Η απελευθέρωση του Αγρινίου
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν
Οι Γερμανοί, στις 10 Σεπτεμβρίου του ΄44,
ανατίναξαν τις αποθήκες που βρίσκονταν στον Ρουπακιά
και αποχώρησαν με κατεύθυνση την Αμφιλοχία
Η πόλη έμεινε στην κυριαρχία 6 λόχων των Ταγμάτων Ασφαλείας
του Λευτέρη Τηλιγάδα
Από τον Αυγούστου του 1944 ο σοβιετικός στρατός είχε αρχίσει να προελαύνει νικηφόρα προς τα Βαλκάνια και προσέγγιζε ήδη τη Ρουμανία. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, αποτελούσε έναν τεράστιο κίνδυνο για τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα, αφού η περαιτέρω ανάπτυξη των σοβιετικών στη Βαλκανική κυοφορούσε τον εγκλωβισμό των γερμανικών μεραρχιών στον ελληνικό χερσαίο χώρο.
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Η γερμανική δύναμη κατοχής στην Ελλάδα, την 1η Μαΐου του 1944, ήταν 302.168 Γερμανοί στρατιώτες, με την ακόλουθη κατανομή[1]: Φρουρά Κρήτης, 41.518 άνδρες, Φρουρά Ρόδου, 23.000 άνδρες, 68ο Σώμα Στρατού με έδρα την Αθήνα, 22ο Σώμα Στρατού με έδρα τα Ιωάννινα, 4η Τεθωρακισμένη Μεραρχία των SS με έδρα τη Λάρισα, 1ο Σύνταγμα SS με έδρα την Αθήνα, Πολεμικό Ναυτικό με έδρα τη Σαλαμίνα και 33.000 άνδρες, Αεροπορία με έδρα την Αθήνα και 12.000 άνδρες, 19η Αντιαεροπορική Μεραρχία με έδρα την Αθήνα, 91η Μεραρχία με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στις παραπάνω δυνάμεις θα πρέπει να προστεθούν οι 54.956 Βούλγαροι, οι 31.096 μάχιμοι Ιταλοί που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους συμμάχους το Σεπτέμβρη του ΄43 (από τη συνολική Ιταλική δύναμη των 250.000 ανδρών που βρέθηκε στην Ελλάδα), καθώς και άλλοι 6.059 με διαφορετικές προελεύσεις όπως Άραβες (500), Πολωνοί, Ρώσοι, Λευκορώσοι, Τάταροι, Κοζάκοι και Καυκάσιοι. Σε αυτούς θα πρέπει να συνυπολογιστούν ακόμα και οι ένοπλοι Έλληνες συνεργάτες τους: τα Τάγματα Ασφαλείας, ομάδες ατάκτων, η Χωροφυλακή και το Μηχανοκίνητο της Αστυνομίας κ.λπ., των οποίων ο ακριβής προσδιορισμός δεν είναι εύκολος, αλλά προς το τέλος της Κατοχής υπολογίζεται, ότι ήταν μεγαλύτερος από 30.000 άνδρες.
Συνοψίζοντας να σημειώσουμε ότι οι συνολικές Δυνάμεις Κατοχής το καλοκαίρι του 1944 ξεπερνούσαν τις 400.000 άνδρες, οι οποίοι πέρα από τη καταλήστευση των πόρων της κατεχόμενης χώρας για τις αυξημένες ανάγκες της επιμελητείας τους, είχαν επιχειρήσει κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου της Κατοχής μια σειρά από αιματηρά αντίποινα με συλλήψεις, μπλόκα, εκτελέσεις, εμπρησμούς, λεηλασίες και ομαδικά εγκλήματα, για να ανταπαντήσουν και να κάμψουν την ένοπλη αντίσταση.
