Οι περιηγητές για το Ζαπάντι

Οι περιηγητές, Εβλιά Τσελεμπί, Φραγκίσκος Πουκεβίλ
και Ουίλιαμ Ληκ πέρασαν  και έγραψαν για το Ζαπάντι

του Λευτέρη Τηλιγάδα

Ως γνωστόν, πριν από την επανάσταση του ’21, από την περιοχή μας είχαν περάσει τρεις σημαντικοί περιηγητές της τοπικής και όχι μόνο ιστοριογραφίας: ο Εβλιά Τσελεμπί[1], ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ[2] και ο Ουίλιαμ Ληκ[3]. Και οι τρεις μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το Ζαπάντι από τα μέσα του 17ου αιώνα περίπου μέχρι και τις αρχές του 19ου, αφού, ο μεν πρώτος, πέρασε από την κωμόπολη γύρω στο 1667, ενώ οι άλλοι δύο την πρώτη δεκαετία περίπου του 19ου αιώνα.

Ο ερειπωμένος μιναρές του κάμπου στο Ζαπάντι: Υπήρχε άλλο ένα τζαμί με μιναρέ.

Κατά τον Τσελεμπί[4], το Ζαπάντι ανήκε στο βιλαέτι[5] που διοικούσε ο Καπουδάν Πασάς και βρισκόταν στην περιφέρεια του Κάρλελι (σημερινή Αιτωλοακαρνανία). Ο Σουλτάνος ήταν επικυρίαρχος της γης του και οι κάτοικοί του έπρεπε να καταβάλουν φόρο υποτέλειας. Ήταν έδρα ιεροδικαστή, ο οποίος διοικητικά υπαγόταν στη δικαστική εξουσία του Βραχωριού, είχε αξιωματικό γενίτσαρων, αγορονόμο και εισπράκτορα του κεφαλικού φόρου. Η ενορία του τζαμιού της αγοράς ήταν πολύ μεγάλη ο δε μιναρές του ήταν χτισμένος με σπασμένο τούβλο και την αυλή του την στόλιζαν θεόρατα κυπαρίσσια. Εκτός από το τζαμί της Αγοράς υπήρχε άλλο ένα τζαμί με μιναρέ, Κιουτσούκ-Παζάρ, ενώ μέσα στους μαχαλάδες της κωμόπολης υπήρχαν έντεκα τζαμιά χωρίς μιναρέ, δύο ιεροδιδασκαλεία, τρία σχολεία για μικρά παιδιά, τρία χάνια για τους ταξιδευτές, δύο χαμάμ, το ένα στο κέντρο της αγοράς και το άλλο κοντά στο Κιουτσούκ-Παζάρ, «το οποίο απείχε από την κυρίως αγορά τουλάχιστον 1.000 βήματα γεμάτα».

Η εμπορική αγορά της κωμόπολης είχε συνολικά πενήντα επτά (57) μαγαζιά, από τα οποία τα πενήντα (50) αποτελούσαν τη μεγάλη αγορά ενώ τα υπόλοιπα επτά (7) τη μικρή. Μια φορά την εβδομάδα πραγματοποιούνταν στο Ζαπάντι μεγάλο παζάρι το οποίο μάζευε στην κωμόπολη πάρα πολλούς εμπόρους και αγοραστές. Ο φόρος που εισπράττονταν από τη λειτουργία του παζαριού ήταν κληροδότημα του Μουσά Αγά στο τζαμί.

«Ο Μουσά Αγάς ήταν ένας μουγγός ευνούχος του Σουλτάνου, ο οποίος», όπως αναφέρει ο Τσελεμπί, «ίδρυσε το Ζαπάντι κατά την εποχή του Μωάμεθ του Β΄, του Πορθητή. Για το λόγο αυτό η κωμόπολη ονομάζεται, κατ’ ευφημισμό, και Ζεμπάν, που θα πει: γλώσσα».

Η κωμόπολη είχε τριακόσια σπίτια, τα οποία ήταν κακοχτισμένα με μικρούς χωμάτινους πλίνθους και περιστοιχιζόταν από περιβόλια κι αμπέλια. Οι κάτοικοι ήταν λιγοστοί, γιατί επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια (από το 1663 περίπου) το Ζαπάντι μαστίζονταν από μια μεγάλη επιδημία, η οποία, όπως αναφέρει ο περιηγητής, εμπόδισε κι αυτόν να μπει στην κωμόπολη. «Πάντως, είναι καλό», αναφέρει ο Τσελεμπί, όποιος περάσει από εκείνο τον τόπο να μην το πει, γιατί οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ξέρουν ότι είναι μολυσμένο και όσοι περνάνε από κει, κινδυνεύουν να βρεθούν όχι μόνο χωρίς κατάλυμα, αλλά και χωρίς φαΐ».

«Με τη βοήθεια του θεού», συνεχίζει, «εμείς περάσαμε από κει και δεν πάθαμε το παραμικρό, ίσως γιατί δεν συναναστραφήκαμε κανέναν από τους ντόπιους, αφού και το φιρμάνι του Σουλτάνου, που υποχρέωνε την κωμόπολη να στρατολογήσει στρατιώτες και να τους στείλει στο διοικητή της Παλαιομάνινας, το παραδώσαμε σε έναν μουσουλμάνο αγρότη, στο σπίτι του οποίου μείναμε τη νύχτα, πολύ μακριά από το Ζαπάντι». Στον αγρότη αυτόν, ο Τσελεμπί, έδωσε για τη φιλοξενία, καθώς και για την αγορά ενός αλόγου τριακόσια γρόσια και έφυγε βιαστικά, όπως αναφέρει.

«Το κλίμα της περιοχής είναι βαρύ και το κύριο προϊόν είναι το ρύζι. Το προϊόν όμως για το οποίο φημίζεται το Ζαπάντι και έχει κατακτήσει όλο τον κόσμο είναι ο καπνός, ο οποίος είναι πλατύφυλλος και έχει βαρύ (σέρτικο) άρωμα». Η κωμόπολη δεν είχε τρεχούμενο νερό και οι κάτοικοί του έπιναν από πηγάδια. Παρά το γεγονός όμως αυτό, η γύρω πεδιάδα ήταν πολύ εύφορη.

«Εξ αιτίας της επιδημίας στην περιοχή είχαν μείνει πολύ λίγοι άντρες και έτσι μια γυναίκα ή μια παρθένα, με πεντέξι πουγκιά για προίκα, μπορούσε να παντρευτεί τον καλύτερο μουσουλμάνο. Για το λόγο αυτό πολλές γυναίκες μουσουλμάνων ήταν θυγατέρες χριστιανών (Καφίρηδων = απίστων), όπως ήταν η συνήθεια αυτού του τόπου». Όλοι στο Ζαπάντι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες. Και την ελληνική και την τουρκική. Το πιο σημαντικό όμως ήταν η νοοτροπία τους, η οποία ήταν πιο κοντά στη νοοτροπία των «γκιαούρηδων». Φορούσαν τσόχινα ρούχα και στο κεφάλι τους οι μεν γέροντες φορούσαν λευκά σαρίκια, ενώ οι νεότεροι κόκκινα φέσια και νησιώτικα ρούχα.

Θα πρέπει εδώ να πούμε, ότι όλες αυτές τις πληροφορίες μάς τις μεταφέρει ο Τσελεμπί από ακούσματα που είχε από τους Οθωμανούς Βραχωρίτες κυρίως, αφού, όπως αναφέρει, ο ίδιος δεν επισκέφτηκε το Ζαπάντι. Γι’ αυτό και ο λόγος του είναι εξαιρετικά προσβλητικός, αν εξαιρέσει κανείς την πρόταση εκείνη που αναφέρεται στα καπνά του Ζαπαντιού.

 

 

«Το όνομα του χωριού», γράφει ο Παπατρέχας[6], «σύμφωνα με την αληθοφανή βέβαια, εκδοχή του Τσελεμπί, οφείλεται στην “εσφαλμένη απόδοση της λέξης άλαλος”, δηλαδή από το “χωρίς γλώσσα” προήλθε το όνομα Ζεμπάν = γλώσσα. Αλλά η εκδοχή αυτή δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, γιατί αναιρείται από το χάρτη του 1560 όπου το χωριό αναφέρεται ως Zapata. Πρόκειται για ένα από τα πολλά σλάβικα ή με σλάβικη ρίζα τοπωνύμια με το γνωστό πρόθεμα ΖΑ, όπως Ζακόνα, Ζαμπατίνα, Ζαουρού, Ζάβιτσα και πλήθος άλλα που απαντούν τόσο στη Δυτική Στερεά, όσο και σε όλες περιοχές. Επομένως η μετονομασία της Μεγάλης Χώρας σε Ζαπάντι είχε γίνει πολύ πριν από την τουρκική κατάκτηση. Ο κωφάλαλος ευνούχος Μουσά αγάς, πρόσωπο που διέσωσε η παράδοση στην εποχή του Τσελεμπί, υπήρξε πρώτος οικιστής σ’ έναν έρημο τόπο ή ο επικεφαλής μιας ομάδας κατακτητών που κατοίκησε στον χριστιανικό οικισμό; Πιστεύουμε ότι το δεύτερο συνέβηκε».

Ανεξάρτητα όμως και πέρα από τα ονόματα και τη σημασία τους, εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός του εξισλαμισμού αυτής της κοινότητας και η διερεύνηση των σχέσεων που υπηρέτησε αυτή η παράμετρος με τις γύρω ομόδοξες και ετερόδοξες κοινότητες. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι οι Οθωμανοί του Βραχωριού αντιμετώπιζαν τους εξισλαμισμένους κατοίκους του Ζαπαντιού με περιφρόνηση, αφού με την πάροδο του χρόνου δημιούργησαν δικά τους ήθη και έθιμα, καθώς και δικούς τους κώδικες ηθικής. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, ότι μία τέτοια συνήθεια των Οθωμανών του Ζαπαντιού, όπως αναφέρει ο Τσελεμπί, ήταν να νυμφεύονται Χριστιανές, χωρίς να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν αυτό σήμαινε απαραίτητα και την υποχρέωσή τους να αρνηθούν τη θρησκεία τους. Το γεγονός μάλιστα της συνύπαρξης του χριστιανικού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου με τα δύο τζαμιά της κωμόπολης, καθώς και το ότι ο ναός εικονογραφήθηκε[7] ολόκληρος τον 16ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που το μουσουλμανικό Ζαπάντι βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, αποδεικνύει το πνεύμα της ανεξιθρησκίας που απολάμβαναν τα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Η συνήθεια αυτή σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο Ζαπάντι μιλιόνταν και οι δύο γλώσσες (ελληνικά και τούρκικα) ήταν οι βασικές αιτίες που οι μουσουλμάνοι του Βραχωριού δεν θεωρούσαν τους κατοίκους του γνήσιους Οθωμανούς, αλλά «ελληνίζοντες» και κρυπτοχριστιανούς.

Ταυτόχρονα από την άλλη οι χριστιανικές κοινότητες της περιοχής μόνο περιφρόνηση και θρησκευτικό μίσος, όπως αποδείχθηκε κατά τη στιγμή της άλωσής του, έτρεφαν για τους αρνησίθρησκους Ζαπατιώντες.

«Η διαφορετικότητα τους από τις εθνικά κυρίαρχες ομάδες της περιοχής (Έλληνες και Τούρκους)», γράφει η Τασούλα Βερβενιώτη[8], «θεωρώ ότι ήταν το μεγαλύτερο στίγμα που έφεραν οι κάτοικοι του Ζαπάντ’. Το γεγονός αυτό μαζί με τον πλούτο του βίου τους, τους ώθησε στον ηρωισμό και ταυτόχρονα καταδίκασε την ιστορία τους να περάσει στη “Μεγάλη Χώρα της σιωπής”. Οι άνθρωποι -όπου γης- δυσκολεύονται να αποδεχτούν το ξένο, το αλλότριο, το διαφορετικό. Η δυσκολία της αποδοχής είναι πολύ μεγαλύτερη, όταν κάτι που το θεωρούσαν δικό τους, γίνεται αλλότριο. Και για την εποχή στην οποία αναφερόμαστε -πριν τη δημιουργία των εθνικών κρατών- το κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητας μιας κοινωνικής ομάδας δεν ήταν το έθνος αλλά η θρησκεία. Γι’ αυτό στην πολυεθνική Οθωμανική αυτοκρατορία, παρόλο που οι κάτοικοι του Ζαπάντ’ διατήρησαν τη χριστιανική εκκλησία, τα δύο τζαμιά του Ζαπάντ’, χτισμένα με σπασμένα τούβλα, που την αυλή τους στόλιζαν θεόρατα κυπαρίσσια (σύμφωνα με τον τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπί), δεν άλλαξαν χρήση, δεν μετατράπηκαν για παράδειγμα σε εκκλησίες, αλλά σε ερείπια αμέσως μετά την ήττα του Ζαπάντ’».

Κλείνοντας αυτή την ενότητα και πριν αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο πολιορκήθηκε και αλώθηκε το Ζαπάντι, να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τον Λήκ, ο οποίος πέρασε από την περιοχή τη Δευτέρα 17 Ιουνίου 1805, η κωμόπολη αποτελούνταν από «120 σπίτια, τα δύο τρίτα των οποίων ήταν τούρκικα». Με τον Ληκ συμφωνεί και ο Πουκεβίλ, ο οποίος πέρασε από την περιοχή την ίδια περίπου εποχή, μόνο που ο Γάλλος περιηγητής κάνει λόγο για ογδόντα σπίτια μουσουλμάνων χωρίς να αναφέρει καθόλου αριθμό σπιτιών που ανήκαν σε, χριστιανούς.

 

 

1. Εβλιά Τσελεμπί, Ταξίδι στην Ελλάδα, Εκάτη, 1991. | 2. Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάς, Αττική, Κόρινθος, Συλλογή, 1995. | 3. Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα, Λονδίνο, J Kodwell, New Bond Street, 1835. | 4. Εβλιά Τσελεμπί, ο.π. σελ. 210-211. | 5. Το βιλαέτι που διοικούνταν από τον Καπουδάν Πασά ήταν το βιλαέτι των νήσων της Άσπρης Θάλασσας (σήμερα Αιγαίο Πέλαγος) ή και βιλαέτι του Αρχιπελάγους. Δημιουργήθηκε το 1554 κι άλλαξε σύσταση πολλές φορές έως το 1912. Παρόλο που λεγόταν των νήσων περιλάμβανε και χερσαία σαντζάκια διάσπαρτα στην Αυτοκρατορία. Το 1600 αναφέρεται ότι είχε 13 σαντζάκια, 1500 περίπου τιμάρια και 130 περίπου ζιαμέτια. Το 1554 είχε τα εξής Σαντζάκια: Σαντζάκι της Καλλίπολης, Σαντζάκι της Ρόδου, Σαντζάκι της Εύβοιας, Σαντζάκι της Μυτιλήνης. Αργότερα προστέθηκαν τα παρακάτω: Σαντζάκι του Κοτζάελι, Σαντζάκι της Μπίγα, Σαντζάκι της Σούγλα, Σαντζάκι της Ναυπάκτου, Σαντζάκι του Κάρλελι (Αιτωλοακαρνανία), Σαντζάκι του Μυστρά, Σαντζάκι της Κύπρου. Τον 17ο αιώνα προστέθηκαν ακόμα τα επόμενα: Σαντζάκι της Χίου, Σαντζάκι της Νάξου και το Σαντζάκι της Άνδρου. | 6. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ο.π., σ. 128. | 7. Παλιούρας Αθανάσιος, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Εκδ. Αρσινόη, Αθήνα 1985, σελ. 171. | 8. Τασούλα Βερβενιώτη, Ζαπάντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής (Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τοπίου και τόπου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του 60, Συλλογική έκδοση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Σχολή Διαχείρισης Φυσικών Πόρων και Επιχειρήσεων Αγρινίου και του Δήμου Αγρινίου, Επιμέλεια Κ. Μπάδα, 2000,  σελ. 29
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Μαρτυρίες

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *