19 Δεκεμβρίου 2023
Είναι η 354η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 12 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:36 – Δύση ήλιου: 17:08 – Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 32 λεπτά
🌘 Σελήνη 25.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αγλαΐα και Άρη
Γεγονότα
1843 – Ο άγγλος συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς εκδίδει το διήγημα «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (A Christmas Carol). Την παραμονή κάποιων Χριστουγέννων, ο Σκρουτζ δέχεται έναν απρόσκλητο επισκέπτη. Είναι το φάντασμα του νεκρού συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ, τσιγκούνη και μίζερου, όπως ο Σκρουτζ, που τον προειδοποιεί να αλλάξει χαρακτήρα για να μην έχει την ίδια κατάληξη με αυτόν. Στη συνέχεια, τον επισκέπτονται τα τρία φαντάσματα των Χριστουγέννων και του υποδεικνύουν τα λάθη του, βοηθώντας τον να αγγίξει τη μετάνοια. Μετά την εμπειρία αυτή, ο πρώην εκμεταλλευτής Σκρουτζ αλλάζει άρδην τη συμπεριφορά του και μετατρέπεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης του.
Ο Κάρολος Ντίκενς (Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 – 9 Ιουνίου 1870), γνωστός και ως Τσαρλς Ντίκενς, ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος. Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και κριτικούς της κοινωνίας. Επινόησε ορισμένους από τους γνωστότερους διεθνώς φανταστικούς χαρακτήρες και θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της βικτωριανής εποχής[24]. Τα έργα του έχαιραν άνευ προηγουμένου δημοτικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ αυτή η δημοφιλία διατηρείται και σήμερα τόσο για τα μυθιστορήματα όσο και για τα διηγήματά του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα όπως και οι ακαδημαϊκοί τον έχουν αναγνωρίσει ως μια λογοτεχνική διάνοια.
1894 – Αρχίζει η Δίκη Ντρέιφους. Ο γαλλοεβραίος αξιωματικός του πυροβολικού Άλφρεντ Ντρέιφους κατηγορείται -αδίκως όπως θα αποδειχθεί- για προδοσία. Η υπόθεση πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις. Έγινε πολιτικό και ιδεολογικό λάβαρο, δίχασε βαθιά τη Γαλλία, συντάραξε τα θεμέλια της Γαλλικής Δημοκρατίας, και έφερε στο φως δηλητηριώδεις χυμούς που διαπότιζαν το σώμα της γαλλικής κοινωνίας, όπως π.χ. το ανερχόμενο κύμα αντισημιτισμού. Ο στρατός, όταν διαπίστωσε το λάθος, χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να το συγκαλύψει. Στο πλευρό του Ντρέιφους τάχθηκαν προοδευτικοί πολιτικοί, σοσιαλιστές και διανοούμενοι, όπως ο Εμίλ Ζολά, ο οποίος στις 13 Ιανουαρίου του 1898 δημοσίευσε στην εφημερίδα «L’ Aurore» μια ανοιχτή επιστολή προς τον πρόεδρο της χώρας, υπό τον τίτλο «Κατηγορώ».
Η Υπόθεση Ντρέιφους, ή Ντρέυφους, (γαλλικά: Affaire Dreyfus) υπήρξε ένα τεράστιο στρατιωτικοπολιτικό σκάνδαλο κατασκοπείας και ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες διεθνώς δικαστικές πλάνες που συντάραξε τη Γαλλία επί δώδεκα χρόνια, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε, περισσότερο προπαγανδιστικά, και σαν η πρώτη πολύ σοβαρή ένδειξη του επερχόμενου αντισημιτισμού στην Ευρώπη κατά τον 20ο αιώνα, που ίσως και ν’ αποτελούσε ένα παρακλάδι της γενικότερης ανησυχίας, ενώ οι κύριοι λόγοι ήταν πολύ βαθύτεροι, προερχόμενοι κυρίως από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη στη Γαλλία, (της Γ΄ Δημοκρατίας), όπου ένα απλό επεισόδιο του πολέμου μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών αναδείχθηκε σε μέγα δικαστικό κυκεώνα. Το όνομα της υπόθεσης αυτής λήφθηκε από το κεντρικό πρόσωπο αυτής, που ήταν ο Γάλλος λοχαγός Άλφρεντ Ντρέιφους.
