.
Είναι μια ιστορία
– Ένα Καθαρτήριο στο Αιγαίο –
19 Φεβρουαρίου 1947:
αποφασίζεται η ίδρυση του στρατοπέδου στη Μακρόνησο
τόπος μαρτυρίου και εξορίας πολιτικών κρατουμένων
| Στην Μακρόνησο, ένα άγονο νησί 15 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ξεκίνησε η λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης με εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19 Φεβρουαρίου 1947. Ο Υπουργός Εσωτερικών που έδωσε την εντολή για τη λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ήταν ο Χριστόφορος Στράτος
Στο αρχικό εισηγητικό σημείωμα που συντάχθηκε μετά τις εκλογές της 1-4-1946, αναφέρεται επί λέξει: «Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες δέον όπως εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόπτους αριστερισμού». Ο Υπουργός Εσωτερικών που έδωσε την εντολή για τη λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ήταν ο Χριστόφορος Στράτος. Ο Στράτος ανήκε στη γνωστή οικογένεια που στη συνέχεια κατείχε την Πειραϊκή-Πατραϊκή. Ο επικεφαλής του «αναμορφωτικού έργου» της Μακρονήσου ήταν ο ταξίαρχος Γεώργιος Μπαϊρακτάρης.
Οι πολιτικοί της εποχής χαιρέτησαν τη λειτουργία αυτού του σωφρονιστικού ιδρύματος. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αναφέρθηκε σε αυτό ως«αναρρωτήριο ψυχών», «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», «εθνική κολυμβήθρα» και «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε ότι «στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων».
Η Μακρόνησος άνοιξε τις πύλες της στις 26 Μάη 1947, όταν άρχισαν να μεταφέρονται εκεί, από άλλες στρατιωτικές μονάδες, οι πρώτοι «επικίνδυνοι» στρατιώτες. Σιγά σιγά δημιουργήθηκαν τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (Α’ ΕΤΟ, Β’ ΕΤΟ και Γ’ ΕΤΟ) ενώ οι ύποπτοι για το καθεστώς έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σχημάτισαν ξεχωριστό τάγμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν εκεί και οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) όπου κρατούνταν οι υπόδικοι στρατοδικείων, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ καθώς και οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής.
Βαθμηδόν η Μακρόνησος έγινε το υπ’ αριθμόν 1 κέντρο μέσα από το οποίο το μοναρχοφασιστικό καθεστώς επιχειρούσε με πρωτοφανή βασανιστήρια να σπάσει το ηθικό των δεσμωτών αγωνιστών, να τους επιβάλει να αποκηρύξουν το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, τις άλλες οργανώσεις της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και φυσικά το ΚΚΕ, να τους μετατρέψει, εφόσον ήταν δυνατόν, σε πειθήνια όργανά του ή να τους εξοντώσει ηθικά και σωματικά.
Από τον Ιούλη του 1948 άρχισαν να μεταφέρονται στη Μακρόνησο και πολιτικοί εξόριστοι που κρατούνταν στα νησιά του Αιγαίου. Εστάλησαν εκεί ακόμη και έφηβοι, ανήλικοι, τρόφιμοι αναμορφωτηρίων όπως αυτού της Κηφισιάς. Λίγο αργότερα το νησί έγινε τόπος συγκέντρωσης και για τις εξόριστες γυναίκες. Οι κρατούμενοι ήταν κατά κύριο λόγο πολίτες, άνδρες, γυναίκες αλλά και παιδιά τους, οι οποίοι είχαν ηγηθεί ή συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση, κατά τη διάρκεια της σκοτεινής περιόδου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η άοπλη στρατιωτική θητεία, ένας παράδοξος για την εποχή θεσμός, αποσκοπούσε όχι απλά στον έλεγχο της εμφυλιοπολεμικής στράτευσης των ανδρών αλλά στην ολοκληρωτική εξαφάνιση του προοδευτικού κινήματος, καθώς συνοδευόταν από βασανιστήρια μεγάλης βαναυσότητας. Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίωνπου έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης.
Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές «δηλώσεις μετανοίας» τα φρονήματά, τις ιδέες ή τα ιδανικά τους. Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο «ανανήψας»και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του «εαμοσλαβισμού» κ.λ.π.
Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικά σαν στόχο την πλήρη καταρράκωση του «μεταμεληθέντος», ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ). Να σημειωθεί ακόμη ότι η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον «ανανήψαντα» προς τους «αμετανόητους» πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκούντως πειστική, προκαλούσε άγρια αντίδραση των φρουρών και την εξαρχής απαίτηση για όλα τα προηγούμενα. Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων «γενιτσάρων» (όπως τους αποκαλούσαν όσοι έμεναν αμετακίνητοι στα πιστεύω τους) που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε «εθνικά αναβαπτισμένοι» στο μέτωπο.
Οι έγκλειστοι ήταν αντιστασιακοί που ανήκαν στην ΕΠΟΝ, πολιτικοί εξόριστοι, υπό περιορισμό αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, υπόδικοι πολιτικοί κρατούμενοι, ανήλικοι πολιτικοί κατάδικοι, εξόριστες γυναίκες απ’ το Τρίκερι, προληπτικά συλληφθέντες πολίτες, Μάρτυρες του Ιεχωβά, μέλη και ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ κ.ά., ανάμεσά τους και (ήδη ή μετέπειτα) γνωστές προσωπικότητες όπως ο συνυποστείλας τη ναζιστική σημαία στην Ακρόπολη Απόστολος Σάντας, ο (μετέπειτα) γνωστός δικηγόρος του Αρείου Πάγου από τη Θεσσαλονίκη Γεώργιος Γιαννιός, ο ηθοποιός Θανάσης Βέγγος και ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος.
Εν μέσω της φρικτής εκείνης κατάστασης, τα «Τάγματα Σκαπανέων», δηλαδή των άοπλων φαντάρων (στρατιωτών, ναυτών και αεροπόρων) που υπηρετούσαν εκεί, αγωνίστηκαν να επιδείξουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη και συνοχή ανάμεσά τους. Όσον αφορά στον αριθμό των σκαπανέων που εκτοπίσθηκαν τελικώς στο νησί, γίνεται αρχικά λόγος για 3.000 αφοπλισμένους οπλίτες στους οποίους στάλθηκαν ατομικές προσκλήσεις και συγκρότησαν το Α’ Τάγμα.
Αρχικά μεταφέρονται στο Λιόπεσι Αττικής, στους ελαιώνες όπου έδρευε το απομονωτήριο του Ά Σώματος Στρατού, όπου υφίσταται κλίμα τρομοκρατίας. Στη συνέχεια και έπειτα από το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου του 1946, αποφασίζεται η μεταφορά τους με οπλιταγωγό μέσω Λαυρίου στην Κρήτη. Στη θέση «δεξαμενή» 15 χιλ. έξω από τον Άγιο Νικόλαο εγκαθίσταται το Ά Τάγμα (και οι φαντάροι δημιουργούν οι ίδιοι το στρατόπεδό τους) και στο Ρέθυμνο (από τις 15 Νοεμβρίου του 1946) το νεοδημιουργηθέν ΄Β Τάγμα. Στις 28 Μαΐου του 1947 μεταφέρονται εκ νέου στη Μακρόνησο, νησί άγονο και άνυδρο στο οποίο βρίσκονταν οι τάφοι εκατοντάδων Τούρκων στρατιωτών, αιχμαλώτων του ελληνικού στρατού από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, η πλειονότητα των οποίων είχε αποβιώσει από επιδημία χολέρας (!).
Τα στοιχεία κάνουν μνεία για 8.000 εξόριστους υπαξιωματικούς, οπλίτες και ποινικούς φυλακισμένους (σε 4 στρατόπεδα), ενώ το Σεπτέμβριο του 1947 ο αριθμός έχει ανέβει στις 10.000 (σε 5 στρατόπεδα, περιλαμβανομένων των στρατιωτικών φυλακών). Κριτήριο για την επιλογή και μεταφορά των αξιωματικών στη Μακρόνησο αποτέλεσε ο διαχωρισμός τους σε Α΄ή ΄Β πίνακος. (του ΄Β πίνακος θεωρούνταν «ύποπτοι» και στέλνονταν για «αναμόρφωση»).
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, από τα μέσα του 1948 πάνω από 15.000 φαντάροι και αξιωματικοί είχαν «μεταμεληθεί», ενώ λίγους μήνες νωρίτερα η εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», επίσημο όργανο του ΕΑΜ, έγραφε ότι 15.000 «σκαπανείς» βρίσκονται εκτοπισμένοι στη Μακρόνησο και έθετε ερωτήματα προς τον υπουργό των Στρατιωτικών τόσο για την τύχη τους, όσο και για τη σκοπιμότητα της παρατεινόμενης εκεί παραμονής τους.
Διαβάστε επίσης στο link που ακολουθεί:
Το γλυπτό της Μακρονήσου
————————————————————————————
https://www.sansimera.gr/
