.
Ο γέγονε… Γέγονε
| Γεγονότα
1876 – Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ αποκτά δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μία εφεύρεση που ο ίδιος αποκαλεί «τηλέφωνο». Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας και ο πατέρας του ήταν ο Αλεξάντερ Μέλβιλ Μπελ, γνωστός ρήτορας με 200 εκδόσεις βιβλίων για τη βελτίωση της παιδείας των κωφαλάλων. Ο νεαρός τότε Γκράχαμ Μπελ και τα δύο του αδέλφια εκπαιδεύτηκαν από τον πατέρα τους για να συνεχίσουν το έργο του.
Τον Απρίλιο του 1903 ο Μπελ ανακάλυψε τον πολλαπλό τηλέγραφο ενώ τις πρώτες του σημειώσεις σχετικά με το τηλέφωνο τις έγραψε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου και ένα μήνα αργότερα ξεκίνησε να γράφει σχετικά με τις προδιαγραφές του. Στις 7 Μαρτίου του 1876 το Γραφείο Ευρεσιτεχνίας των Η.Π.Α έδωσε στον Μπελ το σχετικό δίπλωμα που κατοχύρωνε τη συσκευή που μεταδίδει τον ήχο και τη φωνή τηλεγραφικώς.
Η συσκευή που χρησιμοποιήθηκε περιελάμβανε μια ελαστική μεμβράνη από σίδηρο, που βρισκόταν μπροστά από ένα σιδηρομαγνητικό πυρήνα, περιτυλιγμένο με μονωμένο αγωγό. Μια γραμμή από δυο καλώδια συνέδεε τη συσκευή αυτή με μια άλλη παρόμοια. Στη συσκευή του Μπελ η φωνή έπεφτε πάνω στη μεμβράνη και την έκανε να πάλλεται. Αυτό τον καθιέρωσε σαν τον πρώτο που εφάρμοσε τις κυματοειδείς μορφές των ηλεκτρικών ρευμάτων. Ακολούθησαν δικαστικές αγωγές που έθεταν σε αμφισβήτηση την εφεύρεση του Μπελ αλλά ο ίδιος έμεινε ανένδοτος και υποστήριζε με πάθος την ανακάλυψη του.
1953 – Ξεκινά το 1ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπάσκετ γυναικών στο Σαντιάγο της Χιλής. Το Παγκόσμιο Κύπελλο Καλαθοσφαίρισης Γυναικών (αγγλικά: FIBA Women’s Basketball World Cup), γνωστό και ως Μουντομπάσκετ Γυναικών, ενώ παλαιότερα ονομαζόταν Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Καλαθοσφαίρισης Γυναικών, αποτελεί την κορυφαία, μαζί με τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, διεθνή διοργάνωση στο χώρο της γυναικείας καλαθοσφαίρισης.
Λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια, ανάμεσα στα ολυμπιακά έτη, με ευθύνη της FIBA. Σε αυτή λαμβάνουν μέρος οι καλύτερες εθνικές ομάδες στον κόσμο, όπως αναδεικνύονται μέσα από τα αντίστοιχα ηπειρωτικά πρωταθλήματα της προηγούμενης χρονιάς. Τουλάχιστον μία χώρα από κάθε ήπειρο έχει οπωσδήποτε συμμετοχή, ενώ ελεύθερη είσοδος στο τουρνουά εξασφαλίζεται στη διοργανώτρια χώρα. Η πιο πρόσφατη διοργάνωση έλαβε χώρα το 2018 με την Εθνική Ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών να αποτελεί τον τρέχοντα τιτλούχο κόσμου.
Η πρώτη διοργάνωση Παγκόσμιου Πρωταθλήματος πραγματοποιήθηκε το έτος 1953, τρία χρόνια μετά την αντίστοιχη των ανδρών. Αν και στις αρχές της ιστορίας του θεσμού η διοργάνωση ανατιθόταν σε μία και μοναδική πόλη, τις τελευταίες δεκαετίες – και με την επέκταση σε χρονική διάρκεια του Πρωταθλήματος – την ευθύνη τείνουν να αναλαμβάνουν περισσότερες από μία πόλεις.