1948 – Τίθεται σε εφαρμογή από τις κυβερνητικές δυνάμεις το σχέδιο «Περιστερά» για την εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού» (ΔΣΕ). Στην εκστρατεία παίρνουν μέρος 45.000 άνδρες του στρατού, υπό τον στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο.
Η επιχείρηση «Περιστερά» διήρκεσε από τις 22 Δεκεμβρίου 1948 μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1949. Στόχος της ήταν η εκκαθάριση της Πελοποννήσου, ενόψει της μεγάλης επιθετικής προσπάθειας που σκόπευε να αναλάβει ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) στο Βίτσι, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη στην Πελοπόννησο και να εξοικονομηθούν δυνάμεις για τις κύριες επιχειρήσεις.
Ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο διέθετε την ΙΙΙ μεραρχία με τις 22η και 55η ταξιαρχίες, την σχολή αξιωματικών Πελοποννήσου, με τα αρχηγεία Ερύμανθου, Αροάνιων, Μαίναλου, Ταϋγέτου και Πάρνωνα, τα κατά τόπους έμπεδα και την τοπική Αυτοάμυνα. Συνολικά οι δυνάμεις αυτές αριθμούσαν περί τους 5-6.000 άνδρες και γυναίκες. Από αυτούς όμως περίπου 2.500 –2.800 ήταν μάχιμοι.
1965 – Ο στρατηγός Σαρλ Ντε Γκολ επανεκλέγεται στο αξίωμα του προέδρου της Γαλλίας. Αντίπαλός του, ο μετέπειτα σοσιαλιστής πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν. Στόχος του Ντε Γκολ εξαρχής ήταν να αναδείξει τη Γαλλία σε παγκόσμια δύναμη. Για το σκοπό αυτόν απέκλινε από την πολιτική των άλλων δυτικών χωρών. Αναγνώρισε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ανέπτυξε καλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, πραγματοποίησε ανοίγματα στον αραβικό κόσμο και στη Λατινική Αμερική. Το 1966 απέσυρε τις γαλλικές δυνάμεις από το ΝΑΤΟ, διότι θεώρησε τον τρόπο λήψης των αποφάσεων μειωτικό για τη Γαλλία.
Έλαβε αρνητική θέση στην είσοδο της Αγγλίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (νυν Ευρωπαϊκή Ένωση), ενώ αντιθέτως κατέβαλε έντονες προσπάθειες για τη βελτίωση των γαλλογερμανικών σχέσεων και τη στενή οικονομική συνεργασία με την άλλοτε μεγάλη αντίπαλο της χώρας του. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και κατέστησε τη Γαλλία πυρηνική δύναμη (1960). Καταδίκασε την αμερικανική πολιτική στο Βιετνάμ και υποστήριξε την ανεξαρτητοποίηση της γαλλόφωνης επαρχίας του Κεμπέκ στον Καναδά.
1980 – Πυρπολούνται τα πολυκαταστήματα Μινιόν και Κατράντζος. Το συμβάν αποδίδεται σε τρομοκρατική ενέργεια. Οι εμπρησμοί στα πολυκαταστήματα «Κατράντζος» και «Μινιόν» ήταν μόνο η αρχή. Το εφιαλτικό σκηνικό επαναλήφθηκε στις 3 Ιουνίου 1981 με την ταυτόχρονη πυρπόληση των πολυκαταστημάτων «Κλαουδάτος» και «Ατενέ» και σε μικρότερη έκταση στις 4 Ιουλίου στον «Δραγώνα» και τρεις μέρες αργότερα στο πολυκατάστημα «Λαμπρόπουλος» στον Πειραιά. Το μπαράζ αυτό των εμπρηστικών επιθέσεων έβαλε την «ταφόπλακα» στο ελληνικό λιανεμπόριο και οδήγησε στην εισβολή των ξένων πολυκαταστημάτων στη χώρα μας.
