Συνέβη 25 Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

25 Σεπτεμβρίου 2023

Είναι η 268η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 97 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:15 – Δύση ήλιου: 19:18 – Διάρκεια ημέρας: 12 ώρες 3 λεπτά
🌔  Σελήνη 10.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ευφροσύνη, Φροσύνη, Φρόσω, Ευφροσύνα και Έφη.

 

Γεγονότα

 

 

1833 – Με διάταγμα της Αντιβασιλείας αποφασίζεται η διάλυση των μοναστηριών, που έχουν λιγότερους από έξι μοναχούς. Ο αριθμός των μονών, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους ήταν πολύ μεγάλος. Δέον να ληφθεί υπόψη πως η Ελλάδα τότε, δεν είχε ούτε την σημερινή εδαφική έκταση ούτε τα σημερινά σύνορα. Η Πελοπόννησος, κάποια νησιά και ένα μέρος της Στερεάς Ελλάδας αποτελούσαν την τότε «Ελλάδα». Σ’ αυτή λοιπόν την Ελλάδα, η αρχιερατική Επιτροπή που περιόδευσε βρήκε 246 ανδρικές μονές. Σύμφωνα με τον Βαυαρό αντιβασιλέα Μάουρερ που επιτρόπευε του ανήλικου βασιλιά Όθωνα, οι ανδρικές μονές ανέρχονταν σε 400 και οι γυναικείες σε 30 – 40. Πάντως ο κατά το έτος 1833 αριθμός των μονών ήταν 463, από τις οποίες 445 ανδρικές και 18 γυναικείες. Ο αριθμός των μοναχών ήταν περίπου 3000 και των μοναζουσών 277 και τα εισοδήματα των μονών ήταν 600.000 δραχμές. Ο Μάουρερ είχε και εδώ διαφορετική άποψη – πιθανόν για τους δικούς του λόγους – και ανεβίβαζε ακριβώς τα έσοδα των μονών στις 2.149.980 δραχμές.
Πάντως είναι βέβαιο, πως οι κτηματικές περιουσίες των μονών ήταν παραμελημένες, τα εισοδήματα ξοδεύονταν χωρίς μέτρο από τους περισσότερους μοναχούς, η δε καθ’ όλα μοναχική κατάσταση ήταν τουλάχιστον δυσάρεστη. Έμπαινε λοιπόν επιτακτικά η ανάγκη για λήψη ειδικών προστατευτικών μέτρων τα οποία θα προστάτευαν την μοναστική περιουσία, μέτρα τα οποία είχε ήδη υποδείξει η εν Άργει Εθνική Συνέλευση και ο Υπουργός των Εσωτερικών, των Εκκλησιαστικών και της Δικαιοσύνης Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός.
Το 1833 διορίζεται ο Κωνσταντίνος Σχινάς μέλος στην επιτροπή εξακρίβωσης της οικονομικής κατάστασης της Εκκλησίας και των μοναστηριών καθώς και πρόεδρος της επιτροπής για την οργάνωση των σχολείων. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που διόρισε η Αντιβασιλεία και επίτροπος επικρατείας στην Ιερά Σύνοδο. Επί υπουργίας του λοιπόν, αποφασίζεται:
1. Να εκτεθούν σε δημοπρασία προς ενοικίαση τα κτήματα των μονών
2. Τα ιερά σκεύη, βιβλία κ.λ.π. να φυλαχθούν μέχρι νεότερης απόφασης από τους κατά τόπους επισκόπους
3. Τα κλειδιά των εγκαταλειμμένων μονών να δοθούν στον επίσκοπο, ο οποίος είχε την εντολή να φροντίζει για την λειτουργία του ναού που βρίσκονταν μέσα στη μονή μία φορά την βδομάδα ή τον μήνα.
Έτσι λοιπόν βρέθηκαν πολλά μοναστήρια, τα οποία είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς διότι α) εξαιρούνταν οι δόκιμοι μοναχοί, οι οποίοι ήταν ηλικίας κάτω των 25 ετών, β) πολλοί μοναχοί, φοβούμενοι την διάλυση της μονής τους, είχαν αναχωρήσει για μεγαλύτερες μονές, και γ) οι ίδιοι οι ηγούμενοι των μοναστηριών, επειδή φοβούνταν φορολογία των μονών, δεν ανέφεραν τον ακριβή αριθμό των μοναχών που εγκαταβιούσαν σε αυτά.