Από την άλλη, αντί όλα τα προαναφερόμενα να συρρικνώνουν και να ελαττώνουν τη δυναμική αυτής της αντίστασης, τόσο περισσότερο την άπλωναν και την μεγάλωναν, με αποτέλεσμα από την Άνοιξη της ίδιας χρονιάς (1944) το μεγαλύτερο μέρος της ορεινής Ελλάδας να είναι ελεύθερο. Οι τάξεις του Ε.Λ.Α.Σ. ενισχύονταν καθημερινά με ανθρώπινο δυναμικό, ενώ ταυτόχρονα τα πολυάριθμα σαμποτάζ σε γέφυρες, αποθήκες και αμαξοστοιχίες, ενέδρες, μάχες σε ορεινές διαβάσεις, οδικούς άξονες, σιδηροδρομικούς σταθμούς αλλά και επιθέσεις σε αστικά κέντρα, πέρα από την ενδυνάμωση του ηθικού των ανταρτών, αύξανε σημαντικά τη δύναμη των όπλων τους με τα λάφυρα που αποσπούσαν. Από τους 33.000 άνδρες που διέθετε ο Ε.Λ.Α.Σ το Μάρτιο του 1944, στις αρχές του Σεπτέμβρη είχε καταφέρει να έχει στις μεραρχίες του 60.000 περίπου άνδρες και γυναίκες, ενώ τις μέρες της απελευθέρωσης (μέσα προς τέλος του ίδιου μήνα) είχε αγγίξει τις 79.000 σε ανθρώπινο δυναμικό.
Η διάταξη των δυνάμεων στην περιοχή
τον Σεπτέμβρη του ΄44
Μετά τη μάχη στη Χούνη το 2/39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, του οποίου η πλειοψηφία των μαχητών του ήταν κάτοικοι της ε-παρχίας Τριχωνίδας, διατάχθηκε να κινηθεί προς Αμφιλοχία και να καταλάβει τα υψώματα του Μακρυνόρους με αποστολή να χτυπήσουν τα γερμανικά στρατεύματα που είχαν για έδρα τους το Αγρίνιο κατά την υποχώρησή τους. Μία από τις προβλέψεις που υπηρετούσε αυτή η εντολή του επιτελείου, ήταν και η αποφυγή των ασύμμετρων αντεκδικήσεων ενάντια στους γερμανοτσολιάδες καθώς και άλλους συνεργάτες των Γερμανών, στις οποίες υπήρχε βάσιμη υποψία ότι θα κατέφευγαν αρκετοί μαχητές του Συντάγματος μετά τη συντεταγμένη είσοδο του ΕΛΑΣ στην πόλη του Αγρινίου[2].
Από τις αρχές του Σεπτέμβρη και λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η αποχώρηση των Γερμανών από την πόλη, έφυγαν από το Αγρίνιο όλα σχεδόν τα μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων. Παρέμεινε μόνο μια μικρή ομάδα, η οποία ως τόπο συνάντησής τους είχαν το επιπλοποιείο του Τάκη Τσιτσιά και του Νίκου Καρανάσιου πίσω από τη Μητρόπολη.
Οι Γερμανοί, στις 10 Σεπτεμβρίου του ΄44, ανατίναξαν τις αποθήκες που βρίσκονταν στο δρόμο προς τον Άγιο Ιωάννη Ριγανά, στο ύψος που σήμερα βρίσκονται οι εργατικές κατοικίες, με όσο υλικό δεν μπορούσαν να μεταφέρουν μαζί τους και δεν ήθελαν να πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ, που ήδη είχε αρχίσει να περικυκλώνει την πόλη και αποχώρησαν με κατεύθυνση την Αμφιλοχία.
Από μαρτυρία του Αλβανομάχου Γιώργου Μανθόπουλου, πληροφορούμαστε ότι ο τελευταίος Γερμανός που αποχώρησε από το Αγρίνιο ήταν ο λοχίας Γιόχαν. Αυτός φόρτωσε πράγματα σε μια τετράτροχη νταλίκα μπροστά στο καφενείο του Θεοδωρακόπουλου και βιαστικά έφυγε προς Αμφιλοχία. Δυο ώρες μετά την αποχώρησή του, ακούσθηκε ένας μεγάλος κρότος στο Αγρίνιο από την ανατίναξη της γέφυρας του Αχελώου στο Ματσούκι, που είχε κατασκευαστεί επί Χ. Τρικούπη[3].
