Μπορεί να είναι και ένας θρύλος
που τον έγραψε ίσως
η Νέα Γενιά της Ελλάδας με το αίμα της
- Από το Ιστορικό Αρχείο
του Σπύρου Γερολυμάτου (Λέανδρου)
Ανάμεσα από μερικές εφημερίδες του αγώνα, που έτυχε να πέσουν στα χέρια μου, βρήκα μερικά χειρόγραφα που δεν ξέρω ποιος τά ‘γραψε και πώς βρέθηκαν εκεί πέρα. Αυτό βέβαια δεν μας ενδιαφέρει και πολύ. Εκείνο μονάχα που έχω να σας πω είναι πως στα χειρόγραφα αυτά είναι γραμμένη μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Ίσως νά ‘ναι και κανένας θρύλος, ποιος ξέρει…. Ο βλογημένος δεν μας κατατοπίζει σχετικά. Πήρα λοιπόν κι εγώ και την αντέγραψα, γιατί τα χειρόγραφα είχαν αρχίσει να τρίβονται.
Οι δυο αντάρτες κουρασμένοι απ’ τη πορεία έπεσαν να κοιμηθούν. Ο ρυθμικός κρότος που έκανε το νερό, καθώς έπεφτε στη φτερωτή του μύλου, γρήγορα τους αποκοίμισε. Ήταν φίλοι προτού ακόμα βγουν στο βουνό, παιδιά της ΕΠΟΝ. Η φιλία τους σφυρηλατήθηκε απ’ τους κοινούς κινδύνους της αντάρτικης ζωής, από κοινές λαχτάρες και πόθους. Θα τους εύρισκες πάντα μαζί σε κάθε δύσκολη αποστολή, όπως κι απόψε, που αγκαλιασμένοι κοιμούνται στον έρημο τούτο μύλο. Μια μέρα ο Πάνος είπε στο Γιάννη πως και στο θάνατο ακόμα θα ‘ναι ενωμένοι…
Κατά τα χαράματα τους ξύπνησαν άγριες φωνές. Πετάχτηκαν και οι δυο κι έτρεξαν να πάρουν τα όπλα, μα ένα γέλιο σατανικό τους σταμάτησε. Εκεί μπροστά τους στέκονταν δυο τσολιάδες με τα όπλα προτεταμένα, ενώ ένας άλλος είχε πιάσει την πόρτα του μύλου. Κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Άλλωστε τους είχαν πάρει τα όπλα πάνω στον ύπνο τους.
– Μας πρόδωσαν Πάνο! ακούστηκε η φωνή του Γιάννη.
– Μη στενοχωριέστε παιδιά, τους λέει γελώντας ειρωνικά ο ένας τσολιάς. Σε λίγο θα δείτε και την πόλη! Τι διάολο, ήρθατε τόσο κοντά!
Ξεκίνησαν. Προχωρούσαν δίπλα – δίπλα χωρίς να μιλούν. Γύρω τους οι τσολιάδες. Όταν έφτασαν κοντά στη πόλη, ο Γιάννης λέει στο Πάνο:
– Ξέρεις πού πάμε;
– Ναι Γιάννη. Στο θάνατο! Μα ξέρω επίσης πως πεθαίνουμε για να ζήσει η Ελλάδα! Να, κοίτα! Φάνηκε η πόλη. Πόσοι άνθρωποι δεν περιμένουν εκεί μέσα το λυτρωμό;
Kοιτάχτηκαν χαμογελώντας. Και προχωρούσαν τώρα με βήμα πιο σταθερό. Για το Θάνατο! Για να ζήσει η Ελλάδα!
Ο Διοικητής του Τάγματος νευριασμένος έκοβε βόλτες μέσα στο γραφείο του. Οι δυο φίλοι, ορθοί πιο πέρα, τον κοίταζαν με περιφρόνηση. Τούτος, σε μια στιγμή, στάθηκε μπροστά τους με τα χέρια στις τσέπες της κυλόττας του. Η φωνή του ακούστηκε βρα-χνή.
– Ώστε είστε αντάρτες έ!
-Ναι! απαντάει ο Πάνος. Είμαστε αντάρτες! Για-τί, δε σου αρέσει αυτό;
-Ποιος σ’ έμαθε μωρέ να μιλάς έτσι;
-Το δίκιο του Λαού μας, λέει ο Γιάννης. Το αίμα των νεκρών αδερφιών μας! Τα δάκρυα των ορφανών! Οι φλόγες των καμένων χωριών!
Τα λόγια τούτα βούιξαν στ’ αυτιά του προδότη αξιωματικού. Ο Γιάννης έτρεμε από συγκίνηση. Ο Πάνος γελούσε κι ο προδότης αξιωματικός έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα.