 

 

1926 – Ο Χένρι Φορντ ανακοινώνει στο προσωπικό της αυτοκινητοβιομηχανίας του την απόφασή του να καθιερώσει το οκτάωρο και την πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση. Θα μπορούσε να έχει κερδίσει μια θέση στην Ιστορία ως πρωτοπόρος μηχανικός. Ωστόσο, ο Χένρι Φορντ, ο οποίος κατασκεύασε το πρώτο Ι.Χ. προσιτό και στους μη προνομιούχους, το περίφημο Model T, κατάφερε όχι μόνο να οικοδομήσει μια βιομηχανική αυτοκρατορία, αλλά και να συνδέσει το όνομά του με μια ολόκληρη «κοινωνική μηχανική»: Ενα νέο μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής, εργασιακών σχέσεων και μαζικής κατανάλωσης, τον λεγόμενο «φορντισμό», που έμελλε να κυριαρχήσει στον παγκόσμιο καπιταλισμό για περισσότερο από μισό αιώνα.
Το 1914, ο Φορντ θορύβησε τη Γουόλ Στριτ υπερδιπλασιάζοντας τα μεροκάματα των εργατών του και καθιερώνοντας την πενθήμερη εβδομάδα με οκτάωρο, ενώ ο κανόνας ήταν εξαήμερη εβδομάδα με εννιάωρο. Η φιλοσοφία του «λαϊκού καπιταλισμού» του ήταν ότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα πετύχαινε κατακόρυφη αύξηση της παραγωγικότητας, θα συγκέντρωνε τα καλύτερα μυαλά και τα πιο επιδέξια χέρια και θα επέτρεπε στους εργάτες του να αγοράσουν τα αυτοκίνητα που παρήγαγαν. Παράλληλα, εισήγαγε την αλυσίδα συναρμολόγησης, που επέτρεψε τεράστια εξοικονόμηση χρόνου. Δύο δεκαετίες αργότερα, στις 14 Ιανουαρίου 1935, το περιοδικό ΤΙΜΕ κυκλοφορούσε με τον Χένρι Φορντ στο εξώφυλλό του, αφιερωμένο στον μηχανικό – επιχειρηματία που είχε επαναστατικοποιήσει την αμερικανική βιομηχανία. Φυσικά, τα κίνητρα του Φορντ δεν είχαν σχέση με κάποιον σοσιαλίζοντα ουμανισμό. Φανατικός εχθρός των συνδικάτων, συγκρότησε ολόκληρη ιδιωτική αστυνομία για να εμποδίσει την οργάνωση των εργατών του (κάτι που τελικά δεν κατάφερε να αποφύγει) και ένα ειδικό «Κοινωνιολογικό Τμήμα», που λειτουργούσε ως «αστυνομία σκέψης» των εργατών, στελεχωμένο με καταρτισμένους ψυχολόγους.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πήρε πασιφιστικές θέσεις, πιστεύοντας ότι η Αμερική δεν είχε καμία δουλειά να μπλέξει στο μακελειό των Ευρωπαίων, αντίθετα ότι η χώρα του (και ο ίδιος) θα κέρδιζε από την ουδετερότητα. Ωστόσο, όταν τελικά οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο, κατάφερε να αποκομίσει μεγάλα κέρδη από την πώληση πολεμοφοδίων. Στη δεκαετία του ’30, θυγατρικές της Ford είχαν εγκατασταθεί σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Ο Χίτλερ θαύμαζε ιδιαίτερα τον Φορντ (όχι μόνο για το βιομηχανικό του δαιμόνιο, αλλά και για τον αντισημιτισμό του) και είχε κρεμάσει πορτρέτο του στο γραφείο του. Τον Ιούλιο του 1938, πριν από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γερμανός πρόξενος στο Κλίβελαντ απένειμε στον Φορντ, με αφορμή τα γενέθλια των 75 του χρόνων, τον Μεγάλο Σταυρό του Γερμανικού Αητού, την υψηλότερη διάκριση της ναζιστικής Γερμανίας που προοριζόταν για ξένους υπηκόους.