Η δύναμη και η διάταξη άμυνας
του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου
Σύμφωνα με την έκθεση «των ιστορικών γεγονότων, τα οποία έλαβον χώραν κατά την περίοδον από Φεβ/ρίου μέχρι και Σεπτεμβρίου 1944 εις την περιοχήν Αγρινίου», του Γιώργου Τολιόπουλου προς το ΓΕΣ στις 15 Νοεμβρίου του 1955, η δύναμη του Τάγματος «διέθετε πέντε λόχους τυφεκιοφόρων και έναν λόχον πολυβόλων μεθ’ ενός βαρέος όλμου, συνολικής δυνάμεως 800 ανδρών. Διά της δυνάμεώς του ταύτης, εγκατέστησε μίαν περιφερειακήν γραμμήν αντιστάσεως πέριξ της πόλεως Αγρινίου, καταλαβών εδαφικά σημεία, αρκετά ισχυρά ως προς την Β.Δ. πλευράν της πόλεως».
- Ο 1ος λόχος του Τάγματος με διοικητή τον έφεδρο υπολοχαγό Ελευθέριο Μηλιάδη, τοποθετήθηκε στα Β.Α. ο οποίος κάλυπτε την περιοχή από το υδραγωγείο της πόλης μέχρι το σπίτι του Δαναρά.
- Ο 2ος λόχος με διοικητή τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Γρηγόριο Παπούτση είχε τοποθετηθεί στο Δοκίμι με αποστολή «την διατήρησιν της πεδιάδος Αγρινίου από πάσαν εχθρικήν προσβολήν εκ Καλυβίων Αγγελο-κάστρου και ενδεχομένως εκ Ζαπαντίου».
- Ο 3ος λόχος με διοικητή τον λοχαγό Γεώργιο Τσαπίνα είχε τοποθετηθεί στα ανατολικά της πόλης «ελέγχων και υποστηρίζων τας αμαξιτάς οδούς Αβόρανης – Μεσολογγίου διά δύο νησίδων αντιστάσεως».
- Ο 5ος λόχος με διοικητή τον έφεδρο λοχαγό Κωνσταντίνο Χασουράκη είχε τοποθετηθεί στους λόφους έξω από το συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου «έχων ως αποστολήν την επιτήρησιν και υποστήριξιν των οδών Ζαπαντίου – Αμφιλοχίας».
- Ο 6ος λόχος με διοικητή τον έφεδρο λοχαγό αναπτύχθηκε στην περιοχή του νεκροταφείου της πόλης «με επιτήρησιν της οδού Καλυβίων – Ζαπαντίου».
- Ο λόχος Πολυβόλων με διοικητή τον Ταγματάρχη Ματθαίο Σούρτο κατανεμήθηκε σε οργανικά τμήματα στους προηγούμενους λόχους, «τοιουτοτρόπως ώστε είχεν επιτευχθή μία τελεία υποστήριξις και πλαγιοφύλαξις των τμημάτων βασιζομένη επί σχεδίου πυρός αρκετά ευσταθούς και αποτελεσματικού δι’ αμυντικόν Αγώνα της πόλεως».
- Ο βαρύς όλμος, με διοικητή τον Ανθυπασπιστή Κωνσταντίνο Γεωργαντή εγκαταστάθηκε στα υψώματα του Β.Α. τομέα, «εις τρόπον ώστε να δύναται διά των πυρών του να απαγορεύη πάσαν εχθρικήν συγκέντρωσιν εις τας πέριξ της πόλεως προσβάσεις».
- Τέλος στη διάθεση της διοίκησης του Τάγματος έμεινε το μηχανοκίνητο τμήμα του, 30 ταγματασφαλίτες που στελέχωναν το 2ο Γραφείο, οι 15 άνδρες του φρουραρχείου, καθώς και ένα απόσπασμα ανδρών της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Αγρινίου, ενώ η υπόλοιπη δύναμη της ασχολούνταν με την εσωτερική υπηρεσία της πόλης.
«Το σχέδιον του Τάγματος συνεπληρούτο διά της γενικής αποστολής των Τμημάτων του, άμυναν επί τόπου μέχρις εσχάτων, χωρίς να εκδηλωθή πρωτοβουλία επιθέσεως δι’ άπαντα τα τμήματά του».
