Η κάθε πόλη έχει τις ρίζες της.
Οι ρίζες της είναι οι δρόμοι που φεύγουν από αυτήν
και φτάνουν σ’ αυτήν
Μια από τις σημαντικότερες ρίζες της πόλης μας
είναι η οδός Αγρινίου – Καρπενησίου
- του Γιάννη Υφαντή
Πριν από τον αυτοκινητόδρομο που ξέρουμε σήμερα υπήρχε ο αρχαίος δρόμος. Ο δρόμος αυτός λόγω της μεγάλης χρήσης του ήταν κάτι περισσότερο από μονοπάτι, ένας δρόμος κατάλληλος για μετακινήσεις ομαδικές, ζώων και ανθρώπων, καραβανιών, αποσπασμάτων, κλεφτών, ληστών, κοπαδιών και στρατευμάτων. Εντούτοις η κύρια χρήση του δρόμου αυτού ήταν για τη μεταφορά του αλατιού. Του αλατιού που μεταφερόταν για εμπόριο. Αγραφα, Καρπενήσι, Πίνδος, Θεσσαλία, Λαμία έπαιρναν αλάτι για να δώσουν άλλα αγαθά που οι Μεσολογγίτες, οι Αγρινιώτες και εν γένει οι Αιτωλοί δεν είχαν.
Ο αμαξόδρομος Αγρινίου-Καρπενησίου έγινε σταδιακά. Ξεκίνησε γύρω στα 1912, συνεχίστηκε στα 1927, και προς το μέρος του Καρπενησίου νομίζω τελείωσε ακόμα αργότερα. Όταν σήμερα λέμε ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, εκφραζόμαστε συμβατικά, αφού ο δρόμος αυτός δεν είναι μόνον ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου. Αν τον συνεχίσουμε κανονικά, είναι ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, Λαμίας, Θεσσαλονίκης, Βενετίας, Παρισιού, Βερολίνου, Μόσχας, Πεκίνου, Νέου Δελχί, Βαγδάτης, Τεχεράνης, Κωνσταντινούπολης, Αθήνας, Αγρινίου. Αλλά, καθώς η άκρη ενός χορταριού είναι πιο μεγάλη από ένα βουνό όταν καθόμαστε πολύ κοντά σ’ αυτό το χορτάρι, καθώς το πολύ μεγάλο είναι πολύ μικρό και το πολύ μικρό είναι πολύ μεγάλο, το μέρος από την οδό Αγρινίου-Καρπενησίου που για μένα είναι το πιο μεγάλο και το πιο σημαντικό (κι είναι για μένα «ο κόσμος ο μικρός ο μέγας») είναι αυτό που αρχίζει από τα Στενά (μετά από τα Λιαγκέικα) και φτάνει ως τη Φραγκόσκαλα.
Πάνω από αυτό το δρόμο ο θείος μου ο Γιώργος, δάσκαλος, μόλις είχε επιστρέψει από τον πόλεμο της Μικρασίας, αντάλλαξε σφαίρες με τους ΤσοΒολαίους που με τη Βοήθεια ενός ληστή ήρθαν κι άρπαξαν την αδερφή του την Αθηνά από το ρέμα όπου έπλενε. Ο θείος μου πυροβολούσε ταμπουριασμένος κι αυτοί μέσα στη λάκκα να σέρνουν το κορίτσι, έφευγαν και πυροβολούσαν πίσω. Η απόσταση μεταξύ τους ως εξακόσια μέτρα. Εντέλει άφησαν την κοπέλα, μόλις είδαν μια από τις σφαίρες να χτυπά το ληστή στον ώμο κι ένα κομμάτι από το πουκάμισο του να πετιέται ψηλά.
Ο δρόμος αυτός πολύ αργότερα είδε τον άντρα της θειας μου της Αθηνάς, τον Ηλία Ζιάκκα να τον πηγαίνουν με αυτοκίνητο προς το Αγρίνιο τραυματισμένο (τον τραυμάτισε θανάσιμα με πιστόλι στην κοιλιά ο Νίκος Καπελάκης). Είπε στον πατέρα μου και στους άλλους που τον συνόδευαν: «Δε βλέπετε τον άνθρωπο που μας κάνει διαρκώς σινιάλο να σταματήσουμε; Σταματήστε λοιπόν να τον πάρουμε». Σταμάτησαν υπακούοντας στον τραυματισμένο. Κι αυτός αμέσως πέθανε. Διότι αυτός που έκανε σινιάλο ήταν ο Χάρος ή ο θάνατος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Ερμής ή κάποιος άλλος συνοδός ψυχών.