Τις περισσότερες διοργανώσεις έχει αναλάβει η Βραζιλία, τέσσερις στον αριθμό, τρεις από τις οποίες φιλοξενήθηκαν στο Σάο Πάολο. Τη διοργάνωση έχουν αναλάβει πλέον κράτη που ανήκουν σε όλες τις ηπείρους, πλην της Βόρειας Αμερικής. Το επόμενο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα θα πραγματοποιηθεί στην Ρωσία το 2022.
Γεννήσεις
1875 – Μωρίς Ραβέλ. Γεννημένος ο Μωρίς Ραβέλ το 1875 στο Σιμπούρ, κοντά στα γαλλοϊσπανικά σύνορα, από πολύ μικρή ηλικία έρχεται στο Παρίσι όπου αρχίζει μαθήματα πιάνου φανερώνοντας εξαιρετική κλίση στη μουσική. Από την ηλικία των είκοσι χρονών παρουσιάζει τις πρώτες συνθέσεις του «Παβάνα για μια νεκρή Ινφάντη», «Συντριβάνια», κουαρτέτο, «Αντανακλασεις», σονατίνα, «Εισαγωγή και αλέγκρο», έργα που συναντούν ψυχρή υποδοχή.
Στα 1907, με την πρώτη ακρόαση των «Φυσικών ιστοριών», ο Ραβέλ γίνεται επίκεντρο δριμύτατων σχολίων αλλά έχει ήδη γίνει διάσημος. Εν τω μεταξύ αρχίζοντας να χρησιμοποιεί ισπανικό χρώμα από την ανεξάντλητη ηχητική του παλέτα «ζωγραφίζει» αριστουργήματα όπως η «Ισπανική Ραψωδία» , τα «Βαλς Ευγενικά και Αισθηματικά» και την «Ισπανική ώρα».
Λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1912) ανεβαίνει η εξαίσια χορογραφική του σουίτα «Δάφνις και Χλόη», με πρωταγωνιστές τους Νιζίνσκι και Καρσάβινα. Την ίδια χρονιά ενορχηστρώνεται και το αριστούργημά του «Η μάνα μου η χήνα» που έχει πρωτογραφτεί στα 1908 για πιάνο σε 4 χέρια.
Μετά τον πόλεμο ανοίγεται για αυτόν μια νέα εποχή που τη σημαδεύουν τα καινούρια του έργα «Βαλς», σονατίνα για βιολί, «Τσιγγάνα», δυο κοντσέρτα για πιάνο, «Το Παιδί και τα Μάγια», «Μπολερό». Πυροδοτεί πάλι την κοινή γνώμη με το να αρνηθεί τον τίτλο της Λεγεώνας της Τιμής (1920). Ταξιδεύει στις ΗΠΑ (1928), έπειτα στην Αγγλία και κατόπιν από το 1932 γυρίζει σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες για να παρουσιάσει το δημοφιλές κοντσέρτο του σε σολ.
Από το 1933 αρχίζει να έχει προβλήματα με την υγεία του που συνεχώς επιδεινώνεται. Πεθαίνοντας τέσσερα χρόνια αργότερα, αφήνει ένα θησαυρό από έργα γραμμένα σε ξεχωριστά καλοδουλεμένη αρμονική και μελωδική γλώσσα, με θαυμάσια ενορχήστρωση, μια από τις καλύτερες όλων των εποχών, που φέρνει τη γνήσια σφραγίδα της εξαιρετικά γόνιμης και ευαίσθητης ιδιοφυίας του.