 

 

1976 – Το συγκρότημα των U2 αποκτά «σάρκα και οστά» στο σπίτι του ντράμερ Λάρι Μάλεν στο Δουβλίνο. Οι U2 είναι ένα ιρλανδικό ροκ συγκρότημα από το Δουβλίνο , που δημιουργήθηκε το 1976. Το συγκρότημα αποτελείται από τους Bono (φωνητικά και ρυθμική κιθάρα), τους Edge (κωδική κιθάρα, πλήκτρα και φωνητικά), Adam Clayton (μπάσο) και Larry Mullen Jr. ( τύμπανα και κρουστά). Αρχικά ριζωμένο στο post-punk , το μουσικό στυλ των U2 εξελίχθηκε σε όλη τους την καριέρα, ωστόσο διατήρησε μια υμνική ποιότητα βασισμένη στα εκφραστικά φωνητικά του Bono και στα ηχητικά εφέ των Edge- βασισμένοι ήχοι κιθάρας. Οι στίχοι τους, συχνά διανθισμένοι με πνευματικές εικόνες, επικεντρώνονται σε προσωπικά και κοινωνικοπολιτικά θέματα. Δημοφιλές για τις ζωντανές εμφανίσεις τους, το γκρουπ έχει πραγματοποιήσει πολλές φιλόδοξες και περίτεχνες περιοδείες κατά τη διάρκεια της καριέρας τους.
Το συγκρότημα δημιουργήθηκε όταν τα μέλη ήταν έφηβοι μαθητές του Mount Temple Comprehensive School και είχαν περιορισμένες μουσικές γνώσεις και επάρκεια. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, υπέγραψαν με την Island Records και κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους άλμπουμ, Boy (1980). Οι επόμενες δουλειές τους, όπως το πρώτο τους νούμερο ένα άλμπουμ στο Ηνωμένο Βασίλειο, War (1983), και τα σινγκλ ” Sunday Bloody Sunday ” και ” Pride (In the Name of Love) ” βοήθησαν να εδραιωθεί η φήμη των U2 ως πολιτικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένης ομάδας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχαν γίνει γνωστοί παγκοσμίως για τη ζωντανή τους δράση, που τονίστηκε από την εμφάνισή τους στο Live Aid το 1985. Το πέμπτο άλμπουμ του γκρουπ, The Joshua Tree(1987), τους έκανε διεθνείς σούπερ σταρ και ήταν η μεγαλύτερη κριτική και εμπορική επιτυχία τους. Κατακτώντας τα κορυφαία μουσικά τσαρτ σε όλο τον κόσμο, παρήγαγε τα μοναδικά μέχρι σήμερα σινγκλ τους στις ΗΠΑ: ” With or Without You ” και ” I Still Haven’t Found What I’m Looking For “.
Αντιμετωπίζοντας τη δημιουργική στασιμότητα και την αντίδραση στο ντοκιμαντέρ/διπλό άλμπουμ τους, Rattle and Hum (1988), οι U2 εφευρέθηκαν εκ νέου τη δεκαετία του 1990. Ξεκινώντας με το αναγνωρισμένο έβδομο άλμπουμ τους, Achtung Baby (1991) και την περιοδεία Zoo TV Tour με ένταση πολυμέσων , το συγκρότημα ακολούθησε μια νέα μουσική κατεύθυνση επηρεασμένη από την εναλλακτική ροκ , την ηλεκτρονική χορευτική μουσική και την industrial μουσική , και αγκάλιασαν μια πιο ειρωνική, απερίγραπτη εικόνα. Αυτός ο πειραματισμός συνεχίστηκε μέσω του ένατου άλμπουμ τους, Pop (1997) και της περιοδείας PopMart , που είχαν μεικτές επιτυχίες. Οι U2 ανέκτησαν την κριτική και εμπορική εύνοια με τους δίσκουςAll That You Can’t Leave Behind (2000) και How to Dismantle an Atomic Bomb (2004), που καθιέρωσαν έναν πιο συμβατικό, mainstream ήχο για το γκρουπ. Η περιοδεία τους U2 360° του 2009–2011 σημείωσε ρεκόρ για την περιοδεία συναυλιών με τις περισσότερες επισκέψεις και τις περισσότερες εισπράξεις , τα οποία ξεπέρασαν και τα δύο το 2019. Το γκρουπ κυκλοφόρησε πιο πρόσφατα τα συνοδευτικά άλμπουμ Songs of Innocence (2014) και Songs of Experience ( 2017), το πρώτο από τα οποία δέχθηκε κριτική για τη διάχυτη, χωρίς κόστος κυκλοφορία του μέσω του iTunes Store .
Οι U2 έχουν κυκλοφορήσει 14 στούντιο άλμπουμ και είναι ένας από τους καλλιτέχνες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στον κόσμο , έχοντας πουλήσει περίπου 150–170 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως. [1] Έχουν κερδίσει 22 βραβεία Grammy , περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα, και το 2005, εισήχθησαν στο Rock and Roll Hall of Fame κατά τον πρώτο χρόνο συμμετοχής τους. Το Rolling Stone κατέταξε τους U2 στο νούμερο 22 στη λίστα με τους «100 καλύτερους καλλιτέχνες όλων των εποχών» . [2] Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας τους, ως συγκρότημα και ως άτομα, έχουν αγωνιστεί για λόγους ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κοινωνικής δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένης της Διεθνούς Αμνηστίας , Jubilee 2000 , του ONE /Καμπάνιες DATA , Product Red , War Child και Music Rising .