Ο δρόμος αυτός είδε τα στρατεύματα κατοχής, ιταλικά και γερμανικά. Περνούσε η φάλαγγα, λέει ο πατέρας μου. «Εγώ ήμουν κρυμμένος στην πλαγιά του λόφου, κρατώντας ένα μάλινχερ. Οι γυναίκες είχαν κρυφτεί στο σπίτι. Προς το τέλος της φάλαγγας, ένας Ιάπωνας που πλιατσικολογούσε ξετρύπωσε μια από τις κοπέλες του σπιτιού και την κυνηγούσε. Έλεγα, δεν πρέπει να πυροβολήσω γιατί αυτοί μετά θα κάψουν το χωριό και θα εκτελέσουν όσους μπορέσουν να πιάσουν. Αν όμως πιάσει την κοπέλα, θα πρέπει να πυροβολήσω». Εντέλει, ένας γερμανός αξιωματικός της οπισθοφυλακής παρενέβη, επέπληξε αυστηρά τον Ιάπωνα και γλίτωσε η κοπέλα μα κι ολόκληρο το χωριό και κόσμος πολύς από εκτέλεση.
Αυτός ο δρόμος που γνώρισε την παλίρροια στρατευμάτων και φυλών, κοπαδιών και καραβανιών άκουσε επίσης τις ριπές που έριξαν οι Γερμανοί στον πατέρα μου. Καθώς έδινε το σάλτο προς τη λογγιασμένη πλαγιά, ένιωσε το δεξί του αυτί να καίγεται. Σκέφτηκε εκεί πάνω στο πήδημα. «Ας πάει στην ευχή το αυτί, αρκεί που γλίτωσα». Κι όμως όταν κρύφτηκε, άπλωσε το χέρι του και το αυτί ήταν στη θέση του, απλώς είχε νιώσει τον αναμμένο αέρα του Βλήματος που περνούσε δείχνοντας άλλο στόχο, διότι δεν ήταν γραμμένο να πεθάνει τότε ο πατέρας μου, διότι αν τότε πέθαινε όλα θα ήταν διαφορετικά μέσα στο σύμπαν κι εγώ δεν θα Βρισκόμουν σ’ αυτή τη θέση εδώ που βρίσκομαι τώρα. Ο δρόμος αυτός είδε τους Γερμανούς να παίρνουν τον Γέρο Τσούμα, αυτόν με τον οποίο ο πατέρας μου κουβέντιαζε λίγο πριν τον πυροβολήσουν, να τον οδηγούν στην Ποταμούλα, να τον δένουν πάνω στ’ άχερα σταυρωτά και να τον καίνε μαζί με τ’ άχερα
Ο δρόμος αυτός είδε κηδείες και γάμους, είδε καβαλάρηδες ν’ ανταγωνίζονται ποιος θα πάρει τα σιχαρίκια από τη νύφη. Πάνω σ’ αυτό το δρόμο πέρασαν τον Ζαν Μιστλέρ, τον γάλλο νεαρό που δραπέτευσε από τα στρατεύματα των Γερμανών, φιλοξενήθηκε από τον Κουτσογιαννόπουλο στο Αγρίνιο, προδόθηκε από γερμανόφιλους και πολιορκημένος πήδηξε από το πάνω παράθυρο και τραυματίστηκε. Κατέφυγε σε φίλους, μέχρι που έφτασε στο σπίτι μας, στο χωριό. Πέθανε στα χέρια του απαρηγόρητου πατέρα μου. Ο τάφος του βρίσκεται στον Άγιο Χαράλαμπο της Ραΐνας. Είναι ένας απλός σταυρός μπηγμένος στο χώμα. Πάνω τ’ όνομα του και οι χρονολογίες. Πιο κάτω με μικρότερα γράμματα οι επιγραφές όπου διαβάζει κανείς: βιβ λα γκρες, βιβ λα φρανς. Είναι ο ομορφότερος τάφος. Διότι είναι ο τάφος του ξένου που δεν τον περιποιείται κανείς. Έτσι ανέλαβε τη φροντίδα του η μάνα Φύση.