Θέση για τη διπλή εμπρηστική επίθεση της 19ης Δεκεμβρίου πήρε και ο ΕΛΑ, που κατήγγειλε όσους είχαν αποχωρήσει από τις τάξεις του. Μάλιστα, αποκάλυψε στο περιοδικό «Αντιπληροφόρηση» ότι η εμπρηστική ουσία έχει εισαχθεί από την Ολλανδία και χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση της φωτιάς σε πετρελαιοπηγές. Κριτική στο διπλό τρομοκρατικό χτύπημα άσκησε και η 17Ν. Με προκήρυξή της, που δημοσιοποιήθηκε στις 24 Ιουλίου 1981, υποστήριξε ότι ήταν «επιχειρησιακά ασυντόνιστες, όχι κατάλληλα προετοιμασμένες και πολιτικά επιβλαβείς».
Μέχρι σήμερα, οι δύο υποθέσεις εμπρησμών στα πολυκαταστήματα «Κατράντζος» και «Μινιόν», όπως και οι άλλες τέσσερις που ακολούθησαν, παραμένουν ανεξιχνίαστες και έχουν παραγραφεί δικαστικά.
1997 – Κάνει πρεμιέρα στις αμερικανικές αίθουσες η ταινία του Τζέιμς Κάμερον «Τιτανικός», που είναι η πρώτη σε εισπράξεις στην ιστορία του κινηματογράφου. Η αγάπη του Κάμερον για τα ναυάγια οδήγησε στη δημιουργία του Τιτανικού και εμπνεύστηκε την ερωτική ιστορία με σκοπό να δεσμεύσει το κοινό με την πραγματική τραγωδία. Η παραγωγή της ταινίας ξεκίνησε το 1995, όταν ο Κάμερον τράβηξε κάποια πλάνα από τον πραγματικό Τιτανικό. Έτσι ξεκίνησε η ανακατασκευή του πλοίου και με ηλεκτρονικούς υπολογιστές αναδημιούργησαν το βύθισμα. Η ταινία χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τη 20th Century Fox και την Paramount Pictures και μέχρι τότε ήταν η πιο ακριβή παραγωγή που έγινε ποτέ, με προϋπολογισμό 200 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Τιτανικός (επίσημο όνομα: RMS Titanic) ήταν βρετανικό επιβατηγό υπερωκεάνιο που ανήκε στον στόλο της White Star Line, το οποίο βυθίστηκε στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό στις 15 Απριλίου 1912 μετά από σύγκρουση με ένα παγόβουνο κατά το παρθενικό ταξίδι του από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη. Η βύθισή του, προκάλεσε τον θάνατο πάνω από 1.505 ατόμων σε ένα από τα πιο θανατηφόρα ναυτικά δυστυχήματα σε καιρό ειρήνης στη σύγχρονη ιστορία. Το πλοίο RMS Titanic ήταν το μεγαλύτερο πλοίο εν πλω όταν εισήλθε σε υπηρεσία. Ο Τιτανικός ήταν το δεύτερο από τρία υπερωκεάνια της κλάσης Olympic που χρησιμοποιούσε η White Star Line (Τα άλλα δύο ήταν το RMS Olympic και το RMS Britannic (Βρεταννικός), και κατασκευάστηκε από το ναυπηγείο Harland and Wolff στο Μπέλφαστ με ναυπηγό αρχιτέκτονα τον Τόμας Άντριους. Ο Άντριους έχασε τη ζωή του στο ναυάγιο. Στο παρθενικό του ταξίδι μετέφερε 2.224 επιβάτες και πλήρωμα.
