.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
– 8 Φεβρουαρίου 2025 –
Είναι η 39η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 326 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:22 – Δύση ήλιου: 17:56 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 34 λεπτά
🌔 Σελήνη 10.6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Θεόδωρο, Θεοδώρα, Ζαχαρία,
Ζάχαρη, Ζάχαρο, Ζαχαρένια και Ζαχαρούλα
| Γεγονότα
1692 – Ένας γιατρός στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης αποφαίνεται ότι τρία κορίτσια έχουν κυριευτεί από το Σατανά. Η διαπίστωση αυτή θα οδηγήσει αργότερα στο Κυνήγι Μαγισσών του Σάλεμ, όπως θα μείνει στην ιστορία.
Τον κρύο χειμώνα του 1692, στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης, δύο κορίτσια, η κόρη του αιδεσιμότατου Σάμιουελ Πάρις, Μπέτι, και η κηδεμονευομένη του, Άμπιγκειλ Ουίλιαμς, άρχισαν να παρουσιάζουν περίεργη συμπεριφορά. Μιλούσαν παράξενα, κρύβονταν κάτω από πράγματα και σέρνονταν στο πάτωμα. Κανένας γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει τα συμπτώματα, μέχρι που ένας εξ αυτών απεφάνθη στις 8 Φεβρουαρίου ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα. Έτσι ο πάτερ Σάμιουελ και άλλοι ευλαβείς συμπολίτες του άρχισαν να πιέζουν τα δύο κορίτσια -και άλλα παιδιά που αργότερα παρουσίασαν ανάλογη συμπεριφορά- να κατονομάσουν τους ανθρώπους που τους οδήγησαν στα μονοπάτια του διαβόλου.
Οι τρεις πρώτες γυναίκες που κατηγορήθηκαν ήταν η Σάρα Γκουντ, η Σάρα Όσμπορν και η Τιτούμπα. Η Σάρα Γκουντ ήταν επαίτης, κόρη ενός γάλλου ξενοδόχου, που αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν έφηβη ακόμα. Η Σάρα Όσμπορν ήταν μία κατάκοιτη ηλικιωμένη γυναίκα, που άρπαξε την περιουσία του πρώτου συζύγου της από τα παιδιά του και την έδωσε στον δεύτερο σύζυγό της. Η Τιτούμπα ήταν η ινδιάνα σκλάβα του αιδεσιμότατου Σάμιουελ Πάρις.
1912 – Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος πραγματοποιεί την πρώτη πτήση στην Ελλάδα, με αεροπλάνο τύπου «Νιεπόρ» 50 ίππων.
Την ίδια μέρα θα πετάξει για δεύτερη φορά, με συνεπιβάτη τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ακριβώς στις 8:10 το πρωί ο Αργυρόπουλος «σήκωσε» το αεροπλάνο του, υπό τις επευφημίες του πλήθους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και πολλοί επίσημοι.
Η πτήση αυτή, που σηματοδοτεί τη γέννηση της ελληνικής αεροπορίας, διήρκεσε 16 λεπτά και υπήρξε απόλυτα επιτυχής.
Μία ώρα αργότερα έγινε και δεύτερη πτήση, με συνεπιβάτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το αεροπλάνο διέγραψε μερικούς κύκλους πάνω από τον χώρο απογειώσεως σε ύψος 80 μέτρων και προσγειώθηκε ύστερα από 4 λεπτά με επιτυχία.
Διαβάστε περισσότερα στο link που ακολουθεί:
Εμμανουήλ Αργυρόπουλος | Η πρώτη πτήση της ελληνικής αεροπορίας
1981 – Η τραγωδία της Θύρας 7 του σταδίου «Καραΐσκάκη». Μετά το τέλος του αγώνα Ολυμπιακού – ΑΕΚ (6-0) οι οπαδοί των ερυθρολεύκων, στην προσπάθειά τους να βγουν έξω από το γήπεδο, βρίσκουν τη Θύρα 7 κλειστή, με αποτέλεσμα να ποδοπατηθούν. Ο απολογισμός: 21 νεκροί και 32 τραυματίες.