 

 

Γεννήσεις

 

 

1897 – Γουίλιαμ Φόκνερ (William Cuthbert Falkner, 25 Σεπτεμβρίου 1897 – 6 Ιουλίου 1962) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης του Αμερικανικού Νότου.
Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, ποιήματα, δοκίμια και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα μυθιστορήματά του που όλα διαδραματίζονται στο λογοτεχνικό σύμπαν της κομητείας Γιοναπατόφα του Μισισιπή που δημιούργησε ο συγγραφέας. Αν και άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του από την δεκαετία του 1920, έγινε διάσημος με την κατάκτηση του Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Με τα χρήματα του Βραβείου δημιούργησε το Ίδρυμα Γουίλιαμ Φώκνερ, που έδινε υποτροφίες σε νέους αξιόλογους Αμερικανούς συγγραφείς.
Όλα σχεδόν τα έργα του έχουν αποσπάσει βραβεία, με σημαντικότερα τα δύο Πούλιτζερ που κατέκτησε το 1954 και το 1962, με τα μυθιστορήματά του Ο φαύνος (A Fable) και Οι κλέφτες (The Reivers) αντίστοιχα. Ο φαύνος έχει τιμηθεί και με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ (National Book Award). Το μυθιστόρημά του Η βουή και η μανία συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στα 100 αριστούργηματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Αλλά και τα μυθιστορήματά του Φως τον Αύγουστο, Καθώς ψυχορραγώ και Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! έχουν ενταχθεί σε παρόμοιες λίστες. Το 1962 τιμήθηκε με το «Χρυσό Μετάλλιο Λογοτεχνίας» της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. Προς τιμήν του, έχει θεσμοθετηθεί και το σημαντικό Βραβείο PEN/Faulkner.

 

 

1949 – Πέδρο Αλμοδόβαρ Γεννήθηκε στο Calzada de Calatrava στην περιοχή του Αλμάγρο στην Ισπανία.[10] Σε ηλικία 8 ετών παρακολούθησε καθολικό σχολείο. Οι εμπειρίες του από το σχολείο αυτό και από τους εκκλησιαστικούς θεσμούς σε συνδυασμό με τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη, αποτέλεσαν την έμπνευση για την ταινία του Κακή εκπαίδευση (2004). Στα 16 του μετακόμισε στη Μαδρίτη και ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές του ποδαριού, αφού λόγω της δικτατορίας του Φράνκο ο ισπανικός κινηματογράφος δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένος.[11] Στη συνέχεια δούλεψε για 12 χρόνια στον ισπανικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών και έτσι κατάφερε να αγοράσει την πρώτη του κάμερα, μια Super 8. Τα χρόνια εκείνα δούλεψε σε θεατρικές ομάδες, ίδρυσε το σατιρικό πανκ-ροκ συγκρότημα Almodovar y McNamara και γύρισε πολλές χιουμοριστικές ταινίες σε super 8,[12] τις οποίες παρουσίαζε σε ιδιωτικές προβολές. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία είναι το Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια[13] που ολοκληρώθηκε με πολλές δυσκολίες το 1980. Ακολούθησαν πολλές ταινίες,στις οποίες υπογράφει ο ίδιος και το σενάριο, που έφεραν και τη διεθνή αναγνώριση για το σκηνοθέτη.