Γεννήσεις
1911 – Νικηφόρος Βρεττάκος. Eίναι ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές. Ο «ποιητής του φωτός και της αγάπης», όπως αποκλήθηκε, εξέφρασε με το έργο του το πανανθρώπινο όραμα της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης. Γραμματολογικά εντάσσεται στη γενιά του ‘30.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1911 στις Κροκεές Λακωνίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα. Αφού ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Γύθειο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1929 για να ξεκινήσει πανεπιστημιακές σπουδές. Οικονομικοί και οικογενειακοί λόγοι όμως τον ανάγκασαν να εργαστεί ως υπάλληλος σε τεχνική εταιρεία και να εγκαταλείψει το όνειρό του για πανεπιστημιακές σπουδές. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική συλλογή «Κάτω από σκιές και φώτα», η οποία απέσπασε αμέσως την προσοχή της κριτικής.
Τη δεκαετία του ‘30 ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός με 6 ποιητικές συλλογές, από τις οποία ξεχωρίζουν «Η Επιστολή του Κύκνου» (1937) και «Το Ταξίδι του Αρχάγγελου» (1938), με τις οποίες πραγματοποιεί μία στροφή στην ποίησή του και απομακρύνεται από το κλίμα του «καρυωτακισμού», όπως διαπιστώνει η κριτική. Την ίδια χρονιά παρουσιάζει και το πρώτο του πεζό, με τίτλο «Το γυμνό παιδί».
Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Την ίδια περίοδο ανέλαβε την αρχισυνταξία του λογοτεχνικού περιοδικού της Αριστεράς «Ελεύθερα Γράμματα», αλλά θα απολυθεί και διαγραφεί από το ΚΚΕ, εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» (1949).
Παράλληλα με το λογοτεχνικό του έργο εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Αλλαγή», «Ανεξάρτητος Τύπος», «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Καθημερινά Νέα», «Μάχη», «Ώρα» και στα περιοδικά «Επιστήμη και Ζωή» και «Ελληνικά Χρονικά».
Το 1955 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1955-1959) και ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση, με την ίδρυση του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, του Ιστορικού Αρχείου, της Φιλαρμονικής Πειραιώς, και της Δημοτικής Πινακοθήκης.
Το 1956 δημοσίευσε τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα ποιήματα 1929-1951», για τον οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1958, ύστερα από μία επίσκεψή του στη Σοβιετική Ένωση, δημοσίευσε σειρά άρθρων στην «Επιθεώρηση Τέχνης», για τα οποία κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του εμφυλιοπολεμικού νόμου 509/47, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα. Οι εντυπώσεις του από το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση περιέχονται στο βιβλίο του «Ο ένας από τους δύο κόσμους». Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο, με παρέμβαση του υφυπουργού Παιδείας Λουκή Ακρίτα.
Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών (1967), ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία απ’ όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη.
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης και το 1982 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (το τρίτο της ποιητικής του διαδρομής) για την ποιητική σύνθεση «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη». Στις 26 Φεβρουαρίου 1986 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Δηλωτικό της αξίας του έργου του είναι ότι είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγο προτού πεθάνει αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, το γελαστό βλέμμα και τη μεγάλη καρδιά, έφυγε χαρούμενος, ατενίζοντας τον αγαπημένο του Ταΰγετο, στις 4 Αυγούστου 1991, από το οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα Λακωνίας.
