Αττίκ: Μια ζωή μυθιστόρημα της belle epoque

Αττίκ: «Έκλαψα για να γράψω,
έγραψα για να τραγουδήσω και τραγούδησα για να ζήσω.»

  • επιμέλεια κειμένου:
    Λευτέρης Τηλιγάδας

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1885. Ηταν γιος της Εριθέλγης Ραπτάκη (εγγονός από την μητέρα του Δημητρίου Ραπτάκη ιατρού και βουλευτή Κυθήρων στην Ιόνιο Βουλή, και της Κλεπάτρας Κορωναίου, αδελφής του στρατιωτικού Πάνου Κορωναίου). Μεγάλωσε στην Αίγυπτο όπου παρακολούθησε μαθήματα μουσικής – που όπως φαίνεται τον επηρρέασαν πολύ στη συνέχεια.

Ο Αττίκ στο Παρίσι

Το 1907 φτάνει στο Παρίσι, για να σπουδάσει πολιτικές και οικονομικές επιστήμες – ως συνέχεια των σπουδών του στη Νομική Σχολή Αθηνών – όμως αποφάσισε να τις εγκαταλείψει γρήγορα για να γραφτεί στο Ωδείο του Παρισιού, όπου θα έχει καθηγητές τον Γκαμπριέλ Φωρέ, τον Καμίγ Σαιν-Σανς και τον Εμίλ Πεσάρ. Σχεδόν αμέσως εργάζεται ως πιανίστας στα café-concert της πόλης, μελοποιεί ποίηση κι αρχίζει νασυνθέτει τραγούδια, μουσική δωματίου και lied. Παίζει στα μεγαλύτερα θέατρα του Παρισιού, μοιράζεται τη σκηνή με την Colette και τον Maurice Chevalier, δίνει τραγούδια στους δημοφιλέστερους γάλλους ερμηνευτές. Υπογράφει, τέλος, πολύχρονο συμβόλαιο με τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο της εποχής. Αυτή είναι η τελευταία περίοδος της ξέγνοιαστης Belle Époque στο Παρίσι του Πικάσο και του Κοκτό και για τον νεαρό Aττίκ, κι η αρχή μιας μεγάλης καριέρας, με πολλές επιτυχίες και περίπου 300 τραγούδια. Στο Παρίσι είχε εκδώσει περίπου 300 συνθέσεις, τραγούδια, μουσική για πιάνο, για οπερέτα, για μπαλέτο κ.ά. και έγινε ιδιαίτερα γνωστός.

 

 

Επιστροφή στην Αθήνα και δημιουργία της «Μάντρας του Αττίκ»

Το 1931 ο Αττίκ επιστρέφει στην Αθήνα και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς δημιουγεί σε συνεργασία με τους Δ. Ευαγγελίδη, τον Βώττη και τον Παντελή Χορν την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ». Η «Μάντρα», δεν ήταν ένας χώρος, ήταν ένας καλλιτεχνικός όμιλος που περιελάμβανε τραγουδιστές και άλλους αυτοσχέδιους παρουσιαστές, μίμους με διάφορες και πολλές δημόσιες εμφανίσεις και εκδηλώσεις στην Αθήνα, με τον Αττίκ, να εκτελεί και χρέη κομπέρ, ο οποίος κάθε καλοκαίρι μέχρι το 1938 έδινε καλλιτεχνική ζωή σε ένα υπαίθριο θέατρο, της οδού Μηθύμνης στην τότε Πλατεία Αγάμων (σημερινή πλατεία Αμερικής), ενώ το χειμώνα περιόδευε στην επαρχία παρουσιάζοντας το πρόγραμμά του.

 

 

Σύμφωνα με τα αρχεία της Ελληνικής Χωροφυλακής, τον Ιούλιο του 1935 ομάδα ροπαλοφόρων, λαϊκών αλλά και σμηνιτών, εισέβαλε στον χώρο της «μάνδρας του Αττίκ» μετατρέποντας τα πάντα σε ερείπια, τραυματίζοντας καλλιτέχνες και θαμώνες – μεταξύ των οποίων και τον ίδιο τον Αττίκ στο κεφάλι -, πολλοί εκ των οποίων μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία. Αφορμή, μια σατιρική κωμωδία κατά του τότε πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη.

 

Φωτογραφία του Αττίκ μετά τα επεισόδια

 

Ενας «τέλειος ιππότης στον καιρό μας»

Μαρίκα Φιλιππίδη

«Ηταν ευπατρίδης», γράφει η Δανάη Στρατηγοπούλου στο βιβλίο της με τίτλο Αττίκ (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986). «Τον κατηγόρησαν για άστατο με το άλλο φύλο. Μα δεν ήταν επιπόλαια άστατος. Δεν ήταν ακριβώς άστατος. Ηταν ένα είδος Νέρωνα που θα ήθελε να ήταν όλες οι γυναίκες μία και μόνο, για να τους δώσει ή να τους πάρει – το ίδιο κάνει – την καρδιά. Ακατάλληλος για σύζυγος, ήταν ο ιδανικός εραστής […].

Τρεις γυναίκες παντρεύτηκε ο Αττίκ. Και οι τρεις πανέμορφες. Και οι τρεις φτωχές. Μιας όμως η ομορφιά τραγουδήθηκε, όπως καμίας άλλης Ελληνίδας: της δεύτερης, της μελαχρινής γαλανομάτας Μαρίκας Φιλιππίδη, αδερφής του πρωταγωνιστή της οπερέτας Μάνου Φιλιππίδη». Για αυτή την γυναίκα ο Αττίκ είχε γράψει δύο από τα ομορφότερα τραγούδια εκείνης της εποχής, που περιέχουν μέσα τους την προσωπική τους ιστορία. Το πρώτο είχε τον τίτλο: «Είδα μάτια».