1914 – Λυκούργος Καλλέργης. Γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1914 στην Κρήτη, στο Χουμέρι Μυλοποτάμου. Πατέρας του ήταν ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής ηγέτης και οργανωτής της πρώτης εργατικής πρωτομαγιάς στην Ελλάδα, Σταύρος Καλλέργης. Μετοίκισε στην Αθήνα σε ηλικία 10 ετών και μετέπειτα, τελειώνοντας τη μέση εκπαίδευση και τη στρατιωτική του θητεία, ξεκίνησε σπουδές στη δραματική σχολή της Λαϊκής Σκηνής του Καρόλου Κουν. Στη σκηνή ανεβαίνει για πρώτη φορά το 1934 με τον ίδιο θίασο στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Πανάρετου» στην περίφημη παράσταση του θιάσου στην «Ερωφίλη» του Γεώργιου Χορτάτση.
Ιδρυτικό μέλος και πρωταγωνιστής του Θεάτρου Τέχνης (1942-1950), ο Λυκούργος Καλλέργης προσέφερε πάνω από 60 χρόνια υπηρεσίας στο ελληνικό θέατρο, περίοδος κατά την οποία πήρε μέρος σε πολλά έργα έργα, δράματα και κωμωδίες. Υπήρξε επίσης αναγνωρισμένο πρωταγωνιστικό στέλεχος σε διάφορους θιάσους του ελεύθερου θεάτρου και επί 18 χρόνια πρωταγωνιστής του Εθνικού, του οποίου και διετέλεσε καθηγητής της Δραματικής Σχολής. Συμμετείχε σε παραγωγές στην Αθήνα, την επαρχία και το εξωτερικό, ερμηνεύοντας εξέχοντες ρόλους σε θεατρικά έργα του ελληνικού και διεθνούς δραματολογίου: Αρχαία τραγωδία, Σαίξπηρ, Ίψεν, Τσέχωφ, Στρίνμπεργκ, Πιραντέλλο, Γκόγκολ, Γκόρκι, κ.ά. Στη θεατρική του πορεία συνάντησε και συνεργάστηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Κατερίνα Ανδρεάδη, τον Αιμίλιο Βεάκη, την Κατίνα Παξινού, την Κυβέλη, τον Αλέξη Μινωτή κ.ά.
Μετά τη μεταπολίτευση ασχολήθηκε με την πολιτική και το 1977 εξελέγη Βουλευτής του ΚΚΕ στην Α΄ Περιφέρεια Αθηνών.
Υπήρξε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, όπου για μια δεκαετία υπήρξε Γενικός Γραμματέας (1956-1957) και για μικρό διάστημα Πρόεδρος. Επίσης υπήρξε Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος – Ακροάματος καθώς και Αντιπρόεδρος του Ταμείου Συντάξεως Ηθοποιών. Στο διεθνή χώρο είχε λάβει μέρος στα Συνέδρια για την Ειρήνη στη Φραγκφούρτη (1976) και τη Σόφια (1977). Ήταν επίσης μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, επίτιμο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών του Πειραιά και επίτιμο μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.
Ήταν ο μόνος Έλληνας ηθοποιός που είχε τιμηθεί με το «Βραβείο Πιραντέλλο» [εκκρεμεί παραπομπή], ενώ είχε λάβει και το «Βραβείο Βεάκη» καθώς και τιμητικές διακρίσεις από το Δήμο Αθηναίων, πολλούς δήμους της χώρας, πολιτιστικούς συλλόγους και φορείς.
Στις 14 Μαΐου 2007 αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Λυκούργος Καλλέργης είχε νυμφευθεί σε πρώτο γάμο τη θανούσα ηθοποιό Μαρία Φωκά, με την οποία απέκτησε μία κόρη. Από το 1972 ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κολλάρου και απέκτησε ένα γιο, τον Σταύρο.
Πέθανε στις 27 Αυγούστου 2011 σε ηλικία 97 ετών. Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στην εντατική πτέρυγα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς», καθώς η επιβαρυμένη υγεία του είχε επιδεινωθεί έπειτα από επέμβαση στο ισχίο.