1915 – Εντίθ Πιαφ, γαλλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός. Η ερμηνεία της στο σανσόν (γαλλική μπαλάντα), που αντικατόπτριζε τις τραγωδίες της προσωπικής της ζωής, της χάρισε παγκόσμια φήμη. Μεγάλες της επιτυχίες, τα χιλιοτραγουδισμένα «La vie en rose» και «Non, je ne regrette rien». H Eντίτ Zιοβανά Γκασιόν, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου του 1915. Ο πατέρας της ήταν ακροβάτης δρόμου και η μητέρα της τραγουδίστρια σε καφέ. Εγκατέλειψαν αμφότεροι τη μικρή Εντίθ, η οποία μεγάλωσε με τη γιαγιά της, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής στη Νορμανδία. Σε ηλικία οκτώ ετών, η Eντίθ τυφλώθηκε από μηνιγγίτιδα, ωστόσο ξαναβρήκε το φως της τέσσερα χρόνια αργότερα. Στα εφηβικά της χρόνια, την πήρε κοντά του ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης σε τσίρκο, και την έβαζε να τραγουδάει για να συμπληρώνει το «νούμερό» του. Εκεί την ανακάλυψε ένας ιδιοκτήτης καμπαρέ και της έδωσε την πρώτη της δουλειά σε νυχτερινό κέντρο. Ο ίδιος την παρότρυνε να μετονομασθεί σε Πιάφ, που στην παρισινή αργκό σημαίνει σπουργίτι.
Όταν ξέσπασε ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η λεπτοκαμωμένη Εντίθ Πιάφ ήταν ήδη διάσημη. Μία φωνή που παρηγορούσε τους Γάλλους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της εθνικής ταπείνωσης. Μετά το τέλος του πολέμου, η φήμη της ανέβηκε στα ύψη. Τα επόμενα χρόνια έκανε περιοδείες στην Ευρώπη, στη Νότια Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το απλό, μα δραματικό της ύφος και η βραχνή, τρυφερή φωνή, την έκαναν παγκόσμια αγαπητή.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946 η Εντίθ Πιάφ εμφανίζεται στην Αθήνα, στο «Θέατρο Κοτοπούλη». Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην ελληνική πρωτεύουσα, η 31χρονη τότε γαλλίδα τραγουδίστρια γνωρίζει τον 25χρονο ηθοποιό Δημήτρη Χορν και τον ερωτεύεται σφοδρά, χωρίς όμως ανταπόκριση. Στη συνέχεια ερωτεύεται τον πυγμάχο Μαρσέλ Σερντάν και η σχέση τους θα απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα του τύπου. Για κακή της τύχη, ο Σερντάν θα σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα, τον Οκτώβριο του 1949.
Το 1952 θα παντρευτεί για πρώτη φορά, τον συμπατριώτη της ηθοποιό και τραγουδιστή Ζακ Πιλς (1906-1970), με κουμπάρα τη Μάρλεν Ντίτριχ. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 1957, χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Εντίθ Πιάφ θα γνωρίσει τον έλληνα κομμωτή και τραγουδιστή Θεοφάνη Λαμπούκα (1936-1970), είκοσι χρόνια μικρότερό της. Θα τον ερωτευτεί παθιασμένα και θα παντρευτούν το 1962. Η Πιάφ θα του δώσει το παρατσούκλι Τεό Σαγαπό (Theo Sarapo στα γαλλικά), με το οποίο θα γίνει γνωστός ως τραγουδιστής στο γαλλικό κοινό.
Παρά την επιτυχία της, στη ζωή της δεν κυριάρχησε το ρόδινο χρώμα. Το ιατρικό ιστορικό της περιλαμβάνει τραυματισμούς σε τροχαία, κούρες αποτοξίνωσης, επτά εγχειρήσεις και μία απόπειρα αυτοκτονίας. Άρρωστη και καταβεβλημένη, η Εντίθ Πιάφ έφυγε από τη ζωή στις 10 Οκτωβρίου 1963, προτού καν συμπληρώσει τα 48 της χρόνια.
1924 – Μισέλ Τουρνιέ, γάλλος συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1924 στο Παρίσι. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία, καθώς ο πατέρας του είχε εκδοτική επιχείρηση που διαχειριζόταν τα συγγραφικά δικαιώματα των πελατών του. Φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία και σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στη Σορβόνη, επηρεασμένος από το έργο φιλοσόφων, όπως ο Γκαστόν Μπασελάρ και ο Ζαν Πολ Σαρτρ. Συνέχισε τις σπουδές του στη φιλοσοφία και την παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης στη Γερμανία, όντας γνώστης της γερμανικής από τα νεανικά του χρόνια. Αποφοίτησε το 1950, έχοντας εκπονήσει τη διατριβή του για πτυχές του έργου του Πλάτωνα. Είχε στόχο να γίνει καθηγητής φιλοσοφίας, αλλά απέτυχε δύο φορές στις σχετικές εξετάσεις.