Ο δρόμος αυτός είδε τους Βλάχους να κατεβαίνουν καραβάνια καραβάνια το φθινόπωρο προς τον κάμπο και την άνοιξη προς τα βουνά. Σειρά κοπάδια, μεγάλα κοπάδια, μ’ εκατοντάδες κουδούνια, με κάτι πελώρια σκυλιά, με άλογα φορτωμένα κιλίμια, παντανίες, φλοκάτες, κουβέρτες, κουζινικά, μικρά παιδιά. Σφυρίγματα και φωνές. Και οι κοκκινομάγουλες βλαχοπούλες με τα τσουράπια τους, με τα κεντημένα φουστάνια τους και γιλέκα. Και οι άντρες μάλλινα ντυμένοι, με τις κάπες τους πάντα και το σκούφο τους, τη γκλίτσα και το ελεύθερο χέρι για τα σφυρίγματα και τις πέτρες. Κάποτε τους έπιανε ο χειμώνας κι αμολούσαν τα ασυγκράτητα άλλωστε πεινασμένα κοπάδια μες” στα σπαρτά. Γίνονταν τσακωμοί, δικαστήρια, απειλές εκατέρωθεν. Χρόνια και χρόνια αυτή η παλίρροια των κοπαδιών.
Μέχρι που έπαψαν να περνούν. Βλέπουμε τα κοπάδια πια να διαβαίνουν κλεισμένα σε πολυόροφα μαντριά πάνω σε φορτηγά. Πέρασε κι αυτό, όπως τόσα άλλα.
Ο δρόμος έφερνε Τσιγγάνους. Κάποτε στρατοπέδευαν στις σιταριές μας και τη νύχτα με φακούς και με λάμπες θυέλλης και με τα σκυλιά τους που φορούσαν στρογγυλά κουδουνάκια σαν εκείνα του θυμιατού κυνηγούσαν σκαντζόχοιρους. Κι ενώ οι άμαξες τους ήταν στρατοπεδευμένες και τα άλογα βοσκούσαν λέφτερα, οι Τσιγγάνες περνούσαν για να ζητήσουν κάτι και για να πουν τη μοίρα. Καμιά φορά έκλεβαν κιόλας. Οι Γύφτοι μας ενέπνεαν γοητεία και φόβο. Όμως ποτέ δεν μας πείραξαν. Και σήμερα ακόμα είναι η φυλή που περισσότερο αγαπώ. Παρέμεινε παιδική και αρχαία σε όλα της. Παρέμεινε παιδική και αρχαία γι’ αυτό και πανέμορφη. Όσο για το φέρσιμο τους μέσα στη χώρα μας υπήρξε άψογο. Δεν μας παίνεψαν ποτέ όπως άλλοι λαοί. Δεν ξέρουν τον Παρθενώνα μας, τον Όμηρο μας και τις Μυκήνες μας· δεν ξέρουν τον Μαραθώνα μας, τον Λεωνίδα μας, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο μας, τον Ρίτσο μας, τον Καζατζάκη μας, τον Σεφέρη μας και τον Ελύτη μας. Κι όμως αυτοί που ποτέ δεν μας παίνεψαν για τίποτε ποτέ δεν μας φέρθηκαν μπαμπέσικα, όπως άλλοι λαοί που μας παίνεψαν πολύ και παινεύονται πως μας ξέρουν καλά και μας αγαπούν.
Ο δρόμος έφερνε το θείο μου το δάσκαλο και τα ξαδέρφια μου από το Πετροχώρι. Έφερνε τα ξαδέρφια μου από τον Πειραιά και την Αθήνα. Έφερνε τον πατέρα μου από το Αγρίνιο. Έφερνε τη μυρουδιά της πόλης. Για μας η μυρουδιά της βενζίνας, του πετρελαίου, του καπνού της εξάτμισης, δεν ήταν μόλυνση και κακά πράγματα. Ήταν η μυρουδιά του παραπέρα, η μυρουδιά του πολιτισμού. Κι ό,τι πετιόταν από το αυτοκίνητο (εκτός από τις σακούλες με τους εμετούς), άδεια κουτιά από τσιγάρα, χαρτάκια χρωματιστά από καραμέλες, ήσαν πράγματα πολύτιμα. Οι άνθρωποι που ερχόντουσαν από την πόλη είχαν μια άλλην μυρουδιά. Ακόμα κι ο πατέρας μου που πήγαινε εκεί για μια μέρα μύριζε πόλη. Ο δρόμος λοιπόν έφερνε σε μας, κάποτε, μαζί με τις μυρουδιές, το πολιτισμένο «παραπέρα». Ακόμα κι ο κουρνιαχτός των αυτοκινήτων ήταν καλόδεχτος.
