοραλιστής τυχοδιώκτης.

 

Γεννήσεις

 

 

1847 – Μπραμ Στόκερ. Ο Στόκερ γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1847 στο Κλοντάρφ της Ιρλανδίας. Γονείς του ήταν ο Αβραάμ Στόκερ (1799-1876) και η Σάρλοτ Ματίλντα Μπλέικ Θόρνλεϋ (1818-1901), οι οποίοι παντρεύτηκαν το 1844.
Το 1878 έγραφε κριτικές θεάτρων στην εφημερίδα The Dublin Mail, που ο ιδιοκτήτης της ήταν ο συγγραφέας τρόμου Τζόσεφ Σέρινταν λε Φανού.
Το 1878 παντρεύτηκε την Φλόρενς Μπάλκομπ, που ήταν πρώην σύζυγος του Όσκαρ Ουάιλντ. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου ο Στόκερ έγινε για 27 χρόνια διευθυντής επιχειρήσεων του Θεάτρου Λυσόμ, ιδιοκτησία του Άγγλου ηθοποιού και φίλου του Στόκερ, Χένρι Ίρβινγκ. Ο Στόκερ απέκτησε ένα παιδί, τον Ίρβινγκ Νοέλ Στόκερ, που γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου το 1879.
Ο Στόκερ απεβίωσε στις 20 Απριλίου του 1912 στο Λονδίνο της Αγγλίας.

 

1895 – Φώτης Κόντογλου. Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 8 Νοεμβρίου του 1895. Είχε τρία ακόμη αδέλφια: τον Γιάννη, τον Αντώνη και την Τασίτσα. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του — ναυτικός στο επάγγελμα — και την κηδεμονία των τεσσάρων παιδιών ανέλαβε ο θείος του, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, από το 1911, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές.
Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913, στην Γ’ τάξη. Το 1913–1914 έμενε με τον Στρατή Δούκα στη Νεάπολη και στην Κυψέλη και μετά με τον Παπαλουκά στην Κολοκυνθού. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργαζόταν ως ρετουσέρ στο φωτογραφείο Μπούκα και Καλιαμπέκου. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο εικονογράφησης βιβλίου σε διαγωνισμό του περιοδικού, για αυτήν της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Εργάστηκε ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στη Γαλλία.
Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Διορίστηκε καθηγητής στο Παρθεναγωγείο της πατρίδας του όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο Νέοι Άνθρωποι και έγινε πρόεδρος. Το 1921 επιστρατεύτηκε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα καΐκι. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος με πρόθεση να καλογερέψει.
Το 1923, επίσης, πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του στη Μυτιλήνη με τον Κωνσταντίνο Μαλέα. Μετέφερε την έκθεση τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα στην αίθουσα του Λυκείου των Ελληνίδων, παρουσιαζόμενος για πρώτη φορά ως ζωγράφος στο αθηναϊκό καλλιτεχνικό κοινό. Το 1925 εξέδωσε το περιοδικό Φιλική Εταιρία. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία. Το 1927 γεννήθηκε η μοναχοκόρη του Δέσποινα. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό του Κωστή Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα. Το 1933 έλαβε τελικά το πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών – Απολυτήριον γραφικής, με βαθμό Λίαν καλώς προκειμένου να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών ζωγραφική και ιστορία της τέχνης. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους: το 1931 στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, του οποίου ζωγράφισε το συντριβάνι, στο Μουσείο Κέρκυρας το 1935, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο, το 1937 και μεταξύ 1936 και 1938 κατά διαστήματα στο Μυστρά όπου καθάριζε τις τοιχογραφίες των ναών του.
Το όνομα του Κόντογλου βρίσκεται ανάμεσα στα ονόματα των Ελλήνων λογοτεχνών που συνεργάστηκαν με το ελληνόφωνο ιταλικό περιοδικό προπαγάνδας Κουαδρίβιο. Καθώς όσοι συνεργάζονταν με αυτό αμείβονταν με χρήματα ή τρόφιμα προκρίθηκε η ανάγκη επιβίωσης του Κόντογλου, καθώς μάλιστα είχε αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι του -Βιζυηνού 16 στα Πατήσια- για ένα σακί αλεύρι. Ο νέος ιδιοκτήτης της οικίας Κόντογλου κάλυψε τις νωπογραφίες με λαδομπογιά. Τα επόμενα χρόνια ο Κόντογλου μετακόμιζε διαρκώς. Φιλοξενούνταν σε σπίτια φίλων του, κυρίως στο Παγκράτι, για να καταλήξει σε ένα γκαράζ. Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κείμενά του στο περιοδικό Φιλολογική Κυριακή (1943) και το 1944 στους Ορίζοντες και στα Γράμματα.
Από το 1948 άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ελευθερία μέχρι τον θάνατό του. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1963 ο ίδιος και η σύζυγός του τραυματίστηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Βούλα. Το 1959 είχε σύντομη συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, αλλά λόγω διαφωνίας του σχετικά με την ώρα μετάδοσης της εκπομπής του παραιτήθηκε.
Το 1965 υποβλήθηκε σε εγχείρηση δυο λίθων από την κύστη. Τελικά πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση, ταλαιπωρημένος σωματικά και ψυχικά ύστερα από το ατύχημα που του συνέβη το 1963. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Νέας Μάκρης (Όρος Αμώμων). Ο Γιάννης Τσαρούχης, άλλοτε μαθητής του, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Κόντογλου, βρισκόταν στη Μυτιλήνη και ζωγράφιζε κατά τύχη έναν άγγελο.