Από το 1950 έως το 1954 εργάστηκε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση ως κειμενογράφος και παραγωγός και από το 1958 έως το 1968 ως επικεφαλής του εκδοτικού οίκου Plon, από τον οποίο απολύθηκε όταν υποστήριξε την απεργία των υφισταμένων του. Παράλληλα, παρουσίαζε την τηλεοπτική εκπομπή «La Chambre Noir» με θέμα τη φωτογραφία, της οποίας ήταν βαθύς γνώστης. Το ίδιο διάστημα έγραφε για το περιοδικό «Nouvelles Littéraires» και μετέφρασε στα γαλλικά τα μυθιστορήματα Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Σε μία κατοπινή συνέντευξή του, ο Τουρνιέ περιγράφει αυτή την περίοδο ως μία εξαιρετική στιγμή για να προετοιμάσει το πρώτο του μυθιστόρημα και να συνδυάσει τη μυθοπλασία και τη φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας τους μύθους ως όχημα. Έγραψε τρία μυθιστορήματα, τα οποία δεν θεωρούσε ότι άξιζε να δημοσιευτούν.
Θάνατοι
1848 – Έμιλι Τζέιν Μπροντέ (30 Ιουλίου 1818 – 19 Δεκεμβρίου 1848) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας, γνωστή από το μοναδικό της μυθιστόρημα, Ανεμοδαρμένα Ύψη, το οποίο θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Ήταν ένα από τα αδέλφια Μπροντέ, ανάμεσα στον αδελφό της Μπράνγουελ και τη νεαρότερη αδελφή Ανν. Δημοσίευε τα έργα της με το ψευδώνυμο Έλλις Μπελ.
Το 1847, εκδόθηκε το μυθιστόρημα της Έμιλυ Ανεμοδαρμένα Ύψη. Η καινοτόμος δομή του προβλημάτισε κάπως τους κριτικούς. Παρά το γεγονός ότι έλαβε ανάμεικτες κριτικές όταν πρωτοκυκλοφόρησε και συχνά κατηγορήθηκε για απεικόνιση ανήθικου πάθους, στη συνέχεια αναδείχτηκε σε ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Το 1850, η Σάρλοτ επεξεργάστηκε και εξέδωσε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ως αυτόνομο μυθιστόρημα και με το πραγματικό όνομα της Έμιλυ. Αν και μία επιστολή από τον εκδότη της δείχνει ότι η Έμιλυ τελείωνε ένα δεύτερο μυθιστόρημα, το χειρόγραφο δεν έχει βρεθεί ποτέ.
Η υγεία της Έμιλυ, όπως και των αδερφών της, ήταν αδύνατη εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στο σπίτι[11] και της πηγής του νερού που μολύνθηκε από τις απορροές του νεκροταφείου της εκκλησίας[12]. Κατά τη διάρκεια της κηδείας του αδελφού της, το Σεπτέμβριο του 1848, η Έμιλυ αρρώστησε. Αν και η κατάστασή της επιδεινώθηκε, αρνήθηκε κάθε ιατρική βοήθεια και θεραπεία[13]. Τελικά πέθανε από φυματίωση στις 19 Δεκεμβρίου 1848, σε ηλικία 30 ετών, και ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στην Εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και Πάντων Αγγέλων, στο Χάουορθ του Δυτικού Γιορκσιρ.