Θάνατοι
1274 – Θωμάς Ακινάτης (ιταλ: Tommaso d’Aquino, λατ: Thomas Aquinas, 1225 – 7 Μαρτίου 1274), γνωστός και ως Θωμάς του Ακουΐν, Θωμάς του Ακουΐνο, Αγγελικός Δάσκαλος (Doctor Angelicus) ή Παγκόσμιος Δάσκαλος (Doctor Universalis) ήταν Ιταλός ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Τάγμα των Δομινικανών, και σημαντικός φιλόσοφος και θεολόγος, εκπρόσωπος της σχολής του σχολαστικισμού.
Υπήρξε ο σημαντικότερος υποστηρικτής της φυσικής θεολογίας και ο πατέρας της Θωμιστικής σχολής φιλοσοφίας και θεολογίας, η οποία αποτέλεσε για καιρό την κύρια φιλοσοφική προσέγγιση της Καθολικής Εκκλησίας. Η επιρροή του στη δυτική σκέψη είναι σημαντική, καθώς είναι ένας εκ των οποίων βοήθησαν στην πρόσληψη του Αριστοτελισμού από την Χριστιανική Ευρώπη, συγχωνεύοντας τη χριστιανική θεολογία με την αριστοτελική φιλοσοφία σε αυτό που ονομάζουμε «χριστιανικό αριστοτελισμό».
Η σημαντικότερη συνέπεια της διδασκαλίας του είναι ότι προσπάθησε να συγκεράσει την πίστη με τον λόγο και έστρεψε τους θεολόγους στην μελέτη των έργων του Αριστοτέλη, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν αυστηρές επιστημονικές μεθόδους, που απορρέουν από την μελέτη του φυσικού κόσμου, προκειμένου να εξηγήσουν τα μυστήρια της Αποκάλυψης. Ο Ακινάτης θεωρείται στην Καθολική Εκκλησία ως ο αρχετυπικός δάσκαλος για αυτούς που μελετούν για το χρίσμα της ιεροσύνης.
Τα γνωστότερα έργα του είναι το Summa Theologica (Σύνοψις Θεολογική) και το Summa Contra Gentiles (Σύνοψις κατά εθνικών). Είναι ένας από τους 33 Διδασκάλους της Εκκλησίας και θεωρείται από πολλούς Καθολικούς ως ο μεγαλύτερος θεολόγος της Εκκλησίας και ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών.
1999 – Στάνλεϊ Κιούμπρικ, γεννήθηκε στο Μπρονξ, Νέα Υόρκη.
Από μικρή ηλικία ο Κούμπρικ άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία και μόλις στα 17 του χρόνια βρήκε δουλειά ως βοηθός φωτογράφου. Μαζί με το φίλο του Αλεξάντερ Σίνγκερ, αποφάσισαν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο.
Έτσι, το 1951 δημιούργησε την πρώτη του ταινία, ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Day of the Fight, η οποία χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από τις οικονομίες των δύο φίλων. Ακολούθησαν τα Flying Padre (1951), The Seafarers (1952) και το Fear and Desire (1953), το οποίο γυρίστηκε στην Καλιφόρνια.
Με τις δύο επόμενες ταινίες τεκμηρίωσης, Το Φιλί του Δολοφόνου (Killer’s Kiss) και Το Χρήμα της Οργής (The Killing), έγινε γνωστό το όνομα του Κούμπρικ στο Χόλιγουντ. Το 1957 σκηνοθετεί τον Κερκ Ντάγκλας στην αντιπολεμική ταινία Σταυροί στο Μέτωπο (Paths of Glory), το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χάμφρεϊ Κομπ.
Από εκεί και έπειτα ο Κούμπρικ θα δημιουργεί ταινίες από βιβλία, τα οποία θα προσαρμόζει κάθε φορά στις δικές του ιδέες και με τη δική του κινηματογραφική οπτική γωνία.