 

1930 – Χρόνης Μίσσιος. Γεννήθηκε στην Καβάλα και δούλεψε ως καπνεργάτης (το επάγγελμα των γονιών του) σε νεαρή ηλικία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δούλεψε ως μικροπωλητής (με κασελάκι) στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Λόγω ανέχειας δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό, σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του. Το 1944 σε ηλικία 14 ετών διετέλεσε σύνδεσμος του 16ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Την περίοδο μετά την Απελευθέρωση, έμενε στη Βέροια όπου ήταν σύνδεσμος για τους καταδιωκόμενους ΕΑΜίτες και εντάχθηκε ως στέλεχος στην ΕΠΟΝ. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο ως μέλος του ΔΣΕ πόλεων (ομάδα Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα).
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Βασανίστηκε πολλές φορές χωρίς να αποκηρύξει την ιδεολογία του, για αυτό τον περισσότερο χρόνο τον πέρασε στην απομόνωση των κρατητηρίων σε άθλιες συνθήκες κράτησης. Μετά την αποφυλάκιση του διετέλεσε επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παράνομου ΚΚΕ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη και ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη δικτατορία φυλακίστηκε (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού). Αυτή τη περίοδο της φυλακίσεως του έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1973.
Στη μεταπολίτευση, εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και στην ΕΑΡ και συμμετείχε στη Διεθνή Αμνηστία. Μεταγενέστερα είχε σχέσεις με τους Οικολόγους Πράσινους ενώ είχε δηλώσει ότι ευτυχώς που δε νίκησε ο ΔΣΕ στον εμφύλιο.
Συμμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ δημιούργησε τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας στην ΕΡΤ την περίοδο 1994-1996 (εκπομπή Το Βλέμμα). Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι με τη σύζυγό του Ρηνιώ Παπατσαρούχα – Μίσσιου (πρώην στέλεχος της ΕΔΑ) και τα σκυλιά τους σε αγροτόσπιτο. Υπήρξε μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της αριστεράς.
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας από καρκίνο.

 

Θάνατοι

 