 

 

Το βαλσάκι αυτό αγαπήθηκε αμέσως από τον κόσμο και έγινε μεγάλη επιτυχία. Κάποιο βράδυ, αφότου ο Αττίκ είχε χωρίσει, έρχεται η Μαρίκα με τον δεύτερο άντρα της, τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη και κάθονται στις πρώτες θέσεις. Ο κόσμος, που αντιλήφθηκε την παρουσία τους, αφού ξεπέρασε την αρχική αμηχανία και θέλοντας να πειράξει τον Αττίκ, άρχισε να φωνάζει ρυθμικά «Είδα μάτια – Είδα μάτια», απαιτώντας να ακούσει το παλιό σουξέ. Ο Αττίκ σηκώθηκε πικραμένος από το πιάνο του και αποσύρθηκε για 10 λεπτά στο καμαρίνι του. Μόλις επέστρεψε κάθησε στο πιάνο και έπαιξε το τραγούδι που είχε σκαρώσει στο διάστημα της απουσίας του: «Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό, τα περασμένα μου γινάτια, ζητάτε «Είδα μάτια», με σκίζετε κομμάτια…».

 

 

Μετά το 1938 η «Μάντρα« στεγάστηκε στην παλιά αθηναϊκή ταβέρνα «Μονμάρτη» στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου και στη συνέχεια στο υπαίθριο θέατρο Δελφοί, της οδού Αχαρνών. Πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες που όφειλαν την ανάδειξή τους στον Αττίκ. Μεταξύ αυτών: οι τραγουδίστριες Λουίζα Ποζέλι, Ζωή Νάχη, Καλή Καλό, Δανάη, Κάκια Μένδρη, Καίτη Οικονόμου, Λέλα Μιτσούκο,  ο ντιζέρ Τώνης Ράις, ο Κ. Μπέζος, ο πολυθρύλητος και πανύψηλος μίμος Ανδρέας Ζουλάς, που ο Αττίκ τον παρουσίασε με το ονομα Ζαζάς, ο Σπαθόπουλος, και οι πρώτοι κομφερασιέ (παρουσιαστές) Ορέστης Λάσκος, Χρήστος Πύρπασος, Μίμης Τραϊφόρος, Φίλωνας Αρίας και πολλοί άλλοι.

 

 

«Τι ήταν η πρώτη Μάντρα», ρώτησε τον Αττίκ, στις 24 Ιουνίου του 1944, η Δανάη Στρατηγοπούλου για να πάρει την παρακάτω απάντηση από τον Αττίκ: «Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ενα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα-είσοδος. Στον δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο, που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο, και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι και δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα… μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν τη σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει. Στο μπαλκόνι ακουμπισμένος με το αριστερό χέρι στα κάγκελα, σκυφτός προς τα έξω, ένας Αττίκ με αγγελικό χαμόγελο να κάνει με το δεξί χέρι μια χειρονομία υποδοχής. Αυτός ο Αττίκ ήταν ανδρείκελο σε φυσικό μέγεθος, έργο γνωστού γλύπτου, μοναδικού σε τέτοιες δύσκολες εργασίες». (Δανάη Στρατηγοπούλου, Αττίκ, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986)

 

 

Η «Μάντρα» διαλύθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Αττίκ στις 29 Αυγούστου του 1944. Τα χρόνια που ακολούθησαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να δημιουργήσουν παρόμοια συγκροτήματα χωρίς όμως καμμιά επιτυχία. Στη δεκαετία του ’50 άρχισαν να δημιουργούνται αναψυκτήρια με έντονο το ύφος της συνέχειας της «Μάντρας» και με κυριότερους δημιουργούς τους Γιώργο Οικονομίδη, Όμηρο Αθηναίο, Ζαχαρίας Τσίχλας κ.ά.

 

 

Λίγο πριν από τον θάνατό του πρωταγωνίστησε στην ταινία «Χειροκροτήματα» του Γιώργου Τζαβέλλα που είχε κάποια σχεδόν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στην ταινία αυτή ο Αττίκ, κουρασμένος από τις κακουχίες της Κατοχής και υπερβολικά μελοδραματικός, σε λίγα θύμιζε τη γεμάτη δυναμισμό και ευφυΐα προσωπικότητα του δημιουργού της «Μάντρας». Τραγούδια του συνθέτη στην ταινία απέδωσε η ηθοποιός Ζινέτ Λακάζ.
Λίγους μήνες μετά αυτοκτόνησε παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ένα επεισόδιο με έναν Γερμανό στρατιώτη που τον χτύπησε καθώς οδηγούσε το ποδήλατό του φαίνεται πως στάθηκε η αφορμή για μια προαναγγελθείσα αυτοκτονία, αποτέλεσμα κατάθλιψης στην οποία είχε περιπέσει.

Μοναδικά τραγούδησαν τα τραγούδια του η Κάκια Μένδρη (προπολεμικά) και η Δανάη (μεταπολεμικά), και οι δυο υπήρξαν τραγουδίστριες της Μάντρας και δικές του “ανακαλύψεις”. Η Στέλλα Γκρέκα είπε επανειλημμένως πως η ερμηνεία της Νινής Ζαχά στο δίσκο LP “Η Νινή Ζαχά στα ωραιότερα τραγούδια του Αττίκ” (1969) είναι η ιδανική ερμηνεία των τραγουδιών του.

Στον τάφο του βρίσκεται η παρακάτω χαραγμένη επιγραφή: «Έκλαψα για να γράψω, έγραψα για να τραγουδήσω και τραγούδησα για να ζήσω.»

 

 

 

Με πληροφορίες από: thetoc.gr, el.wikipedia.org, mousikovlog.blogspot.com, tovima.gr

AgrinioStories