Η χαρά των 35.450 οπαδών του Θρύλου φθάνει στα ουράνια. Το πιο ζωντανό τμήμα της ολυμπιακής οικογένειας, τα παιδιά της Θύρας 7, βιάζονται να «καταπιούν» τα σκαλιά και να βρεθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται στη Θύρα 1 για να αποθεώσουν τα ινδάλματά τους. Και τότε συμβαίνει το μοιραίο. Κάποιος γλιστράει σ’ ένα μαξιλαράκι και κυλάει από τα σκαλιά ως την πόρτα, που για κάποιους ήταν κλειστή και για άλλους μισάνοιχτη. Η αποσυμφόρηση του χώρου είναι αδύνατη, με αποτέλεσμα αυτοί που ακολουθούν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του 18χρονου τότε Ηλία Λύτρα που έπεσε από τους πρώτους στα σκαλοπάτια της Θύρας 7 και τραυματίστηκε. «Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Όταν έφτασα όμως στα τελευταία σκαλοπάτια, γλίστρησα και έπεσα. Πριν καταλάβω καλά-καλά τι έγινε άρχισαν να πέφτουν πάνω μας ένας, δύο, τρεις, δέκα, εκατό..»
Το ρολόι δείχνει 5 παρά 2 και η χαρά μετατρέπεται σε θρήνο. Κάποιοι αστυφύλακες καταφέρνουν να “ξεριζώσουν” ένα από τα τουρνικέ και να απεγκλωβίσουν έτσι αρκετό κόσμο. Νεκροί και τραυματίες μεταφέρονται στο Τζάννειο. Οι συγγενείς αναζητούν τους δικούς τους ανθρώπους, εκατοντάδες φίλαθλοι ψάχνουν τους φίλους τους. Οι πρώτοι νεκροί αναγνωρίζονται. Θα ακολουθήσουν και άλλοι. Ο αριθμός τους θα φθάσει τους 21. Το προσωπικό του νοσοκομείου δεν επαρκεί για την περίθαλψη των τραυματιών και γίνονται εκκλήσεις για ιατρικές ενισχύσεις και αίμα.
| Γεννήσεις
1405 – Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος. Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1404 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς[7]. Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του και για αυτό πρόσθεσε το επώνυμό της (Δραγάση) δίπλα στο δικό του, όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο[8]. Ήταν ο νεότερος αδελφός του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και του Θεόδωρου Β´ Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά.
Συχνά αναφέρεται ως πορφυρογέννητος· ελάχιστα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του στην Κωνσταντινούπολη υπό την επίβλεψη των γονιών του. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ciriako Pizzicoli, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (την χρονιά της στέψης του το 1449) ήταν ωραίος, ψηλός, αθλητικός, με στρογγυλό καστανό γενάκι και γκρίζα μαλλιά, γεμάτος ευγένεια και καλοσύνη (Χρήστος Ζαλοκώστας, “Κωνσταντίνος Παλαιολόγος”, 1965). Σε νεαρή ηλικία εκπαιδεύτηκε στο κυνήγι, την ιππασία και την πολεμική τέχνη. Τον Νοέμβριο του 1423 ο αδελφός του Ιωάννης Η´ ταξίδεψε στη Βενετία και την Ουγγαρία για αναζήτηση βοήθειας και όρισε τον Κωνσταντίνο ως αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη· έτσι ο Κωνσταντίνος είχε την πρώτη του επαφή με θέση εξουσίας. Του δόθηκε επίσης ο τίτλος του δεσπότη και του παραχωρήθηκε μία περιοχή που εκτεινόταν κατά μήκος των δυτικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας (Εύξεινος Πόντος), από την πόλη Μεσημβρία στον βορρά μέχρι τον Δέρκο στο νότο.
Ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Ρωμαίος (Βυζαντινός) αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του που έπεσε μαχόμενος κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Μετά το χαμό του ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο «Μαρμαρωμένος βασιλιάς»
1913 – Δανάη Στρατηγοπούλου | Τραγουδίστρια, τραγουδοποιός, δημοσιογράφος, ποιήτρια, συγγραφέας, καθηγήτρια λαογραφίας και φωνητικής μουσικής, που έμεινε στην ιστορία ως το «αηδόνι του Αττίκ».
Η Δανάη Στρατηγοπούλου γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1913 (κατ’ άλλους το 1911) στην Αθήνα και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Γαλλία. Γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει οικονομικά και πολιτικές επιστήμες, αλλά το μεγάλο πάθος της ήταν η μουσική. Ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με το ελαφρό τραγούδι και σπούδασε ορθοφωνία και φωνητική μουσική. Το 1935 άρχισε τη συνεργασία της με τον Αττίκ, όταν τον ακολούθησε ως δημοσιογράφος σε μία περιοδεία του στην Αίγυπτο. «Πήγα δημοσιογραφίσκη -κατά το παιδίσκη- και γύρισα επαγγελματίας τραγουδίστρια» είπε σε μια συνέντευξή της. Η συνεργασία Αττίκ – Δανάης άφησε εποχή. «Με κιθάρα να τα λέει η Δανάη και κάθε πέτρα να πονάει», έλεγε ο Αττίκ για το «αηδόνι» των τραγουδιών του.