1674 – Τζον Μίλτον (John Milton, 9 Δεκεμβρίου 1608 – 8 Νοεμβρίου 1674) ήταν μεγάλος Άγγλος Ποιητής. Σημαντικότερο έργο του αποτέλεσε το ποίημα Απολεσθείς Παράδεισος (Paradise Lost).
Γιος συμβολαιογράφου που ήταν και Συνθέτης, έτυχε επιμελημένης ανατροφής και έμαθε νωρίς λατινικά, ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά καθώς και λίγα εβραϊκά. Ο πατέρας του τον προόριζε για Ιερωμένο αλλά ο νεαρός Μίλτον αισθανόταν αντιπάθεια προς τους ηγέτες της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας και αφιερώθηκε σε φιλολογικές σπουδές. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και τα πρώτα του ποιήματα διακρίνονταν για την λαμπρότητα του ύφους και την δροσερότητα των εικόνων (L’Allegro, Il Penseroso, Lycidas).
Όταν εξερράγη ο Εμφύλιος Πόλεμος, ο Μίλτον τάχθηκε υπέρ του Κοινοβουλίου μαχόμενος με τα γραπτά του τον Κάρολο Α΄. Όταν το Κοινοβούλιο επικράτησε, στον Μίλτον ανατέθηκε η σύνταξη της επίσημης στα λατινικά αλληλογραφίας της Κοινοπολιτείας, η λογοκρισία και η προπαγάνδα, στα πλαίσια της οποίας διεξήγαγε πόλεμο φυλλαδίων με τους μοναρχικούς συγγραφείς.
Το 1654 ο Μίλτον τυφλώθηκε και στο εξής υπαγόρευε τα έργα του. Το 1656 νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά αλλά το 1658 χήρεψε πάλι. Το 1660 το καθεστώς που υποστήριζε κατέρρευσε και οι Στιούαρτ παλινορθώθηκαν. Ο Μίλτον αποσύρθηκε από τα κοινά αφού ταλαιπωρήθηκε λίγο. Το 1662 νυμφεύθηκε για τρίτη φορά, μία γυναίκα 31 χρόνια νεώτερή του. Το 1667 κυκλοφόρησε το αριστούργημά του «Απολεσθείς Παράδεισος», υπαγορευμένο και αυτό, ποίημα επικό μεγαλόπνευστο σε ανομοιοκατάληκτους ιαμβικούς στίχους. Σε δώδεκα άσματα περιγράφεται η πτώση του ανθρώπου συνεπεία του προπατορικού αμαρτήματος. Το έργο χαρακτηρίστηκε ως το έπος του αγγλικού πουριτανισμού και χάρισε στον Ποιητή μία θέση ανάμεσα στους μεγαλύτερους του κόσμου.
Άλλα ποιητικά έργα του Μίλτον είναι ο «Ανακτηθείς Παράδεισος» (Paradise Regained, 1671) και ο «Σαμψών αγωνιστής» (Samson Agonistes, 1671) Τον «Απολεσθέντα Παράδεισο» μετέφρασε έμμετρα ο Αλέξανδρος Κάσδαγλης (Λονδίνο, 1887) και σε πεζό ο Ι.Γ.Καραγεωργιάδης (Λευκωσία, 1925).

 