1915 – Αλόις Αλτσχάιμερ, γερμανός νευρολόγος. Ο Άλτσχαϊμερ γεννήθηκε στο Μαρκτμπράιτ (Marktbreit) της Κάτω Φραγκονίας στην Βαυαρία. Ο πατέρας του υπηρέτησε σε γραφείο συμβολαιογράφων . Ο Άλτσχαϊμερ φοίτησε στα πανεπιστήμια Ασάφενμπουργκ, Τύμπινγκεν, Βερολίνου, και Βίρτσμπουργκ. Αποφοίτησε σαν γιατρός από το πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ το 1887. Το επόμενο έτος πέρασε πέντε μήνες σε ίδρυμα με διανοητικά άρρωστες γυναίκες, προτού προσληφθεί στην Φρανκφούρτη σε ένα άσυλο διανοητικώς καθυστερημένων, το Städtische Anstalt für Irre und Epileptische (άσυλο για φρενοβλαβείς και επιληπτικούς), του οποίου κοσμήτορας ήταν τότε ο Γερμανός ψυχίατρος Σιόλι (Emil Sioli, 1852-1922).
Ένας άλλος νευρολόγος, ο Φραντς Νισλ (Franz Nissl, 1860-1919), άρχισε να εργάζεται στο ίδιο άσυλο με τον Άλτσχαϊμερ, με τον οποίο γνωρίζονταν. Ο Άλτσχαϊμερ ήταν ο συνιδρυτής και ο συνεκδότης του περιοδικού Zeitschrift für die gesamte Neurologie und Psychiatrie. Πέρα από δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά δεν συνέγραψε δικό του βιβλίο.
Το 1901 ο Άλτσχαϊμερ παρατήρησε μία ασθενή στο άσυλο της Φρανκφούρτης που ονομαζόταν Αουγκούστε Ντέτερ (Auguste Deter). Η ασθενής, 51 ετών, είχε παράξενα συμπτώματα συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης απώλειας βραχυπρόθεσμης μνήμης και προσανατολισμού τόπου και χρόνου. Αυτή η ασθενής θα γινόταν το πάθος του Άλτσχαϊμερ κατά τη διάρκεια των ερχομένων ετών. Τον Απρίλιο του 1906 η Ντέτερ πέθανε και ο Άλτσχαϊμερ παρήγγειλε το αρχείο της ασθενούς και τον εγκέφαλό της στο Μόναχο, όπου εργαζόταν ο Kraepelin σε εργαστήριο. Μαζί με δύο Ιταλούς παθολόγους χρησιμοποίησε τις τεχνικές χρώσης για να προσδιορίσει τις πλάκες βήτα αμυλοειδούς και τις συσσωρεύσεις της χαρακτηριστικής για την νόσο Αλτσχάιμερ πρωτεΐνης Tau. Σε ομιλία του στις 3 Νοεμβρίου 1906 παρουσίασε για πρώτη φορά την βιοπαθολογία και τα κλινικά συμπτώματα της νόσου.. Το 1907 δημοσίευσε τα συμπεράσματά του σε άρθρο με τίτλο “Περί μιας ιδιόμορφης νόσου του εγκεφαλικού φλοιού” (Über eine eigenartige Erkrankung der Hirnrinde). Λόγω ευτυχών συγκυριών οι αρχικές προετοιμασίες μικροσκοπίων, στις οποίες ο Άλτσχαϊμερ βάσισε την περιγραφή της ασθένειας του, είχαν ανακαλυφθεί πριν μερικά χρόνια στο Μόναχο και τα συμπεράσματά του μπόρεσαν έτσι να επαναξιολογηθούν.
Από το 1911 η νεοπεριγραφείσα νόσος οδήγησε Ευρωπαίους παθολόγους στη διάγνωσή της σε ασθενείς στις ΗΠΑ.
Τον Αύγουστο του 1912 ο Άλτσχαϊμερ αρρώστησε στο τραίνο καθ’ οδόν για το πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου, όπου είχε μόλις διοριστεί ως καθηγητής της ψυχιατρικής τον Ιούλιο 1912. Πιθανότατα υπέστη μόλυνση από στρεπτόκοκκο, που εκδηλώθηκε ως ρευματικός πυρετός και οδήγησε βαθμιαία σε καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια, που έφεραν το 1915 ραγδαία επιδείνωση της υγείας του. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία μόλις 51 ετών στο Μπρέσλαου (τωρινό Βρότσλαβ) της Πολωνίας και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Φραγκφούρτης (Μάιν).
1996 – Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (ιταλικά: Marcello Vincenzo Domenico Mastroianni, 28 Σεπτεμβρίου 1924 – 19 Δεκεμβρίου 1996) ήταν Ιταλός ηθοποιός. Γεννήθηκε στο χωριό Φοντάνα Λίρι, νότια της Ρώμης, και μεγάλωσε στο Τορίνο και τη Ρώμη. Ήταν ανιψιός του διάσημου Ιταλού γλύπτη Ουμπέρτο Μαστρογιάννι (Umberto Mastroianni, 1910 – 1998).
Τα πρώτα χρόνια κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εργάστηκε ως βιομηχανικός σχεδιαστής. Συνελήφθη από τους Ναζί, που τον έστειλαν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Βόρεια Ιταλία, από όπου κατάφερε να δραπετεύσει. Πήγε στη Βενετία όπου έζησε κρυμμένος μέχρι το τέλος του πολέμου. Μεταγενέστερα, άρχισε να εργάζεται ως λογιστής για την Eagle-Lion, μια μικρή αγγλική εταιρεία παραγωγής και διανομής.
Το 1950 παντρεύτηκε την ηθοποιό Φλόρα Καραμπέλλα και απέκτησαν μια κόρη, την Μπάρμπαρα. Η πρώτη του σοβαρή σχέση που ακολούθησε ήταν με τη Φέι Ντάναγουει. Ύστερα από τρία χρόνια τον εγκατέλειψε, καθώς τον περίμενε να πάρει διαζύγιο από την πρώην σύζυγό του – κάτι που ως καθολικός αρνιόταν. Με την συμπρωταγωνίστριά του επί μια τετραετία Κατρίν Ντενέβ απέκτησαν μια κόρη, την Κιάρα. Από το 1976 συνδέθηκε με την σκηνοθέτιδα Άννα Μαρία Τατό, με την οποία έζησε μέχρι το θάνατό του. Αν και άρρωστος, από καρκίνο στο πάγκρεας, εργαζόταν μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του και στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Στην οθόνη είχε το ντεμπούτο του, ως κομπάρσος, στην ταινία Μαριονέτες (1939). Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε με το έργο Angelica (1948) όπου συμπρωταγωνίστησε με την Τζουλιέτα Μαζίνα, σύζυγο του Φεντερίκο Φελίνι. Τότε τον ανακάλυψε ένας από τους βοηθούς του Λουκίνο Βισκόντι και ξεκίνησε μια δεκαετή συνεργασία. Ορισμένα από τα έργα που εμφανίσθηκε ήταν: Λεωφορείο ο πόθος, Ο θάνατος του εμποράκου, Θείος Βάνιας. Το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο, ως ηθοποιός, ήταν στο έργο του Ρικάρντο Φρέντα Οι άθλιοι (1948). Από το 1949-1956 έπαιζε μικρούς ρόλους σε έργα των Ντίνο Ρίζι, Μάριο Μονιτσέλι κ.α. Έφτασε στην κορύφωση της καριέρας του με τις ταινίες Λευκές Νύχτες (1957) του Λουκίνο Βισκόντι, Ο Κλέψας του Κλέψαντος (1958) του Μάριο Μονιτσέλι και Διαζύγιο αλά Ιταλικά (1961) του Πιέτρο Τζέρμι που τον καθιστούν ως έναν από τους πρώτους κωμικούς της Ιταλίας. Η ταινία La Dolce Vita (1960) του Φεντερίκο Φελίνι του χάρισε παγκόσμια φήμη. Συνολικά, εμφανίσθηκε σε περισσότερα από 150 έργα.