Τραγούδησε όλους σχεδόν τους συνθέτες της εποχής, από τον Χαιρόπουλο μέχρι τον Γιαννίδη, αλλά ξεχώρισε ως ερμηνεύτρια του Αττίκ και με τη μοναδική βελούδινη φωνή της ταυτίστηκε με τις μεγάλες στιγμές του: «Ας ερχόσουν για λίγο», «Τ’ οργανάκι», «Μαραμένα τα γιούλια», «Άδικα πήγαν τα νιάτα μου», «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά». Την περίοδο της Κατοχής, ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση, που την οδήγησε στις φυλακές Αβέρωφ. Ενταγμένη στο ΕΑΜ, έκρυβε συναγωνιστές της, οργάνωνε συσσίτια, τραγουδούσε στα νοσοκομεία.
Έγραψε περισσότερα από 300 τραγούδια, πολλά σε στίχους δικούς της και πολλά βιβλία, ενώ ασχολήθηκε και με μεταφράσεις. Μεταξύ άλλων, μετέφρασε ελληνικά δημοτικά τραγούδια στα ισπανικά και ποιήματα στα ελληνικά του Πάμπλο Νερούδα. Την περίοδο της δικτατορίας έζησε στη Χιλή, όπου διετέλεσε καθηγήτρια φωνητικής στο Ωδείο και καθηγήτρια της ελληνικής λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Γνώρισε προσωπικά και μετέφρασε στα ελληνικά το μείζον έργο του Πάμπλο Νερούδα «Κάντο Χενεράλ». «Έξι μήνες τον περίμενα να γυρίσει στη Χιλή. Ήταν πολύ γοητευτικός, σχεδόν ερωτικός!» έγραψε για τη γνωριμία της με τον νομπελίστα ποιητή. Από τον γάμο της με τον Γιώργο Χαλκιαδάκη γεννήθηκε μία κόρη, η Λήδα Χαλκιαδάκη, η οποία με τον Σπύρο Βλασσόπουλο είχαν δημιουργήσει τη δεκαετία του ’70 το συγκρότημα «Λήδα & Σπύρος». Η Δανάη Στρατηγοπούλου έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών στις 18 Ιανουαρίου 2009, σε ηλικία 96 ετών.
1931 – Τζέιμς Ντιν. Αμερικανός ηθοποιός, με σύντομη καριέρα, που έγινε σύμβολο της «επαναστατημένης» νεολαίας της δεκαετίας του ‘50 και η λάμψη του φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Από τις θρυλικές μορφές του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ο Τζέιμς Μπάιρον Ντιν (James Byron Dean) γεννήθηκε στο Μάριον της Ιντιάνα στις 8 Φεβρουαρίου 1931. Γιος ενός απλού οδοντοτεχνίτη, έχασε σε ηλικία οκτώ ετών τη μητέρα του, Μίλντρεντ, και ανατράφηκε από τους θείους του.
Το 1951 ακολούθησε τη συμβουλή του δασκάλου του στο θεατρικό εργαστήρι στο οποίο συμμετείχε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να ασχοληθεί πλέον επαγγελματικά με την υποκριτική. Ώσπου να πάρει το ρόλο του Κάλεμπ Τρασκ στην ταινία «Ανατολικά της Εδέμ», κινηματογραφική διασκευή από το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ από τον Ελία Καζάν, είχε ήδη εμφανιστεί σε επτά τηλεοπτικά σόου και είχε παίξει ένα μικρό ρόλο στο Μπρόντγουεϊ. Τέσσερις μικρές τηλεοπτικές εμφανίσεις, ως το 1955, τη χρονιά που ένας «Επαναστάτης χωρίς αιτία» σε σκηνοθεσία Νίκολας Ρέι, συγκλόνισε τη νεολαία της συντηρητικής Αμερικής και καθιέρωσε το μπλουτζίν, τη στυλιζαρισμένη, δήθεν ανέμελη μπούκλα στο μέτωπο και το μόνιμο συνοφρύωμα στα φρύδια σαν πάγιο σήμα κατατεθέν μιας καταπιεσμένης γενιάς που προσπαθούσε να αντιδράσει.