1986 – Βιατσεσλάβ Μολότοφ. Ρώσος κομμουνιστής ηγέτης, ευνοούμενος και «δεξί χέρι» του Στάλιν. Υπήρξε ο κύριος εκφραστής των θέσεων της Σοβιετικής Ένωσης στις διεθνείς διασκέψεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και αμέσως μετά από αυτόν. Έχει δανείσει το όνομά του σ’ ένα είδος αυτοσχέδιας βόμβας («Βόμβα Μολότοφ»).
Ο Βιάτσεσλαβ Μιχαήλοβιτς Σκριάμπιν (καμία σχέση με τον συνεπώνυμό του σπουδαίο ρώσο συνθέτη), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο χωριό Κουκάρκα της Περιφέρειας Κίροφ στις 25 Φεβρουαρίου 1890. Στα μικράτα του ήταν ένα ντροπαλό και ήσυχο παιδί, που βοηθούσε τον πατέρα του στις εμπορικές του ασχολίες. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων στο Καζάν, εντάχθηκε στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα και ακολούθησε τον Λένιν στην αριστερή του πτέρυγα («Μπολσεβίκοι»). Συνελήφθη δύο φορές για την επαναστατική του δράση (1909 και 1915) και κατά τη διάρκεια της παρανομίας του απέκτησε το ψευδώνυμο Μολότοφ (από τη λέξη «μόλοτ», σφυρί στα ρωσικά), που γρήγορα επισκίασε το πραγματικό του όνομα και τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή.
Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους του Λένιν το 1917 («Οκτωβριανή Επανάσταση»), εργάστηκε σε διάφορες επαρχιακές κομματικές οργανώσεις. Το 1921 έγινε μέλος και γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, καθώς και αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου (Πολίτμπιρο) του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ). Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τη ρωσοεβραία Πολίνα Ζεμτσούζινα (1897-1970), με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Υποστήριξε δυναμικά τον Ιωσήφ Στάλιν μετά τον θάνατο του Λένιν (1924) και τον Δεκέμβριο του 1926 προωθήθηκε σε τακτικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ. Στη συνέχεια απέκτησε τον έλεγχο της Κομματικής Επιτροπής της Μόσχας και απομάκρυνε με σειρά εκκαθαρίσεων όλα τα αντισταλινικά μέλη της (1928-1930). Για τις καλές του υπηρεσίες προς τον Στάλιν, διορίστηκε το 1930 πρόεδρος του Συμβουλίου των Κομισαρίων τού Λαού (δηλαδή πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ένωσης), θέση την οποία διατήρησε έως το 1941.
Λίγο πριν από την έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μολότοφ ανέλαβε και τη θέση του κομισάριου (υπουργού) των Εξωτερικών (Μάιος του 1939) και διαπραγματεύθηκε με τη Ναζιστική Γερμανία το σύμφωνο μη επίθεσης, γνωστό ως «Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ», το οποίο υπέγραψε με τον γερμανό ομόλογό του Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα. Το σύμφωνο, που επικρίθηκε από τις δημοκρατικές χώρες της Δύσης και για ιδεολογικούς λόγους, περιλάμβανε κι ένα μυστικό πρωτόκολλο για τον διαμελισμό της Πολωνίας.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής των Σοβιετικών στη Φιλανδία τον Νοέμβριο του 1939, ο Μόλοτοφ σε ραδιοφωνικό μήνυμα υποστήριξε ότι η Σοβιετική Ένωση δεν έριχνε βόμβες, αλλά τρόφιμα στους δοκιμαζόμενους Φιλανδούς, οι οποίοι απάντησαν με αυτοσχέδιες βόμβες, τις οποίες ονόμασαν περιπαικτικά «Κοκτέιλ Μολότοφ», για να αντιμετωπίσουν την ανωτερότητα του Κόκκινου Στρατού και να αναχαιτίσουν τα χιλιάδες σοβιετικά τεθωρακισμένα.
Τον Μάιο του 1941, όταν ο Στάλιν ανέλαβε προσωπικά την πρωθυπουργία της Σοβιετικής Ένωσης, ο Μολότοφ υποβιβάστηκε σε πρώτο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης. Μετά την εισβολή του γερμανικού στρατού στη Σοβιετική Ένωση (Ιούνιος 1941) υπηρέτησε στην Επιτροπή Κρατικής Άμυνας (ειδικό Πολεμικό Υπουργικό Συμβούλιο), διαπραγματεύθηκε τη συμμαχία της ΕΣΣΔ με τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες (1942) και παρέστη στις Συμμαχικές Διασκέψεις της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943), της Γιάλτας (4 – 11 Φεβρουαρίου 1945), του Πότσνταμ (17 Ιουλίου – 2 Αυγούστου 1945), καθώς και στη Συνδιάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο (25 Απριλίου – 26 Ιουνίου 1945), κατά την οποία ιδρύθηκε ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).
Τον Μάρτιο 1949 ο Μόλοτοφ παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, ύστερα όμως από τον θάνατο του Στάλιν (Μάρτιος 1953) ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα αυτά, τα οποία και διατήρησε μέχρι την απόλυσή του (Ιούνιος του 1956), εξαιτίας της πολιτικής διαφωνίας του με τον ισχυρό άνδρα του Κρεμλίνου, Νικήτα Χρουστσόφ. Τον Νοέμβριο του 1956 διορίστηκε υπουργός Κρατικού Ελέγχου. Όταν προσχώρησε στην «αντικομματική ομάδα», η οποία επιχείρησε ανεπιτυχώς να ανατρέψει τον Χρουστσόφ τον Ιούνιο του 1957, έχασε όλα τα κομματικά και κρατικά αξιώματά του. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως πρεσβευτής στη Μογγολία και ως μόνιμος Σοβιετικός αντιπρόσωπος στη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας στη Βιέννη (1960-1961). Το 1962 αποσύρθηκε από την πολιτική. Το 1964 αποκαλύφθηκε ότι είχε διαγραφεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αποκαταστάθηκε ως μέλος του ΚΚΣΕ το 1984 από τον τότε ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Κονσταντίν Τσερνιένκο.
Ο Βιάτσεσλαβ Μολότοφ πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 1986 στη Μόσχα, σε ηλικία 96 ετών. Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, που είχε συναντηθεί αρκετές φορές μαζί του, τον χαρακτηρίζει στα «Απομνημονεύματά» του «άνδρα εξαιρετικής ευφυίας με κρύο αίμα και καρδιά, ο οποίος θα ήταν καλοδεχούμενος στην παρέα του Μαζαρίνου, του Ταϋλεράνδου και του Μέτερνιχ».