Δύο ώρες κράτησε η ανάκριση. Μα οι τσολιάδες δεν έμαθαν τίποτα απ’ τα δυο αυτά παιδιά. Κι ούτε θέλησαν να τα χτυπήσουν. Ο ηρωισμός των παλικαριών τους έκανε κατάπληξη κι όλοι τους κοίταζαν σαν χαμένοι με στόμα ανοιχτό. Οι Γερμανοί έτριβαν τα μάτια τους! Τους πήγαν συνοδεία στη φυλακή. Κάθε μέρα ανακρίσεις, μα τίποτα δε μπορούσαν να μάθουν. Τα παιδιά κρατούσαν πάντα την ίδια ηρωική στάση.
Ένα πρωί έμαθαν πως θα εκτελεστούν εξήντα κρατούμενοι, στη θέση ακριβώς που οι αντάρτες ανατίναξαν ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Τους κατέβασαν όλους στην αυλή της φυλακής κι άρχισαν να φωνάζουν τα ονόματα των μελλοθανάτων. Κανένας δεν λύγισε. Κάθε «παρών» αντηχούσε βροντερό στο πρωινό αέρα. Κάθε «παρών» και μια θυσία στο βωμό της Λευτεριάς.
Πρώτα φώναξαν το Γιάννη κι ύστερα αμέσως το Πάνο. Βγήκαν μπροστά, όπως πάντα, γελαστοί. Ένας Γερμανός, που γνώριζε τον Πάνο από τότε που δούλευε σ’ ένα γκαράζ, θέλησε να τον σώσει.
– Εσύ νo κουμμουνίστ! του λέει.
Ο Πάνος κοίταξε μια φορά το Γερμανό μια το Γιάννη και απάντησε αδίσταχτα.
-Εγώ κουμμουνίστ! Και πήδηξε πάνω στο αυτοκίνητο.
Ο Γερμανός τον κοίταξε σα χαμένος και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Αγκαλιασμένοι οι δυο φίλοι άρχισαν να τραγουδούν. Τους ακολούθησαν και οι άλλοι μελλοθάνατοι ώσπου φτάσανε στο τόπο της θυσίας. Αυτούς και δυο άλλους, το Βάκχο και το Δία, τους έβγαλαν στην άκρη. Θα τους κρεμούσαν στις τηλεγραφοκολόνες.
Πριν χωριστούν αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν για τελευταία φορά. Κι εκείνη τη στιγμή ο Πάνος θυμήθηκε τα λόγια του Γιάννη: «και στο θάνατο μαζί!»
Πρώτον κρέμασαν το Γιάννη. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ζήτω η ΕΠΟΝ! Ζήτω η Ελλάδα! Γεια σου Πάνο». Κι ο Πάνος τράβηξε για την κολόνα του.
– Περίμενέ με Γιάννη, φώναξε κι ανέβηκε γρήγορα στο σκαμνί.
Έκοψε μια κλοτσιά στον τσολιά που ήρθε να τραβήξει το σχοινί και πέρασε μονάχος του τη θηλιά!
– Ζήτω η ΕΠΟΝ, Ζήτω η Ελλάδα και έσπρωξε με τα πόδια του το σκαμνί, τη στιγμή που οι άλλοι 56 ήρωες έπεφταν κάτω από τα δολοφονικά βόλια των “Ελλήνων” προδοτών.
Ο ένας απ’ τους φίλους λεγόταν Πάνος Πάσχος κι ήταν απ’ το Αγρίνιο. Ο άλλος Γιάννης Μαυρέλης απ’ τη Λεπενού του Βάλτου. Κρεμάστηκαν στις 31 Ιούλη 1944 στα Καλύβια Τριχωνίδας.
Ο άγνωστος συγγραφέας, πιο κάτω, μας λέει πως τα δυο παιδιά είχαν κι έναν φίλο Επονίτη, το Χρήστο Σαλάκο απ’ το Αγρίνιο. Κρεμάστηκε κι αυτός, πιο μπροστά τη Μεγάλη Παρασκευή, στην πλατεία την κεντρική της πόλης, από τους ίδιους προδότες!
Εδώ τελειώνουν τα χειρόγραφα και μαζί κι ο θρύλος που λέγαμε. Κι έχει γούστο τώρα να νομίσετε πως όλα αυτά τα ‘γραψα εγώ και μάλιστα πως είναι και… αληθινά!
Σας είπα. Είναι ένας θρύλος, που ίσως να τον έγραψε με το αίμα της η Νέα Γενιά της Ελλάδας… Όπως και τόσους άλλους…
Διαβάστε όλες τις αναρτήσεις
του ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΛΕΑΝΔΡΟΥ
κάνοντας clik πάνω στην κάρτα που ακολουθεί