1941 – Νικ Νόλτε. Αμερικανός ηθοποιός. Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1941 στην Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ. Πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας μετακινούμενος από πόλη σε πόλη με την οικογένειά του. Επέστρεψε στη γενέτειρά του και ως μαθητής διακρινόταν για την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό. Με αθλητική υποτροφία γράφτηκε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Αριζόνας, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του ύστερα από ένα εξάμηνο. Συνέχισε να φοιτά σε διάφορα κολέγια, αλλά ποτέ του δεν πήρε πτυχίο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου έκανε διάφορες δουλειές. Τότε ήταν που άρχισε να ενδιαφέρεται για το θέατρο και ξεκίνησε καριέρα ηθοποιού στο Pasadena Playhouse. Περιόδευσε με διάφορους θιάσους στις ΗΠΑ και το 1973 επέστρεψε στο Λος Άντζελες, όπου ξεκίνησε να εμφανίζεται με μικρούς ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Νόλτε άρχισε να έχει τακτική παρουσία στη μεγάλη οθόνη, παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε με το αλκοόλ. Στους πρώτους σπουδαίους ρόλους του περιλαμβάνονται αυτοί του ποδοσφαιριστή Φίλιπ Έλιοτ στο «North Dallas Forty» (1979), του αστυνομικού Τζακ Κέιτς στην αστυνομική κωμωδία «48 Ώρες» («48 Hours», 1982) και της συνέχειάς της «Ακόμα 48 ώρες» («Another 48 Hrs», 1990), του δημοσιογράφου στο πολιτικό θρίλερ «Αποστολή στη Νικαράγουα» («Under Fire», 1983), του άστεγου άντρα στην κωμωδία του Πολ Μαζέρσκι «Το μούτρο του Μπέβερλι Χιλς» («Down and Out in Beverly Hills», 1986) και του θεατρικού συγγραφέα στο δράμα του Τζον Χάνκοκ «Weeds» (1987).
Γνωστός για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους δυσλειτουργικών ανδρών, συχνά σκληρών κατ’ όψη, αλλά με περίπλοκες εσωτερικές ευαισθησίες. Έγινε γνωστός στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, από τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στην αστυνομική κωμωδία του Γουόλτερ Χιλ «48 Ώρες» (1982) με συμπρωταγωνιστή τον Έντι Μέρφι και το πολιτικό θρίλερ του Ρότζερ Σπότισγουντ «Αποστολή στη Νικαράγουα» (1983) με συμπρωταγωνιστή τον Τζιν Χάκμαν. Στη μακροχρόνια καριέρα του, που διακόπτεται συχνά από τον εθισμό του στο αλκοόλ, έχει προταθεί τρεις φορές για Όσκαρ.
| Θάνατοι
1921 – Πιοτρ Κροπότκιν. Ρώσος πρίγκιπας, από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχικού κινήματος. Αναδείχτηκε σε ποικίλους τομείς, από τη γεωγραφία και τη ζωολογία μέχρι την κοινωνιολογία και την ιστορία. Αριστοκρατικής καταγωγής, γιος του πρίγκιπα Αλεξέι Πέτροβιτς Κροπότκιν, εκπαιδεύτηκε στο επίλεκτο σώμα των ακολούθων στην Αγία Πετρούπολη. Το 1871 αρνήθηκε τη θέση του γραμματέα της Ρωσικής γεωγραφικής Εταιρείας και εγκατέλειψε τα προνόμιά του και έζησε στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Ελβετία όπου εργάστηκε για τη διάδοση των αναρχικών ιδεών. Πριν φύγει για τη Ρωσία έγραψε ένα γράμμα στους The Times του Λονδίνου με το οποίο ευχαριστούσε τον αγγλικό λαό για τη φιλοξενία του κατά τη διαμονή του εκεί.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστήριξε τη Γαλλία, τη Ρωσία και τις συμμαχικές της δυνάμεις εναντίον της Γερμανίας, μια κίνηση που προκάλεσε έκπληξη ανάμεσα σε συντρόφους του. Ο Μαλατέστα τον κατηγόρησε πως εγκαταλείπει τις θεμελιώδεις αναρχικές αρχές, και τελικά ο Κροπότκιν αποξενώθηκε από την κύρια τάση του αναρχικού κινήματος της εποχής.
Επέστρεψε στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1917 όπου τον υποδέχτηκαν ο Αλεξάντερ Κερένσκυ και ένα πλήθος 60.000 ατόμων. Ο Κερένσκυ μετά από κάποιο διάστημα πρότεινε στον Κροπότκιν να αναλάβει το υπουργείο Παιδείας, πρόταση την οποία απέρριψε αμέσως. Ο Κροπότκιν αρχικά ενθουσιάστηκε από τη νέα κατάσταση μετά τη Ρωσική Επανάσταση, μετέπειτα όμως άσκησε σκληρή κριτική κυρίως μέσω επιστολών που έστελνε στον Λένιν.
Ένα κρυολόγημα στα μέσα Ιανουαρίου του 1921, επιδείνωσε τη βρογχίτιδα από την οποία έπασχε, η οποία εξελίχθηκε σε πνευμονία. Ο Λένιν όταν πληροφορήθηκε ότι ο Κροπότκιν αρρώστησε, έστειλε ειδικό τρένο με γιατρούς και τρόφιμα στο Ντμιτρόφ. Η υγεία του όμως ήταν αρκετά επιβαρυμένη και συνεχώς χειροτέρευε. Το πρωί της 8ης Φεβρουαρίου του 1921 πέθανε. Η κηδεία του ήταν η τελευταία μαζική συγκέντρωση αναρχικών στη Ρωσία.
1972 – Μάρκος Βαμβακάρης. Ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και οργανοπαίκτης, ιδιαίτερα σημαντικός μουσικός του ρεμπέτικου τραγουδιού. Θεωρείται ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, καθώς έκανε γνωστό το είδος λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν τα δισκογραφημένα τραγούδια του.
Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου (άλλες πηγές αναγράφουν πως γεννήθηκε στον Δανακό, ένα χωριό στη δυτική πλευρά του νησιού) από τον Δομένικο και την Ελπίδα Βαμβακάρη, το γένος Προβελλεγγίου, Καθολικούς της Σύρου (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, άκουσε κατά τύχη τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα στο τεκέ μας») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η επιτυχία αυτής της ηχογράφησης σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, αφού έκτοτε ξεκίνησαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας να κάνουν ηχογραφήσεις συνοδεία λαϊκής ορχήστρας με μπουζούκια.
Το καλοκαίρι του 1934 συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό -για την εποχή- μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» στο μαγαζί του Σαραντόπουλου στον Πειραιά. Καθιέρωσε για πρώτη φορά την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη επιτυχημένη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών που εμφανιζόταν στην ταβέρνα.
Η περίοδος λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση). Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
Ο Μάρκος Βαμβακάρης απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, στην Αθήνα, σε ένα διάδρομο του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός» όπου είχε εισαχθεί για νοσηλεία, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Την επόμενη μέρα του θανάτου του, κηδεύτηκε στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών στη Νίκαια. Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Μάρκου, Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της. Το 2020, μέρος των οστών του ενταφιάστηκαν στο καθολικό κοιμητήριο της γενέτειρας του, της Σύρου.
Διαβάστε επίσης στο link που ακολουθεί:
Μάρκος Βαμβακάρης | Όλες οι τέχνες πού ‘καμα
1980 – Νίκος Ξυλούρης (γνωστός επίσης και με το παρατσούκλι Ψαρονίκος ή τον τιμητικό χαρακτηρισμό Αρχάγγελος της Κρήτης). Ήταν Έλληνας μουσικός και τραγουδιστής του λαϊκού, του δημοτικού και του εντέχνου τραγουδιού. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικούς, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση της κρητικής παραδοσιακής μουσικής.
Γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνης της Κρήτης, από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν στρατεύματα γερμανικής κατοχής έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας, όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής, Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του, Μενέλαου Δραμουντάνη, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Σταματά το σχολείο, μαθαίνει μόνος του τις πρώτες νότες, γράφει μαντινάδες και αρχίζει να παίζει σε γάμους και πανηγύρια σε όλη την Κρήτη, δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία τον δίσκο Ανυφαντού και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις είχαν ωριμάσει πλέον και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Μετακόμισε στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο, και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία, με τον δίσκο Χρονικό και τα Ριζίτικα. Παράλληλα, γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Στην ακμή της καριέρας του, τον Μάιο του 1979, ο Νίκος Ξυλούρης αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στους πνεύμονες με μετάσταση στον εγκέφαλο. Μεταβαίνει στο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης για να χειρουργηθεί και επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από αλλεπάλληλες επεμβάσεις, στις αρχές Αυγούστου. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, σε «συναυλία αγάπης», που διοργανώνει για εκείνον ο Σταύρος Ξαρχάκος στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, με στόχο την κάλυψη των εξόδων της νοσηλείας του, 25.000 άνθρωποι τραγουδούν και προσεύχονται για να γίνει καλά. Τον Δεκέμβριο πηγαίνει για μία εβδομάδα στο «Μεμόριαλ», ωστόσο έχει εξανεμιστεί κάθε ελπίδα.[2] Τελικά έχασε τη μάχη στο αντικαρκινικό νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980, σε ηλικία μόλις 43 χρονών.
Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας, “εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα”.