 

 

1953 – Δημήτρης Παπαγγελόπουλος(Αθήνα, 1953) είναι Έλληνας πολιτικός, πρώην δικαστικός, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης. Ακολούθησε σταδιοδρομία στο δικαστικό σώμα, εισερχόμενος στον εισαγγελικό κλάδο το 1983. Υπηρέτησε ως εισαγγελέας στις εισαγγελίες πρωτοδικών Κορίνθου και Αθηνών, καθώς και στην εισαγγελία Εφετών Αθηνών, ενώ κατά την περίοδο 2003 – 2006 διετέλεσε προϊστάμενος[1] της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Το 2006 τοποθετήθηκε εποπτεύων εισαγγελέας στην Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής και εν συνεχεία και πρόεδρος του Συμβουλίου Συντονισμού Ανάλυσης και Ερευνών (αρμόδιος εισαγγελέας για την τρομοκρατία). Στις 14 Ιουλίου 2009 παραιτήθηκε από αντεισαγγελέας Εφετών για να τοποθετηθεί διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 13 Οκτωβρίου 2009.
Ως εισαγγελέας είχε αναλάβει σημαντικές υποθέσεις όπως τη διερεύνηση των φερόμενων ως παράνομων χρηματοδοτήσεων προς τη Νέα Δημοκρατία (υπόθεση MAYO, μπήκε στο αρχείο το 2002), τη διερεύνηση του τροχαίου ατυχήματος των Κεντέρη – Θάνου, την υπόθεση των υποκλοπών, την υπόθεση της απαγωγής των Πακιστανών και άλλες. Για τον χειρισμό του σε αυτές τις υποθέσεις έχει επικριθεί από μερίδα του τύπου για απραξία. Ως προϊστάμενος της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών είχε δεχτεί σφοδρή κριτική από το ΠΑΣΟΚ για συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία σχετικά με σκάνδαλο υποκλοπών ενώ κριτική έχει δεχτεί και από τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ Γιώργο Καρατζαφέρη.

 

 

 

Θάνατοι

 

 

1849 – Νικήτας Σταματελόπουλος. Γεννήθηκε το 1781 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας, στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Καλαμάτας, όπως μας διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης [1]. Στη σελ. 1 αναφέρει: «Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα έναν Τούρκο στο Λεοντάρι.».
Διωγμένος και επικηρυγμένος ο πατέρας του, κατέφυγε σε μικρό συνοικισμό του Λεονταρίου, το σημερινό χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης. Εκεί γεννήθηκαν οι γιοι του Νικόλαος και Γιάννης (1805), αδέλφια του Νικηταρά. Ο Γιάννης θανατώθηκε βάναυσα από τους Τούρκους το 1816 μαζί με τον πατέρα του Σταματέλο στη Μονεμβασιά και αγιοκατατάχθηκε αργότερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας.
Ο Νικηταράς από πολύ νεαρή ηλικία εντάχθηκε ως “μπουλουξής” (επικεφαλής μπουλουκιού) στο σώμα του περιώνυμου κλέφτη Ζαχαριά, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Το 1805, μετά το διωγμό των κλεφταρματολών του Μοριά, πήγε στη Ζάκυνθο που τότε την κατείχαν Ρώσοι. Εκεί εντάχθηκε στα Τάγματα που είχαν ιδρυθεί και πολέμησε στην Ιταλία εναντίον του Ναπολέοντα. Αργότερα επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους που τα είχαν καταλάβει με την Συνθήκη του Τίλσιτ. Το 1808, επέστεψε στο Μοριά μαζί με τον θείο του Κολοκοτρώνη για να βοηθήσει τον Αλή Φαρμάκη, που τον καταδίωκε ο Βελή πασάς. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με τη στρατολογία Αλβανών Τσάμηδων, στο πλαίσιο του σχεδίου των Γάλλων για τη δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Βρετανούς, κατατάχθηκε ως αξιωματικός στα Ελληνικά Τάγματα υπό τον Ρίτσαρντ Τσωρτς και εστάλη στη νότια Ιταλία, για να πολεμήσει τον Βοναπάρτη. Όταν τα Τάγματα διαλύθηκαν παρέμεινε στη Ζάκυνθο.
Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη.
Ο Νικηταράς δεν κράτησε το οικογενειακό επώνυμο Σταματέλος, αλλά το έτος 1818, μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία, το υποκοριστικό Σταματελόπουλος. Το παράδειγμά του ακολούθησε και ο αδελφός του Νικόλας. Στον ελληνικό λαό όμως έμεινε με το αγαπημένο του προσωνύμιο Νικηταράς, που του αποδόθηκε μετά τη Μάχη στα Δερβενάκια και υιοθέτησε ως επώνυμο ο γιος του Ιωάννης μετά το 1854.