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση του Τολιόπουλου το ηθικό των αξιωματικών του Τάγματος ήταν αρκετά καλό, σε αντίθεση με αυτό των οπλιτών, για τους οποίους η διοίκηση των γερμανοτσολιάδων είχε την εντύπωση ότι «εις ενδεχομένην σκληράν εμπλοκήν δεν θα επολέμουν, αλλά μάλλον θα ηυτομόλουν προς τον εχθρόν». Για να αποφευχθεί η «αυτομόλησή» τους, ιδιαίτερα όσων είχαν επιστρατευθεί από το Αγρίνιο, η διοίκηση του «Τάγματος» εφάρμοζε σκληρά μέτρα πειθαρχίας[3].
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ
στην περιοχή και η διάταξή τους
Με βάση τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει τις προηγούμενες μέρες το 2ο γραφείο του «Τάγματος», όπως αναφέρει ο Τολιόπουλος, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη περιοχή ήταν «η 1η Ταξιαρχία Ταγματάρχου Αρέθα, Σύνταγμα υπό Διοικητήν τον Ζούλαν Ευθύμιον, 42ον Σύνταγμα υπό Διοικητήν Βερμαίον Λοχαγός Γρηγοριάδης, ως επίσης το εφεδρικόν Σύνταγμα 36ον με συνολικήν δύναμιν του αποσπάσματος τούτου των 1300-1500 ανδρών». Οι ίδιες πληροφορίες ανέφεραν ότι «πυροβολαρχία Ορειβατικού Πυροβολικού ώδευεν προς ενίσχυσιν του αποσπάσματος επιθέσεως εναντίον του Αγρινίου»[4].
Στην πραγματικότητα, πέρα από τις όποιες πληροφορίες είχαν οι ταγματασφαλίτες του Αγρινίου, από τις 12 Σεπτέμβρη του ΄44 έως και τις 14 του ίδιου μήνα, γύρω από το Αγρίνιο είχαν αναπτυχθεί οι παρακάτω δυνάμεις του ΕΛΑΣ με επιτελικό στόχο την κατάληψή του[5]:
- Το 1/42 τάγμα με διοικητή τον ανθυπολοχαγό Μιλτιάδη Γραβάνη και καπετάνιο τον Νάκο Μπελή, το οποίο είχε αναπτυχθεί από τη Βελάουστα (Πυργί), ως τη Νέα Αβόρανη.
- Ο εφεδρικός λόχος Αγρινίου, με δύναμη 250 εφεδροΕΛΑΣίτες (είχε ενταχθεί ως 3ος λόχος στο 1/42 τάγμα), ο οποίος είχε για διοικητή τον έ-φεδρο ανθυπολοχαγό Κώστα Σκρέττα και καπετάνιο τον Ανδρέα Τσιχριτζή, υπάλληλο της Αγροτικής Τράπεζας Αγρινίου, με σταθμευμένη τη διοίκησή του στη Βελάουστα.
- Το 3ο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος με διοικητή το Βασίλη Σκιαδά (Επαμεινώντα) και καπετάνιο το Δήμητρη Σούφρα, ήταν αναπτυγμένο από τον Άγιο Κωνσταντίνο μέχρι το Δοκίμι.
- Ένα μαχητικό τμήμα της Ομάδας Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (Ο. Π.Λ.Α.), το οποίο είχε την έδρα της στο Ελαιόφυτο (πρώην Σμόλιανα).
- Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ Μακρυνείας – Θέρμου, με καπετάνιο το Γιώργο Παπαθανασόπουλο, ο οποίος είχε την επιτήρηση του εθνικού δρόμου Αγρινίου – Μεσολογγίου και η ανάπτυξη του εκτεινόταν από την Γέφυρα της Ερμίτσας μέχρι τη Νέα Αβόρανη.
- Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ Μεσολογγίου είχε καταλάβει ένα τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αγρινίου.
Το σχέδιο της επιχείρησης είχαν εκπονήσει ο επιτελάρχης της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Δημ. Ματσούκας, ο αντισυνταγματάρχης Θανάσης Παπαθανασόπουλος και ο υπολοχαγός Θόδωρος Καλλίνος (Αμάρμπεης), ενώ επικεφαλής της όλης επιχείρησης είχε τεθεί ο Διοικητής του 42ου Συντάγματος, Συνταγματάρχης, Φοίβος Γρηγοριάδης (Βερμαίος).