Εμείς, λοιπόν, αγαπούσαμε και θαυμάζαμε ό,τι έφερνε ο δρόμος από την πόλη. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι χειρότεροι από μας. Οι βουνίσιοι που δεν είχαν δει ποτέ τους αυτοκίνητο. Κάποτε ο μπάρμπας μου ο Αντρέας έφερε από την Κερασιά, χωριό της μάνας μου, το γιο του τον Γιώργο, εφτά χρονών παιδί και μια προβατίνα. Βάλαμε την προβατίνα στο δικό μας κοπάδι. Και συνέβαινε το εξής: τα αυτοκίνητα ήσαν βεβαίως πολύ αραιά. Και πάνω στο χαλικόδρομο με τις στροφές και τις λακκούβες πήγαιναν αργά. Το «πηγαίνει με πενήντα» εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη ταχύτητα. Λοιπόν, στο μέρος που ήταν το σπίτι μας, ο δρόμος ήταν φανερός πάνω σε δύο χιλιόμετρα. Η προβατίνα κι ο Γιώργος, μόλις έραζε κάποιο αυτοκίνητο στη στροφή του Αγίου Χαραλάμπου, στήλωναν επάνω του τα μάτια τους εκστατικά και ακολουθούσαν το αυτοκίνητο σ’ όλη τη διαδρομή, μέχρι που χανόταν στη στροφή της Βαρειάς για Αγρίνιο. Έβλεπες τα δύο Βουνίσια κεφάλια της προβατίνας και του αγοριού ν’ ακολουθούν το αυτοκίνητο από τη στιγμή που ξεκάμπιζε, μέχρις εκεί που κρυβόταν. Όλα τα άλλα πρόβατα βοσκούσαν, όμως η προβατίνα που ήρθε από τα Βουνά κοίταζε τ’ αυτοκίνητα. Όλα τ’ άλλα αγόρια έπαιζαν, όμως το αγόρι που ήρθε από τα Βουνά κοίταζε τ’ αυτοκίνητα. Ποτέ μου δεν ξέχασα τα δύο αυτά κεφάλια που γύριζαν αργά παρακολουθώντας τ’ αυτοκίνητα.
Ο δρόμος είχε τα γεφύρια του. Τα γεφύρια, οι ναοί των παιδιών, η κατοικία των απόκληρων. (Παράξενο· πάντα τα θεωρούμε μέρος του ποταμού, μα στην πραγματικότητα είναι μέρος του δρόμου.).
Τα γεφύρια όταν ήμουν παιδί ήταν χώροι για πολλές χρήσεις. Κοπάδια σταύλιζαν εκεί τα καλοκαίρια. Άστεγοι ταξιδιώτες τα χρησιμοποιούσαν για στέγη. Κλεμμένα ζευγάρια εύρισκαν εκεί προσωρινό καταφύγιο. Πεζοπόροι που αναζητούσαν δροσιά και ύπνο κατέφευγαν εκεί τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Μάγοι και μάγισσες τα χρησιμοποιούσαν τα μεσάνυχτα για να μαζεύουν διαβόλους, θυμούμαι κάποτε μια γυναίκα που φημιζόταν για μάγισσα. Κρατώντας ένα παλούκι έβγαινε μια νύχτα από ένα γεφύρι. Και με τη στριγγιά της φωνή μας είπε: «Μην πείτε σε κανέναν πως με είδατε εδώ μωρέ παλιόπαιδα. Αν πείτε τίποτε, θα σας πάρει ο διάβολος».
Ακόμα εκεί, στα γεφύρια όπου διασταυρώνεται ο δρόμος των ανθρώπων κι ο δρόμος του νερού, σταματούσε η Κυρά Κάλλω με το συνάφι της, όταν διέτρεχε τα ρέματα με τραγούδια χορούς και όργανα. Σταματούσε για λίγο. Δεν είναι η Κάλλι των Ινδιών. Πιστεύω πως είναι η Καλλίστη, η αρχινεράιδα με το εκθαμβωτικό κάλλος, που εγώ σας ορκίζομαι, τη συνάντησα πολλάκις με διάφορα πρόσωπα γυναικών. Είναι γι’ αυτήν που έχω γράψει στο απώτερο μα και στο πρόσφατο παρελθόν:
Εκεί δα μια ξυπόλυτη και λαμπροφορεμένη
που ‘χε του ρίσου τα πλουμιά της αστραπής τα μάτια
Την κράζω να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια.
Κι αυτή μου λέει πως προτιμά τα δροσερά σεντόνια.
Εκείνο που θυμούμαι έντονα από τα γεφύρια ήταν η δροσιά τους. Μα πάνω απ’ όλα η ακουστική τους. Καμαρωτά καθώς ήταν τα περισσότερα, στρογγύλευαν τις φωνές μας και τις έκαναν να κατευθύνονται προς τις ψαλμωδίες, διότι όλο αυτό το στρογγύλεμα, το καμάρωμα της φωνής, μας θύμιζε τις φωνές των παπάδων και των ψαλτάδων στις εκκλησιές. Στα γεφύρια, λοιπόν, εμείς τα παιδιά, θα έλεγα, Βυζαντινίσαμε τις φωνές μας.
Στο δρόμο αυτόν περπάτησαν διάφοροι σαλοί, παλαβοί, όπως τους έλεγαν, και που εμείς τα παιδιά τους φοβόμασταν, μόλο που αυτοί ήσαν οι ηπιότεροι και οι αθωότεροι άνθρωποι. Ο Μητρός απ’ την Τατάρνα. Ο Νίκος ο Παλαβός. Ο Γιάννης Νικάκης. Ο Ταμπουρλογιάννης. Ο τελευταίος αυτός ήταν θείος της μάνας μου. Δεν έκανε παιδιά και οικογένεια, γιατί, έλεγε, «το να κάνεις παιδιά σ’ ένα τόσο σκληρό κόσμο είναι κακούργημα». Γύριζε εργάτης εδώ κι εκεί. Για να βγάζει το ψωμί του. Αλλά κυρίως για να μπορεί να πληρώνει τους οργανοπαίχτες στα πανηγύρια και να χορεύει. Αγαπούσε τα όργανα, εξού και Ταμπουρλογιάννης. Και ήταν έξοχος, φημισμένος χορευτής. Κι όταν φέρνω στο νου μου αυτό τον περιφρονημένο «παλαβό» συγγενή, θυμούμαι πάντα τους στίχους του ‘Ελιοτ που λένε:
Αδυνατούσε να Βαδίσει των ανθρώπων την οδό
κι έγιν’ εντέλει ένας χορευτής μπρος στο θεό.
Στη Ραΐνα, ο δρόμος που συνόδευε τον αμαξωτό δρόμο ήταν αυτός που διάβαινε το νερό. Το Ραϊνόρεμα ίσως να είναι η νοτιότερη ρίζα του Αχελώου. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο δρόμους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Γνώρισα το ζωντανό ημερολόγιο των εποχών. Διάβασα τις πρώτες μαγικές σελίδες που ήσαν τα ανοιχτά φτερά της πεταλούδας. Γνώρισα πολιτείες μυθικές, πανάρχαιες παρατηρώντας ώρες και ώρες τις φωλιές των μυρμηγκιών. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο δρόμους άκουσα τραγούδια και θρύλους, παραμύθια και ιστορίες για φονικά και πνιγμούς και ανθρώπους που τρελάθηκαν κυνηγημένοι από φωνές ή από παράφορο έρωτα, από αδικίες ή από άγνωστο σάλεμα του λογικού. Αυτός ο ταπεινός δρόμος, περπατημένος από βροχιές και χιόνια, όπως όλοι οι δρόμοι, από ομίχλες κι αρρώστιες, φήμες κι αρώματα και δυσωδίες, είναι πολύ ασήμαντος και συνάμα πολύ σημαντικός.
Όχι μόνο γιατί, όπως είπαμε, οδηγεί σε όλη την Ευρώπη και την Ασία, μα προπάντων γιατί (όπως θα έλεγε ο Φερνάντο Πεσόα) είναι ο δρόμος από τον οποίο βλέπεις το σύμπαν όπως από κάθε άλλο μέρος της γης. Είναι ο δρόμος που τον Βλέπουν και τον περπατούν τα διάσημα ουράνια ζώα, ο ήλιος και το φεγγάρι. Είναι ο δρόμος που τον Βλέπουν οι ίδιοι αστερισμοί πάνω στους οποίους ρέμβασαν ποιητές και στρατηλάτες απ’ όλο τον κόσμο, λαοί, φυλές και ομάδες και τα μοναχικά εκείνα άτομα που λέγονται ήρωες. Εντέλει δεν είναι ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, αλλά ο δρόμος. Κι αν θέλουμε, πιο συγκεκριμένα, είναι μέρος του ενός δρόμου, του μεγάλου δρόμου που είναι τυλιγμένος στο κουβάρι της γης, της γης που είναι κι αυτή ένα χαλίκι πάνω στον άλλο δρόμο που λέγεται Γαλαξίας.