 

 

1970 – Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Από εργατική οικογένεια, επιστρατεύτηκε σε ηλικία 18 ετών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο. Τον Ιούλιο του 1917 τραυματίστηκε σοβαρά και έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου σε στρατιωτικό νοσοκομείο στη Γερμανία.
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ έζησε τη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα πεδία των μαχών γι’ αυτό και η γραφή του είναι βιωματική, σπαρακτική. Ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα μέχρι το 1929, οπότε δημοσιεύτηκε το περίφημο μυθιστόρημά του Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο, ένα αντιπολεμικό έργο κλασικό στο είδος του, όπου περιέγραφε τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Το μυθιστόρημα αυτό, με το οποίο ο Ρεμάρκ έγινε διάσημος παγκοσμίως, μεταφράστηκε σε 45 γλώσσες και γυρίστηκε και κινηματογραφική ταινία.
Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, όπου και έζησε –με διαλείμματα διαμονής στην Γαλλία- μέχρι το 1939. Το 1933 οι Ναζί απαγόρευσαν και έκαψαν τα βιβλία του. Το 1939 έφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες[4] και το 1943 η αδελφή του, που είχε παραμείνει στη Γερμανία, συνελήφθη, καταδικάστηκε ως ηττοπαθής και αποκεφαλίστηκε.
Το 1948 ο Ρεμάρκ επέστρεψε στην Ελβετία όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Τα βιβλία του γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Το 1958, μετά το δεύτερο διαζύγιο με την πρώτη γυναίκα του, παντρεύτηκε την ηθοποιό Πωλέτ Γκοντάρ (Paulette Goddard).

 

 

2003 – Φράνκο Μοντιλιάνι. Ο Φράνκο Μοντιλιάνι γεννήθηκε στη Ρώμη, στο πανεπιστήμιο της οποίας και φοίτησε, αλλά εγκατέλειψε σε ηλικία 21 ετών την Ιταλία εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του και των αντιφασιστικών του απόψεων. Κατέφυγε πρώτα στο Παρίσι με την οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του Σερένα, η οποία έγινε σύζυγός του το 1939, και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Από το 1942 ως το 1944 δίδαξε βοηθητικά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και στο Κολέγιο Μπαρντ οικονομικά και στατιστική. Το 1944 απέκτησε το διδακτορικό του στις κοινωνικές επιστήμες (D.Soc.Sci.) από τη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών, υπό την επίβλεψη του Τζέικομπ Μάρσακ. Ο Μοντιλιάνι έγινε Αμερικανός πολίτης το 1946 και το 1948 διορίσθηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στην Ουρμπάνα-Σαμπέιν.
Η πραγματική συνεισφορά του ωστόσο στην οικονομική επιστήμη άρχισε όταν έγινε καθηγητής στη Μεταπτυχιακή Σχολή Βιομηχανικής Διοικήσεως (σημ. Tepper School of Business) του Πανεπιστημίου Κάρνεγκι Μέλον στη δεκαετία του 1950 και στις αρχές της επόμενης, με δύο σημαντικά επιτεύγματα: Μαζί με τον Μέρτον Μίλερ διατύπωσαν το σημαντικό Θεώρημα Μοντιλιάνι–Μίλερ (1958), αποδεικνύοντας ότι, υπό ορισμένες παραδοχές, η αξία μιας εταιρείας δεν επηρεάζεται από το αν χρηματοδοτείται από πώληση μετοχών (equity) ή δάνεια.
Ο Μοντιλιάνι διετύπωσε επίσης την «υπόθεση του κύκλου ζωής» (life-cycle hypothesis), η οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει το επίπεδο αποταμιεύσεων σε μία οικονομία. Πρότεινε ότι οι καταναλωτές θέλουν να διατηρούν ένα σταθερό επίπεδο καταναλώσεως σε όλη τη ζωή τους, π.χ. αποταμιεύοντας κατά τα έτη που εργάζονται και ξοδεύοντας από τα αποταμιευμένα κατά τα έτη που είναι συνταξιούχοι.
Το 1962 έγινε καθηγητής στο ΜΙΤ, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Ο Μοντιλιάνι έγραψε μαζί με τον Frank J. Fabozzi του Γέιλ τα συγγράμματα “Foundations of Financial Markets and Institutions” και “Capital Markets: Institutions and Instruments”. Μία συλλογή των δημοσιεύσεών του βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη Rubenstein στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ. Απεβίωσε στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories