Περικλής Κοροβέσης – Σε πρώτο πρόσωπο

Περικλής Κοροβέσης: «Έκανα τη ζωή ενός ανθρώπου
που αποζητούσε το μεροκάματο»

Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1941 στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας. Σπούδασε Θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Ρολάν Μπαρτ και παρακολούθησε μαθήματα των Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Μαρσέλ Ντετιέν, Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της αριστεράς. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε επί Χούντας.

Ο Κοροβέσης κατέγραψε στο βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» τα βασανιστήρια και τις φυλακίσεις επί Χούντας στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα το 1969 σε λίγα αντίτυπα στη Γενεύη κι έπειτα, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, φανέρωσε σε ολόκληρο τον κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Βαρύνουσας σημασίας ήταν η κατάθεση του Κοροβέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Χούντα, βέβαιη για την καταδίκη της, έσπευσε να αποχωρήσει από το Συμβούλιο, παραδεχόμενη εμμέσως τις καταθέσεις του Κοροβέση και των άλλων θυμάτων της που κατόρθωσαν και έφθασαν στο βήμα του Στρασβούργου. Ουσιαστικά επρόκειτο για αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την οργάνωση 17Ν, το 1989, η εφημερίδα Έθνος δημοσίευσε συκοφαντικό άρθρο με υπογραφή της Αγγελικής Νικολούλη, το οποίο προσπαθούσε να εμπλέξει τον Περικλή Κοροβέση. Η κατηγορία αποδείχθηκε ανυπόστατη και η εφημερίδα αναγκάστηκε να απολογηθεί.

Πέθανε στην Αθήνα, μια μέρα που το ημερολόγιο έγραφε 11 Απριλίου (όπως σήμερα) 2020.

 

Φωτογραφία: Κατερίνα Χατζηδημητρίου

 

Τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται

  • Αποσπάσματα
  • από μια συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο

Υπάρχει μια αρχή: μεγάλωσα στην επαρχία, γεννήθηκα στην Κατοχή, επομένως μεγαλώσαμε μόνο για να τρώμε ό,τι υπήρχε και να φοράμε κανένα ρούχο. Ήμασταν ανεξέλεγκτα σαν παιδιά. Επομένως, η πρώτη υπέρβαση ήταν όταν κλέβαμε πορτοκάλια και κορόμηλα από ξένους κήπους. Βέβαια, δεν μιλάμε για κάποια παράβαση. Κάποια σκατόπαιδα ήμασταν. Ωστόσο, αυτή η παράβαση νομιμοποιήθηκε και αργότερα. Πρέπει να βρήκα κάποια πατέντα και έγινε οδηγός: να ακολουθώ αυτό που μου αρέσει κι όχι αυτό που πρέπει.

Χρειάστηκε να κάνω διάφορες δουλειές για να ζήσω. Οι ανάγκες ήταν συγκεκριμένες: το νοίκι, το φαγητό. Ακόμη και στο εξωτερικό που ήμουν περιθώριο, όταν μια δουλειά με καταπίεζε ή το αφεντικό έκανε αυθαιρεσίες, έφευγα. Είχα πάντοτε μια μικρή καβάντζα μέχρι να βρω την επόμενη δουλειά. Έχω ζήσει μέσα στη φτώχεια, μιλάμε για πείνα. Να μην μπορείς να μπεις στο σπίτι σου γιατί είναι απέξω η ιδιοκτήτης και περιμένει. Εντούτοις, αν κάνω τώρα τον απολογισμό, περίπου 80 χρόνια, η ζωή μου είναι πολύ πλούσια.

Έκανα τη ζωή ενός ανθρώπου που αποζητούσε το μεροκάματο. Τα βιβλία και τα γραψίματα ήταν για τη νύχτα. Θα έλεγα με ένα ακραίο παράδειγμα πως ζούσα μια διπλή ζωή σαν να ήμουν κρυπτο-ομοφυλόφιλος. Οι συνθήκες με έσπρωχναν να κάνω κάποια πράγματα συν η πολιτική ένταξη που σε όσες χώρες βρέθηκα (Αγγλία, Γαλλία, Σουηδία) ήμουν ενεργό μέλος της κοινωνίας, ήμουν πάντα σε κάποια οργάνωση και ενδιαφερόμουν για την κοινωνία σαν να ήταν δικιά μου. Κάποιες γωνιές στο Λονδίνο ή το Παρίσι είναι ισοβαρείς με το Παγκράτι ή την Κηφισιά. Αν κάνω στο μυαλό μου έναν φανταστικό χάρτη με τις πόλεις που έζησα, θα υπάρχει το Νότιγχιλ Γκέιτ, το Παγκράτι, η Νίκαια.

Δεκαετία του ’40: έχω μνήμη της Κατοχής και του Εμφυλίου. Πρέπει να ήμουν 7-8 χρονών όταν είδα κομμένα κεφάλια στην πλατεία του Αργοστολίου κι αυτό με σόκαρε. Θυμάμαι ότι είχαν δέσει σε ένα τζιπ έναν νεκρό αντάρτη, πολύ νέο, και τον έκαναν γύρο στην πλατεία. Το είδα σαν μια μεγάλη αδικία και ότι κάτι πρέπει να γίνει.

Παράλληλα, ζούσα σε ένα φιλελεύθερο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν ένα είδος αναρχικού δεξιάς. Ελευθεριακός, ας πούμε. Με αυτή την έννοια. Καθηγητής της γαλλικής και φαν της Γαλλικής Επανάστασης. Οπότε στα 12-13 ήξερα για τον Ροβεσπιέρο, τον Σαιν Ζυστ, τον Μπαρμπέ.

Κάπου εκεί υπήρξε ένας συνδυασμός αυτού του τραύματος με την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και αρχίζει μια πρώτη πολιτικοποίηση με την έννοια της αδικίας. Ουσιαστικά, όμως, πολιτικοποιούμαι με τα Κυπριακά (’54-’55). Τότε ήμουν μαθητής στον Πειραιά και κατεβήκαμε σε ένα συλλαλητήριο και μας πλάκωσαν οι μπάτσοι. Καταφέραμε με έναν φίλο μου να μπούμε σε ένα σπίτι, ανεβήκαμε στην ταράτσα και κρυφτήκαμε σε ένα κοτέτσι που υπήρχε εκεί. Μας κυνήγησαν μέχρι το κοτέτσι. Επομένως, είχα την προϊστορία ως παιδί. Μπαίνοντας στην εφηβεία είπα ότι κάτι πρέπει να γίνει. Ήρθα σε επαφή με την Νεολαία ΕΔΑ, τότε ακόμη ήταν σε μεταβατικό στάδιο από την παράνομη ΕΠΟΝ, παρόλο που ούτε η νοοτροπία τους μου άρεσε ούτε όσα έλεγαν για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ήμουν λίγο παρείσακτος, αλλά υπήρχε μια συγκεκριμένη κατάσταση με παιδιά που τα χτυπούσαν, με πολιτικούς κρατούμενους. Έχω μνήμη των εκτελέσεων.

Έχω μνήμη αυτού που καθόρισε στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Είναι σαν μυθιστόρημα.

Τα έχω ζήσει όλα και από πρώτο χέρι. Με την έννοια πάντα να δηλώνω συμμετοχή γιατί ήταν μέρος της προσωπικότητάς μου. Δεν θα μπορούσα να είμαι αδιάφορος. Ένα μέρος του εαυτού μου είναι μέρος της κοινωνίας, είναι σαν να μην το ορίζω. Καμιά φορά, ένα νεύρο του σώματός σου σε οδηγεί να κάνεις μια κίνηση που δεν θέλεις. Κάπως έτσι και η κοινωνία. Ήμασταν σαν τους χριστιανούς που πηγαίνουν κάθε Κυριακή στη Λειτουργία. Εμείς κάθε Δευτέρα-Τρίτη πηγαίναμε στα συλλαλητήρια.

Έκανα ένα εγκεφαλογράφημα για άλλους λόγους και οι γιατροί βρήκαν στο κεφάλι μου κάποιες μικρές βούλες. Με ρώτησαν τι είναι και τους είπα ότι είναι γκλοπιές. Αν φας μια σου αφήνει μέσα ένα σημάδι. Για να είμαστε κυνικοί σε στιλ Τσαρούχη,  είχα κάνει φροντιστήριο για να περάσω καλά στην Ασφάλεια.

Θα πρέπει να ξέρουμε πως δεν υπήρχε χουντική αστυνομία, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα χρόνια. Δεν άλλαξε κάτι. Ο Λάμπρου ήταν αρχηγός της αστυνομίας και πριν και μετά. Ήμουν εξοικειωμένος και ήξερα βέβαια τι γινόταν, δεν με ξάφνιασε. Είπα: να δούμε πού θα βγει με τη Χούντα.

Ο πόνος δεν αντέχεται. Παρηγοριά με την πόνο υπάρχει επειδή κάποτε θα σταματήσει. Οπότε, ως πεπερασμένο συμβάν ξέρεις πως κάποτε θα τελειώσει. Από κάποιο σημείο και μετά δεν θυμάσαι. Δεν καταλαβαίνεις. Οι άλλοι νομίζουν πως έχεις πάθει κάτι. Αυτό που σου σβήνει το φως στο τούνελ είναι ο φόβος. Έτσι και μπεις στον φόβο, τότε μπαίνεις πολύ κοντά στην παράνοια.

Μοιάζουν κυνικά αυτά που λέω. Με τράβαγαν, με χτυπούσαν, με έδεσαν στον πάγκο, τους άκουγα πώς μιλούσαν μεταξύ τους. Όμως αισθανόμουν ότι ανήκω σε έναν κόσμο που δεν έχει σχέση μ’ αυτούς. Αισθανόμουν ότι υπερασπίζω κάτι πολύ υψηλό, τους φίλους μου, όχι ιδέες, όχι κάποιον «ισμό», κάτι αφηρημένο, αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους που είμαστε φίλοι και που τόλμησαν από την πρώτη μέρα της Δικτατορίας και βγήκαν στους δρόμους. Έλεγα μέσα μου ότι αυτά τα σκουλήκια δεν θα μου φάνε αυτόν τον κόσμο.

 

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πίττας

 

Δεν τους συγχωρώ

Δεν τους συγχωρώ. Αν το κάνω σημαίνει ότι τους δίνω το ελεύθερο να το ξανακάνουν. Δεν θέλω να τους εκδικηθώ, θέλω να τους αναλάβει η Δικαιοσύνη. Πρέπει να πληρώσουν και δεν πλήρωσαν. Τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται. Μπορεί να έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, αλλά όχι για τους εγκληματίες πολέμου. Το θεωρώ σωστό όχι για να τιμωρηθούν, αλλά για να υπάρχει η αίσθηση ότι αργά ή γρήγορα θα το πληρώσουν. Να υπάρχει η έννοια της Δικαιοσύνης. Να ξέρει ο άλλος ότι όταν χτυπάει ένα μικρό αγόρι ή βάζει ξύλο στα γεννητικά όργανα μιας κοπέλας, αυτό που κάνει είναι παράνομο. Θα το πληρώσει, δεν είναι κυρίαρχος να κάνει ό,τι θέλει.

Στο Πολυτεχνείο δεν ήμουν γιατί βρισκόμουν στο εξωτερικό. Αν κάποιος πέρασε έξω από το Πολυτεχνείο και στη συνέχεια είπε πως πήρε μέρος στην εξέγερση, αυτό καταλαβαίνουμε πως έχει διαφορά. Δεν έχει αναλυθεί όπως πρέπει ότι η αντίσταση του ελληνισμού στο εξωτερικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την έξοδο της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Υπήρξε πίεση, δεν ήταν μόνο 200  Έλληνες φοιτητές, αλλά 15.000 Γάλλοι. Σε όλη την Ευρώπη αυτό. Έβλεπες διάφορους που έλεγαν ότι πετύχαμε διάφορα και στην πραγματικότητα ήταν στο πεζοδρόμιο και μας κοιτούσαν. Εντάξει, πάλι καλά που κατέβηκαν. Η εμπειρία μου λέει πως αυτοί που πραγματικά έκαναν αντίσταση, δεν έκαναν καριέρα. Μερικοί από αυτούς, αν και πέρασαν τα πάνδεινα, ούτε καν ανέφεραν την περίπτωσή τους.

Η γυναίκα ενός φίλου μου ήταν σύνδεσμος επί Χούντας. Την έπιασαν και πέρα από όσα της έκαναν, της έβαλαν στο αιδοίο μια πέστροφα. Καταλαβαίνεις την αιμορραγία. Δεν το είχε πει ποτέ στον άντρα της, αλλά μόνο στην αδελφή της και η αδελφή της, η οποία ήταν κι αυτή κρατούμενη, μου το εξομολογήθηκε και με όρκισε να την το πω. Της απάντησα πως ως γεγονός θα το πω. 

Έγιναν πολλά πράγματα τα οποία δεν τα μάθαμε. Το κακό χτυπιέται με την καταγγελία. Στο Ισραήλ υπάρχουν ειδικές σχολές που όσοι είχαν σωθεί από τα διάφορα στρατόπεδα μάθαιναν να μιλάνε για να μεταφέρουν την εμπειρία. Όταν μάθεις να μιλάς είναι μια απελευθέρωση. Αν καταπίνεις το δυσάρεστο δρα μέσα σου. Αυτό συμβαίνει με τους βιασμούς μέσα στην οικογένεια.

Όταν τελειώνει η διαδικασία: ταράτσα, 401 κλπ και βρίσκομαι στο κελί, στην απομόνωση, έχω ένα κομφούζιο στο μυαλό μου. Είναι όλα ανακατεμένα. Για να περάσει η ώρα προσπαθούσα να το κάνω αφήγημα. Οπότε, τις μέρες της απομόνωσης τις πέρασα ανασυγκροτώντας αυτό που έπρεπε να ξεχάσω. Βγαίνοντας έξω με ρωτούσαν οι φίλοι τι έγινε και έλεγα την ιστορία. Δεν ήξερα ότι ήταν απελευθερωτικό. Εγώ το έλεγα για να γίνει γνωστό τι συνέβαινε. Δεν σκεφτόμουν ότι το έκανα για τον δικό μου θεραπευτικό ρόλο. Όταν το γράφω, είναι για να υπάρξει μια πληροφόρηση από πρώτο χέρι τι γίνεται στην Μπουμπουλίνας. Κι αυτό για να πάει σε 20-30 ανθρώπους. Δεν φανταζόμουν ότι θα γινόταν ένα παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και θα ενταχθεί στα κλασικά βιβλία του είδους, ούτε ότι θα μπει στην ανθολογία για το φαινόμενο των βασανιστηρίων της Διεθνούς Αμνηστίας και με πρόλογο του ΟΗΕ. Ήταν αδιανόητο.

Για να καταλάβεις τη νοοτροπία μας: μέχρι τον πολύγραφο σκεφτόμασταν εμείς.

Όταν βλέπεις τη φωτογραφία σου και μια ολόκληρη σελίδα στον Observer, αυτά δεν θα σου πληρώσουν το νοίκι ούτε θα σου βάλουν φαγητό στο τραπέζι. Επομένως, είναι άλλο το έργο κι άλλες οι ανάγκες του εαυτού. Στο σημείο που το ταυτίζεις φτιάχνεις έναν ψεύτικο εαυτό που δεν είσαι ο ίδιος. Τα πράγματα που έχω ανάγκη είναι λίγα. Μια καλή παρέα, να τραγουδήσουμε και τρία καλαμπούρια σε ένα μικρό ταβερνάκι στο Μεταξουργείο. Τι παραπάνω; Μετά θα έχεις ένα φλερτ και θα φύγετε μαζί, κάτι που θα είναι επιλογή και των δύο. Τι άλλο θέλεις; Παρά τη φτώχεια, ούτε τα βιβλία ούτε οι δίσκοι μου έλειψαν. Τα φιλμ που ήθελα να δω τα είδα. Τώρα μου κακοφαίνεται που τα πράγματα έχουν γίνει τόσο εύκολα.

Θυμάμαι έναν κινηματογράφο στο Παρίσι που άρεσε και στον Ντεμπόρ. Μετά τις 12 έβαζε μια κλασική ταινία και μαζευόμασταν καμιά 60αριά για να δούμε την ταινία. Ήταν μια απόλαυση. Με ένα σάντουιτς στο χέρι. Η έννοια της περιπέτειας για να δεις το έργο. Αυτό μου έχει λείψει.

Έχω μια διαμορφωμένη επαναστατική θεωρία και οι πάντες διαφωνούν μαζί μου. Η ζωή είναι ενιαία. Από τον τρόπο που περπατάμε ως τον τρόπο που δουλεύουμε, που παλεύουμε και διεκδικούμε πράγματα στην κοινωνία. Δεν ξεχωρίζω την πολιτική στράτευση από την καλλιτεχνική. Είναι το ίδιο πράγμα. Το ότι εμείς δουλεύουμε σε κάποιο Μέσο είναι σύμπτωση. Υπάρχουν άλλα παιδιά που κάνουν εναλλακτικά πράγματα με ίδια μέσα. Αυτό είναι η θεωρία της ζωής μου. Να παίξεις σαν τον Τσάρλι Πάρκερ που έκανε το bebop έχει την ίδια βαρύτητα με έναν λόγο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Όταν το περιορίσεις σε ένα οικονομικό επίπεδο γίνεται δογματισμός και περιορίζει τα άλλα δικαιώματα. Το σύνολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι το σύνολο της επανάστασης. Η τέχνη είναι πολύ σημαντικό μέρος γιατί μας κάνει και επικοινωνούμε με το υποσυνείδητό μας και διαμορφώνει μια άλλη κοινότητα. Έχουμε σκεφτεί ποτέ ότι ένα πανηγύρι διαμορφώνει την κοινότητα ενός χωριού… Κι αυτό το κάνει ένας κλαρινιτζής. Ένα κλαρίνο το κάνει, είναι η ψυχή του χωριού. Ακόμη και τώρα. Στις ντισκοτέκ όλοι χτυπιούνται με τα ξένα τραγούδια, αλλά στο τέλος παίζουν δημοτικά ή ρεμπέτικα.

 

 

Στον ακάλυπτο της Λεσχης του Βιβλιου στο Αγρίνιο

 

Δεν υπάρχει αριστερή κυβέρνηση. Όλες οι κυβερνήσεις είναι δεξιές.

Οι εθνικές κυβερνήσεις στις μέρες μας είναι αντιπροσωπίες της κεντρικής εξουσίας που είναι αόρατη. Υπάρχει η ΕΕ, πίσω απ’ αυτήν υπάρχουν οι τράπεζες και πιο πίσω η αγορά. Υπάρχει μια αναρχία. Υπάρχουν οι θεσμοί του κέρδους, εντελώς υπερεθνικοί. Είναι σαν το ποδόσφαιρο που παίζεται με κανόνες. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είναι δεδομένο πως δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα». Τα κεκτημένα του εργατικού κινήματος θεωρούνται αρχαϊκές μορφές, το εγγυημένο μεροκάματο θεωρείται τροχοπέδη στην ανάπτυξη, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εμποδίζουν να συνεννοηθείς με τον εργοδότη σου προσωπικά. Γι’ αυτό βάζω τα ανθρώπινα δικαιώματα ως επαναστατική θεωρία. Ό,τι έχει κερδηθεί ως τώρα είναι κεκτημένα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή τη στιγμή βλέπουμε μπροστά μας το κίνδυνο της καταστροφής του περιβάλλοντος. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας διαμορφώνεται ένα κίνημα που στηρίζεται σε επιστήμονες που μας λένε ότι σε 50 χρόνια θα πρέπει να πούμε χαιρετίσματα, δεν θα υπάρχουμε.

Δεν υπάρχει αριστερή κυβέρνηση. Όλες οι κυβερνήσεις είναι δεξιές. Αυτό που υπάρχει είναι κίνημα. Η πραγματική πολιτική μιας Αριστεράς είναι στο δρόμο. Αυτό πιέζει κι αυτό κάνει τις μεταρρυθμίσεις. Το πρώτο κράτος Πρόνοιας έγινε από τον Μπίσμαρκ, ένας ακροδεξιό μιλιταριστή επειδή υπήρξε αίτημα. Το εργατικό κίνημα πίεσε τον Μεταξά στα δικά μας. Ακόμη και στη Γερμανία των ναζί υπήρξε το κίνημα των Γερμανίδων που είχαν παντρευτεί Εβραίους που λογικά θα πήγαιναν σε στρατόπεδα. Εκείνες οι γυναίκες έκαναν συλλαλητήρια μέσα στο ναζιστικό καθεστώς και το κατάφεραν αυτό που ήθελαν. Το κοινοβούλιο στην ουσία είναι μια ευνουχισμένη Δημοκρατία.

Φοβάμαι την ακροδεξιά της Λεπέν. Όταν θα αποκτήσει το κύρος και τη σοβαρότητα μιας εναλλακτικής λύσης και θα δεις έναν παλιό κομμουνιστή να σου πει «η Λεπέν τα λέει ωραία». Αυτό το φοβάμαι. Ο καπιταλισμός και ο φασισμός είναι απολύτως συμβατά. Ο καπιταλισμός μπορεί να δεχθεί ένα προχωρημένο Κεϋνσιανό μοντέλο, αλλά μπορεί να δεχθεί και τον Χίτλερ ή τον Μουσολίνι. Τη δουλειά του την κάνει.

Η Ελλάδα είναι δεξιά χώρα. Συντηρητική νοοτροπία. Το βλέπω και στην καθημερινότητά μου. Ο πραγματικός επαναστάτης είναι αυτός που θα μπορέσει να κάνει μια κοινότητα στην πολυκατοικία (γελάει). – Πολύ δύσκολο… Όλοι είναι στα μαχαίρια, γι’ αυτό.

Κάθε συζήτηση για το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός είναι περιττή. Αυτοί που υποστηρίζουν ότι υπάρχει δεν μπορούν να το αποδείξουν κι αυτοί που λένε πως δεν υπάρχει, επίσης, δεν μπορούν να το αποδείξουν. Επομένως, αφού είναι στο επέκεινα και δεν μπορεί να το πιάσει ανθρώπινος νους, γιατί να παιδεύομαι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα, τα οποία τα μελετώ και που βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Πάνω κάτω στις βασικές αρχές μοιάζουν. Όταν είναι να εφαρμοστούν για το κοινό καλό, τα βρίσκω χρήσιμα. Όταν είναι, όμως, στην υπηρεσία της εξουσίας είναι επικίνδυνα.

Αν δεν υπήρχε ο καθρέφτης και τα προβλήματα δυσκινησίας που έχω θα είχα την εντύπωση πως είμαι 18 ετών. Σαν εσωτερική διάθεση. Τη φθορά την προκαλούμε εμείς με την αδράνεια και την απόσυρση. Η φύση μάς έχει προικίσει με τα βασικά. Όχι φυσικά να πάρεις μέρος στους Ολυμπιακούς, αλλά να είμαστε καλά ως το τέλος. Είμαστε καλά προστατευμένοι για να κρατήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή ως το τέλος. Το θέμα είναι πώς αισθάνεσαι όταν θα δεις μια ανθισμένη τριανταφυλλιά ανεξάρτητα την ηλικία σου.

Η ζωή είναι ένα δώρο γιατί μπορεί να σου δώσει το συναίσθημα της υπέρβασης του θανάτου. Αν αρχίσω να μελετώ τους αρχαίους πολιτισμούς αποκτώ μια ζωή εκατοντάδων ετών. Έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σαν να είσαι θεός. Από εμάς εξαρτάται. Το θέμα είναι να μην χάσεις την τέλεια δύναμη που είναι η ζωή και αντί να σε απασχολούν οι διαμάχες των Φαραώ να σε απασχολεί τι λέει ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης. Είναι πνευματικός υποσιτισμός.

Ταυτίζομαι με τον Βαμβακάρη: «Τέτοια ζωή που έκανα κι αυτή θα ξανακάνω». Είμαι ευχαριστημένος. Αν αφαιρέσουμε την πολιτική δράση, τα άρθρα και οτιδήποτε άλλο είναι εξωτερικό και χειροπιαστό, υπάρχει μια πάλη εσωτερική που όσο μπόρεσα να ψάξω τον εαυτό μου, το έκανα. Όσο μπόρεσα. Μπορεί να υπάρχουν και πράγματα που θα ανακαλύψω στη συνέχεια, δεν ξέρω.

 

 

Φωτογραφία ανάρτησης: Κατερίνα Χατζηδημητρίου


AgrinioStories | Πηγή