 

2005 – Αλέκος Αλεξανδράκης. Γιος δικηγόρου από τη Μάνη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης φοίτησε στο σχολείο Μπερζάν[2] και μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Το αγαπημένο του άθλημα ήταν η ξιφασκία και στα 15 έγινε μέλος της εθνικής ομάδας. Ένα χρόνο αργότερα μπήκε στη Σχολή Δοκίμων, θέλοντας να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού. Επιθυμούσε παράλληλα να σπουδάσει κινηματογραφική σκηνοθεσία στις ΗΠΑ. Μία παράσταση του Καρόλου Κουν με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη του άλλαξε τη ζωή. Παράλληλα, ο φίλος του και ηθοποιός Νίκος Καζής, σπουδαστής στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, τον παρακινεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή. Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό θέατρο και πέρασε πρώτος.
Ο Δημήτρης Χορν ήταν τόσο σίγουρος για το ταλέντο του Αλεξανδράκη, που είχε στοιχηματίσει για την επιτυχία του. Εκείνη την εποχή, η Κατερίνα Ανδρεάδη έψαχνε για έναν ζεν πρεμιέ για το έργο Φθινοπωρινή Παλίρροια. Ο νεαρός ηθοποιός την επισκέφτηκε με λουλούδια στο σπίτι της, μαζί με την Άννα Συνοδινού, και πήρε τον ρόλο.
Έκανε τα πρώτα του βήματα στο θέατρο στις 9 Ιουλίου του 1949 και άφησε καλές εντυπώσεις σε κριτικούς και κοινό, με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο να γράφει στην Καθημερινή: “Παρουσιάστε Όπλα! Επιτέλους ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο”. Εντύπωση έκανε και στον Φιλοποιμένα Φίνο, ο οποίος του πρότεινε να παίξει στον κινηματογράφο. Την ίδια κιόλας χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Δύο κόσμοι, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου. Ακολούθησαν αμέτρητες άλλες και όλοι συμφωνούσαν πως επρόκειτο για έναν μεγάλο ηθοποιό και τον μεγαλύτερο γόη της εποχής.
Εκτός από την ιδιότητα του θιασάρχη, που ξεκίνησε το 1956 και είχε για τουλάχιστον 35 χρόνια, ο Αλέκος Αλεξανδράκης σκηνοθέτησε θεατρικά έργα και ταινίες, όπως ο Θρίαμβος (1960) με τον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς και η νεορεαλιστική ταινία Συνοικία το όνειρο (1961), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά η προβολή της αρχικά απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της εποχής, για να κυκλοφορήσει μετά από καιρό μια λογοκριμένη έκδοση της ταινίας. Συνεργάστηκε με λαμπερές πρωταγωνίστριες όπως τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού, τη Μαίρη Χρονοπούλου και τη Ζωή Λάσκαρη.
Συνολικά πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες, μερικές εκ των οποίων είναι οι εξής: Ο Βαφτιστικός, Στέλλα, Το Νησί των Γενναίων, Ραντεβού στην Κέρκυρα, Δεσποινίς Διευθυντής, Δάκρυα για την Ηλέκτρα, Όμορφες Μέρες, Η Κόμησσα της Κέρκυρας, Η Μαρία της Σιωπής, Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο και Τα Παιδιά της Χελιδόνας.
Στο θέατρο υποδύθηκε σημαντικούς ρόλους σε παραστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι οι: Παράξενο ιντερμέτζο, Ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα, Ήταν όλοι τους παιδιά μου, Μαντάμα Μπατερφλάι, Η γυναίκα με τα μαύρα, Τέσσερα δωμάτια με κήπο, Έγκλημα και τιμωρία, Τα μεγάλα χρόνια και Ο γλάρος. Το 1994 ανέβασε με τη Μιμή Ντενίση τον Θείο Βάνια και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο, απ’ όπου είχε ξεκινήσει.
Επίσης, πρωταγωνίστησε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές με μεγάλη επιτυχία. Ο Παράξενος Ταξιδιώτης, που προβλήθηκε από την ΕΙΡΤ το 1972-73, γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία σε βαθμό να οδηγήσει την αντίπαλη σειρά, Ο Άγνωστος Πόλεμος, στο τέλος της. Το 1976 επέστρεψε στην τηλεόραση με την μεταφορά του μυθιστορήματος Γιούγκερμαν του Μ. Καραγάτση στην ΥΕΝΕΔ. Το 1979 προβλήθηκε η σειρά Οι Μυστικοί Αρραβώνες του Γρηγορίου Ξενόπουλου με τεράστια επιτυχία-αναδείχθηκε το δημοφιλίστερο πρόγραμμα της περιόδου. Μετά από μια περίοδο αποχής -και αφού μεσολάβησε η σειρά Ξενοδοχείο, που δεν συγκέντρωσε την αναμενόμενη τηλεθέαση- επέστρεψε με σειρές όπως: Ο Χαρτοπαίχτης, Ξενοδοχείο Αμόρε, Τμήμα Ηθών, Οι Δικηγόροι της Αθήνας, Ανατομία ενός εγκλήματος, Η Αίθουσα του Θρόνου, Να με Προσέχεις και άλλες.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories